Ο Χάιν, η Γεωθάλασσα κι εμείς  (Λίγες σκέψεις για την Ούρσουλα Λε Γκεν)

Του Αντώνη Ζερβού

 

Σχεδόν πάντα, όταν αναφέρω την Ούρσουλα Λε Γκεν εισπράττω μειδιάματα. Είτε από φίλους μου που έχουν βαρεθεί να ακούν γι’ αυτήν, είτε από αγνώστους που τη θεωρούν «ελαφριά». Πόσο σοβαρή μπορεί να είναι η λογοτεχνία μιας γυναίκας που γράφει είτε για μάγους, μάγισσες και δράκους, είτε για άλλους πλανήτες κι εξωγήϊνους; Εκεί εντοπίζω πάντα την παρανόηση: μπορεί τα γραπτά της να μιλάνε για όλα αυτά, κυρίως όμως μιλάνε για τη Γη του σήμερα και τον «εξωγήινο» της διπλανής πόρτας. Ακόμα κι αν γράφτηκαν τριανταπέντε χρόνια πριν.

Τη Λε Γκεν τη γνώρισα τυχαία, όταν ένας καλός φίλος μού δάνεισε τον «Αναρχικό των δυο κόσμων». Πρόκειται για μυθιστόρημα κινούμενο μεταξύ του πλανήτη Γιουράς και του δορυφόρου του Ανάρες. Ο Γιουράς έχει πολλές ομοιότητες με τη Γη: κράτη, βιομηχανίες, ταξικές κοινωνίες, λίγο από Η.Π.Α., Ευρώπη και την (τότε) Ε.Σ.Σ.Δ. Η Ανάρες είναι η απόλυτη αν-αρχική ουτοπία, κατοικούμενη από αποίκους του Γιουράς που έβαλαν τις επαναστατικές τους ιδέες στην πράξη: ισότητα, άμεση δημοκρατία, απουσία ιδιοκτησίας, κοινοβιακή ζωή. Οι Γιουράσιοι είχαν ξεφορτωθεί τους «ταραξίες» ευχαρίστως και για αρκετές γενιές η επικοινωνία είχε διακοπεί.

Το μυθιστόρημα είναι υπόδειγμα αφήγησης με αναδρομές. Κάθε κεφάλαιο μας πηγαίνει εναλλάξ στο παρόν και το παρελθόν, στο σήμερα του επιστήμονα Σεβέκ, ο οποίος ταξίδεψε στον Γιουράς για να αποκαταστήσει την επικοινωνία, και στο παρελθόν του, στα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Ανάρες. Η παράλληλη αφήγηση χτίζει τον κόσμο της Ανάρες με συνέπεια μέσα από τα μάτια του μικρού Σεβέκ, δίνοντας με σχετική πειστικότητα το θεωρητικό υπόβαθρο και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του που κάνουν δυνατή την ύπαρξη της Αναρεσιανής κοινωνίας. Παράλληλα φαίνονται οι εσωτερικές της συγκρούσεις και τα προβλήματα που δημιουργούν στον Σεβέκ. Όντας στα πρόθυρα μιας μεγάλης επιστημονικής ανακάλυψης, ο Σεβέκ θα καταφέρει τελικά να αποκαταστήσει τις σχέσεις πλανήτη-δορυφόρου, της παλιάς κοινωνίας με τη νέα, και να δημοσιεύσει τη θεωρία του ως κτήμα όλων. Η ιστορία του είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που γεφύρωσε το χάσμα, εκείνου που πάλεψε τις διαχωριστικές γραμμές και αναγνώρισε τον εαυτό του στον «άλλο».

Το βασικό αυτό μοτίβο είναι για μένα το αγαπημένο της Λε Γκεν και δείχνει να βρίσκεται στη ρίζα των περισσότερων από τα βιβλία της που έχω διαβάσει. Στο «Αριστερό χέρι του σκότους», για να φέρω ένα άλλο παράδειγμα, καταγράφει τις περιπέτειες του Τζένλι Άι, ειδικού απεσταλμένου της «Κοινωνίας των Κόσμων» στον πλανήτη Γκέθεν («χειμώνας», που είναι η επικρατούσα εποχή του). Ενδιαφέρον είναι το ότι ο πλανήτης κατοικείται από ερμαφρόδιτους των οποίων το φύλο καθορίζεται μόνο για μερικές μέρες το μήνα, οπότε και μπορούν να αναπαραχθούν παίρνοντας το ρόλο είτε «άντρα» είτε «γυναίκας». Λόγω ανυπαρξίας ανεξέλεγκτων σεξουαλικών ορμών και καταπνιγόμενων επιθυμιών, στον Γκέθεν δεν έχει γίνει ποτέ πόλεμος.

Καθώς ο ανταγωνισμός των δυο μεγαλύτερων κρατών για ζωτικό χώρο (οι παραλληλισμοί με τις Η.Π.Α. και την τότε Ε.Σ.Σ.Δ. είναι και πάλι έντονοι) έχει αρχίσει να διαταράσσει τις υπάρχουσες ισορροπίες, ο πρώτος πόλεμος στην Ιστορία είναι προ των πυλών. Ο Τζένλι Άι, μέσα από συμμαχίες, συνομωσίες, επικυρήξεις, καταδιώξεις και φυλακίσεις τελικά θα τα καταφέρει: οι ελιγμοί του οδηγούν τα δυο κράτη σε αναγκαστική ανακωχή και συμφωνία για συμμετοχή του Γκέθεν στην «Κοινωνία των Κόσμων». Μπροστά στην ευρύτερη εικόνα που προσφέρει ο Τζένλι, οι διαφορές μεταξύ των κρατών του Γκέθεν φαντάζουν αστείες.

Το αποκορύφωμα, ίσως, αυτής της γενικής ενωτικής ιδέας βρίσκεται στον «Πλανήτη Εξορίας». Γήινοι άποικοι έχουν εγκατασταθεί στον Βέρελ, οι κάτοικοι του οποίου βρίσκονται στη λίθινη εποχή. Αρχικά οι Γήινοι είναι βιολογικά «ξένοι» στον πλανήτη: δεν αρρωσταίνουν από τις αρρώστιες του, δεν αφομοιώνουν τις τροφές του χωρίς πρόσθετα ένζυμα, δε μπορούν να ζευγαρώσουν με ιθαγενείς. Οι δυο πληθυσμοί ζουν απομονωμένοι ο ένας απ’ τον άλλον πίσω από παραπετάσματα αμοιβαίων προκαταλήψεων, ώσπου τους ενώνει προσωρινά ένας κοινός εχθρός. Στην πορεία συμφιλιώνονται με την ιδέα της συνύπαρξης κι οι προκαταλήψεις σιγά-σιγά διαλύονται. Οι Γήινοι ανακαλύπτουν πως ο Βέρελ τους έχει αλλάξει βιολογικά: αρχίζουν να υποφέρουν από κάποιες μολύνσεις, χρειάζονται ένζυμα όλο και πιο σπάνια, ενώ γεννιούνται παιδιά-μιγάδες. Η μικτή ράτσα που προκύπτει τελικά επικρατεί. Οι διαφορές δεν ξεπερνιώνται απλά, εξαφανίζονται.

Τα παραπάνω παραδείγματα ανήκουν στο λεγόμενο «κύκλο του Χάιν», της ενότητας μυθιστορημάτων που εκτυλίσσονται στο περιβάλλον επιστημονικής φαντασίας της Λε Γκεν. Οι ίδιες ιδέες συναντιόνται όμως και στα «μεσαιωνικής φαντασίας» μυθιστορήματα του «κύκλου της Γεωθάλασσας». Χαρακτηριστικότερη περίπτωση αποτελεί ίσως το πρώτο βιβλίο της σειράς, «Ο μάγος του Αρχιπελάγους». Εκεί περιγράφεται η προσπάθεια του μάγου Γκεντ να επανορθώσει τις συνέπειες μιας παλιάς, καταστροφικής του πράξης, στην οποία οδηγήθηκε από έπαρση. Η μόνη λύση είναι να αποδεχτεί την κακή του πλευρά, τη «σκιά» του που τώρα τον καταδιώκει, να ενωθεί μαζί της και να γίνει έτσι «πλήρης». Ενώ τα όρια μεταξύ «καλής πράξης» και «κακής πράξης» μπορεί να πει κανείς ότι είναι σχετικώς καλά ορισμένα, το μυθιστόρημα μας αφήνει να αναρωτιόμαστε αν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ «καλού ανθρώπου» και «κακού ανθρώπου». Πόσο «καλός» είναι κάποιος που δεν αναγνωρίζει ότι είναι «κακός»; Μήπως πιο «καλός» είναι εκείνος που δέχεται την «κακή» του πλευρά και την ελέγχει, αντί να την αρνείται;

Ανέφερα διαφορετικά μυθιστορήματα, με ετερόκλητους χαρακτήρες και υποθέσεις με χαλαρή έως καθόλου σύνδεση μεταξύ τους. Όλα διαπνέονται από την ίδια ιδέα της υπέρβασης των διαφορών και της ανάδειξης των κοινών και των ομοιοτήτων. Αυτή τη λειτουργία, όμως, η Λε Γκεν δεν την αφήνει μόνο στο επίπεδο της υπόθεσης του μυθιστορήματος. Την περνάει με μεγάλη μαστοριά, διασκεδαστικά κάποτε, και στο επίπεδο της αφήγησης, χρησιμοποιώντας διάφορα συνηθισμένα στερεότυπα - από την ανάποδη όμως.

Ανατρέποντας όποιο στερεότυπο τολμήσει να βρεθεί μπροστά της, καταφέρνει να διακωμωδεί, να υποσκάπτει και να ακυρώνει τα συνηθισμένα μας κριτήρια διακρίσεων. Στο «Μάγο του Αρχιπελάγους» περνάνε αρκετές σελίδες, συμβαίνουν διάφορα κι έχουμε ήδη αρχίσει να ταυτιζόμαστε με τον Γκεντ, όταν αίφνης ανακαλύπτουμε ότι είναι μαύρος. Οι «πολιτισμένοι» λαοί της Γεωθάλασσας είναι όλοι μαύροι ενώ, αντίθετα, η «πολεμοχαρής και βάρβαρη» φυλή των Κάργκων αποτελείται από λευκούς. Στην Ανάρες του «Αναρχικού», ομοφυλοφιλία και αμφιφυλοφιλία δε θεωρούνται παρεκκλίσεις ούτε κρύβονται. Στο ίδιο βιβλίο, ένας επιστήμονας του ανδροκρατούμενου Γιουράς εκθειάζει στον Σεβέκ το έργο ενός άλλου επιστήμονα της Ανάρες και πέφτει από τα σύννεφα όταν μαθαίνει πως πρόκειται για γυναίκα. Στον Γκέθεν των ερμαφρόδιτων θεωρείται φυσιολογικό όσοι είναι σε «περίοδο», και άρα επείγονται για σεξ, να μαζεύονται σε ειδικά δημόσια «σπίτια» που διευκολύνουν τη συνεύρεση ακόμα και αγνώστων.

Σε ένα τρίτο επίπεδο, η Λε Γκεν αρέσκεται στο να αντιστρέφει το νόημα συνηθισμένων χειρονομιών και σωματικών κινήσεων: η κίνηση του κεφαλιού πάνω-κάτω μπορεί να σημαίνει άρνηση, δεξιά-αριστερά αμηχανία, ενώ το ανασήκωμα των ώμων κατάφαση. Την αρχική θυμηδία του ανυποψίαστου αναγνώστη διαδέχεται ο προβληματισμός γιατί μία συγκεκριμμένη χειρονομία να σημαίνει αυτό κι όχι το άλλο, και η διαπίστωση ότι οι συμβάσεις δεν αλλάζουν την ουσία.

Το αποτέλεσμα είναι πως το μήνυμα περνάει με σαφήνεια: δεν είμαστε «μαύροι» κι «άσπροι», «ομοφυλόφιλοι» κι «ετεροφυλόφιλοι», «γυναίκες» και «άντρες», είμαστε όλοι άνθρωποι. «Εμείς» θα μπορούσαμε να είμαστε οι «άλλοι» άρα, όσες διαφορές κι αν νομίζουμε ότι βλέπουμε, είμαστε ίσοι. Μπορεί να ξεκίνησε από την Αμερική των μέσων του ’60, στην οποία το φεμινιστικό κίνημα και το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων προκαλούσαν δυσπεψία, αλλά η συγγραφέας κλείνει πονηρά το μάτι ακόμα και στο σημερινό αναγνώστη και τον προκαλεί. Αντιστρέφοντας αναμενόμενους συσχετισμούς, η Λε Γκεν φέρνει στην επιφάνεια το «αναμενόμενο» επισημαίνοντάς το και οδηγώντας στην αμφισβήτησή του.

Η αναφορά στο φεμινισμό πιο πάνω δεν είναι τυχαία. Η Λε Γκεν είναι, κατά δική της δήλωση, φεμινίστρια. Ίσως μάλιστα η όλη διάθεσή της εναντίον των στερεοτύπων στα γραπτά της που αναφέρονται πιο πάνω (όλα μεταξύ 1966 και 1974) να πηγάζει από την επιθυμία της να γελοιοποιήσει την όποια διάθεση προκατάληψης εναντίον των γυναικών - αυτό όμως παραμένει μια υπόθεση. Σ’αυτά τα μυθιστορήματα η «φεμινιστική πτυχή» είναι ήπια αλλά πανταχού παρούσα: διακωμώδηση στερεοτύπων κυρίως, και επιλογή γυναικών για ρόλους «μη παραδοσιακούς». Στα 1990 έρχεται όμως μια εξαίρεση άξια προσοχής.

Τα τρία πρώτα βιβλία του «κύκλου της Γεωθάλασσας» γράφτηκαν μεταξύ 1968 και 1974. Μεταξύ τους υπάρχει αλληλουχία χρονική και νοηματική, μια εσωτερική συνέπεια που κάνει το ένα συνέχεια του άλλου. Η Λε Γκεν έγραψε πως «ήξερε από τότε ότι έπρεπε να υπάρξει ένα τέταρτο βιβλίο». Δεν το έγραψε πριν το 1990. Στα τρία πρώτα («Ο μάγος του Αρχιπελάγους», «Οι τάφοι του Ατουάν» και «Η πιο μακρυνή ακτή») οι κύριοι χαρακτήρες, ή τουλάχιστον οι χαρακτήρες που έχουν την πρωτοβουλία κινήσεων, είναι άντρες. Το «Τεχανού», το τέταρτο βιβλίο, έρχεται μετά απ’ όλ’ αυτά να χτυπήσει ανελέητα.

Στο «Τεχανού» βλέπουμε για πρώτη φορά στη «Γεωθάλασσα» μαστρωπείες, κακοποίηση ανηλίκου, επιθέσεις με στόχο το βιασμό. Ο κόσμος έχει γίνει πιο βίαιος, αντανακλώντας τις διαφορετικές ανοχές στη βία που είχε το κοινό της δεκαετίας ’90 σε σχέση με το κοινό των δεκαετιών ’60 κι ’70. Για πρώτη φορά, επίσης, έρχονται αντιμέτωποι σε τέτοιο βαθμό ο Άντρας με τη Γυναίκα, ή καλύτερα η «αντρική εξουσία» με τη «γυναικεία δύναμη». Η Λε Γκεν θεωρεί ίσως ότι δε χρειάζεται πια να μασάει τα λόγια της. Ο πρώην μάγος Γκεντ περιορίζεται σε βοηθητικό ρόλο. Οι κύριοι χαρακτήρες είναι όλοι γυναίκες μαχόμενες και θριαμβεύουσες, σε μια κοινωνία φτιαγμένη από άντρες για άντρες. Είναι ενδιαφέρον όμως ότι η νίκη δεν έρχεται επειδή είναι δυνατότερες, αλλά επειδή είναι διαφορετικές. Δεν παίζουν με τους κανόνες, τους αλλάζουν. Στο τέλος του βιβλίου ο Γκεντ και η Τενάρ, η βασική ηρωίδα, στέκονται μπροστά σε ένα δράκο. «Όποιος άντρας δει δράκο κατάματα αιχμαλωτίζεται», όπως ξέρουν κι οι δυο. Ο Γκεντ κοιτάει αλλού, η Τενάρ όμως κοιτάζει στα μάτια του δράκου εσκεμμένα και χωρίς το παραμικρό πρόβλημα: η Τενάρ δεν είναι άντρας. Στο τέλος του βιβλίου εκείνη και ο Γκεντ «ζουν καλά κι εμείς καλύτερα», αλλά αυτό δεν της αφαιρεί την αυτονομία και την προσωπικότητά της, δεν την κάνει ίδια με τις περισσότερες γυναίκες των προηγούμενων τριών βιβλίων. Το δικαίωμα στην ανεξαρτησία δε σημαίνει καταδίκη στη μοναξιά. Η Τενάρ έχει πλέον ανέβει στο επίπεδο του Γκεντ και οι ισορροπίες μεταξύ των χαρακτήρων έχουν αποκατασταθεί στην πράξη.

Ελπίζω τα παραπάνω, όσο επιφανειακά κι αν αγγίζουν το έργο της, να αρκούν για να δείξουν ότι η Ούρσουλα Λε Γκεν είναι μια συγγραφέας που αξίζει να διαβαστεί. Έχει μεταφραστεί αρκετά στα Ελληνικά ώστε να έχουμε την ευκαιρία να την προσέξουμε. Οι λάτρεις της επιστημονικής ή της «μεσαιωνικής» φαντασίας, όσοι δεν την ξέρουν ήδη, θα την αγαπήσουν. Ακόμα όμως κι όσοι είναι συνήθως σκεπτικοί για το συγκεκριμμένο λογοτεχνικό είδος, αξίζει να κάνουν μια προσπάθεια. Στα βιβλία της Λε Γκεν βρίσκει κανείς πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα ίσως υπονοούν το εξώφυλλο και η ταξινόμηση των βιβλιοπωλείων.

 

 

Προτάσεις:

·        A wizard of Earthsea, 1968

            «Ο μάγος του Αρχιπελάγους», εκδ. ΤΡΙΤΩΝ

·        The tombs of Atuan, 1972

            «Οι τάφοι του Ατουάν», εκδ. ΤΡΙΤΩΝ

·        The farthest shore, 1974

            «Η πιο μακρινή ακτή», εκδ. ΤΡΙΤΩΝ

·        Tehanu, 1990

            «Τεχανού», εκδ. ΤΡΙΤΩΝ

·        The left hand of darkness,1969

            «Το αριστερό χέρι του σκότους», εκδ. ΩΡΟΡΑ 1990

            «Το αριστερό χέρι του σκοταδιού», εκδ. PARSEK 2000

·        Planet of exile,1966

            «Ο πλανήτης της εξορίας», εκδ. PRINTA

·        The dispossessed,1974

            «Ο αναρχικός των δυο κόσμων», εκδ. PARSEK 1994

 

Αντώνης Ζερβός για το www.elogos.gr