Αθενάκη Δήμητρα
Γεννήθηκα το 1966. Έγραφα πάντα προσπαθώντας να ξεράσω στο χαρτί ότι με βασάνιζε και πονούσε. Έξορκιζα έτσι το κακό όταν δεν ήταν δίπλα μου οι κολλητές μου να με σώσουν. Αργότερα έμαθα και να διασκεδάζω με αυτόν τον τρόπο. Σπούδασα Μηχανικός Παραγωγής & Διοίκησης στα Χανιά. Από την ίδια σχολή πήρα και το Μάστερ. Κατέληξα μητέρα δυο πανέρμορφων παιδιών να δηλώνω μόνιμη κάτοικος Χανίων. Τί καταλάβατε τώρα για μένα; Θα μπορούσα σε μια παράγραφο να με χωρέσω ολόκληρη; Ποτέ και δεν φταίνε γι' αυτό οι φυσικές διαστάσεις μου! Ισως κάπου μέσα από τις λέξεις να συναντηθούμε, να γνωριστούμε στο μέρος που εμείς δημιουργούμε. Ίσως...
Οι πλαστικές σακούλες
Πρακτορείο λεωφορείων. Κόσμος πολύς κι ας είναι σχεδόν αξημέρωτα ακόμη, κανένας δεν είναι φρέσκος. Ίσως φταίει ο φωτισμός και οι αντανακλάσεις πάνω στις δερμάτινες καρέκλες. Είναι αρχές Δεκέμβρη κι ο μέσος όρος ηλικίας υπερβαίνει τα 50. Μια τραγιάσκα που και που σπάει την μονοτονία των φαρδιών μετώπων. Όλοι περιμένουν. Τουλάχιστον το λεωφορείο. Είναι και μερικοί που δεν περιμένουν τίποτα πια, που τους αρέσουν τα πολυσύχναστα μέρη, αναζητώντας μια μισοφαγωμένη τυρόπιτα ή κανένα παρατημένο μπουκάλι γάλα από κάποιο βιαστικό επιβάτη.
Αποχρώσεις του γκρι και καφέ κυριαρχούν σε αυτή την αίθουσα αναμονής. Τα ίδια χρώματα βρίσκεις και στα πρόσωπα. Ίσως από τη θλίψη για τα νιάτα που χάθηκαν ανεπίστρεπτα. Οι καπνοί, η έντονη μυρωδιά από τον βουλωμένο υπόνομο στις τουαλέτες, η λίγδα και η βρωμιά μου ανακατεύουν το στομάχι. Ίσως και να είναι η μιζέρια.
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους συνήθως μου αρέσουν όταν ο υπόλοιπος χώρος λούζεται από χρώματα. Μα εδώ μοιάζουν με απαγορευτικά τοπία, διαφήμιση του αδύνατου. Δεν τρυπούν τους τοίχους αλλά αντίθετα τους φέρνουν προς τα μέσα. Σε κλείνουν ασφυκτικά χωρίς την διέξοδο του ονείρου ή έστω της ανάμνησης.
Κάποια βλέμματα σταματημένα πάνω μου. Δεν φταίει το συγκριτικά νεαρό της ηλικίας. Πάω στοίχημα πως είναι το κίτρινο πανωφόρι μου που αιχμαλωτίζει τη ματιά τους. Τους υπνωτίζει θαρρείς. Μέλισσες ζαλισμένες από το έντονο χρώμα. Ίσως και το τετράδιό μου. Με διαχωρίζει. Όχι μόνο γιατί δεν καπνίζω, δεν καθαρίζω την μύτη μου με το δάχτυλό μου, δεν έχω αυτό το βλέμμα που δεν έχει πια πολλά να περιμένει. Με διαχωρίζει γιατί... Ποιος ξέρει. Ίσως και να μην είναι έτσι. Ευσεβείς πόθοι και τίποτα άλλο. Δεν θα άντεχα την ταύτιση.
Απέναντί μου, δίπλα στη μαύρη τραγιάσκα, μια μαύρη μαντίλα κι ένα πρόσωπο που κουρνιάζει μέσα της σκαμμένο από χιλιάδες ρυτίδες. Χείλη που από τις σούφρες εξαφανίστηκαν, γίνηκαν γραμμές για να εναρμονιστούν με την υπόλοιπη αρχιτεκτονική του προσώπου. Όλο εσοχές, ρωγμές και σκαψίματα. Πόρτα του κτιρίου ισχνή και οριζόντια άνοιξε. Φωνή που είχε κάτι από δόνηση μετασεισμική ακούστηκε:
-Τι ώρα είναι;
Δεν ξέρω τι ώρα είναι. Ξέρω μονάχα πως κοντεύει. Η ώρα των βαρυσήμαντων αποφάσεων. Η επιλογή του φορτίου. Και σε όλα τα πόδια μπροστά σακούλες. Παλιές πλαστικές σακούλες, χωρίς ίσως διαφημίσεις σταμπαρισμένες επάνω τους, απρόσωπες. Κάτι η σύνταξη που είναι λίγη, κάτι η μόδα και η τεχνολογία που δεν φτάνουν ως εδώ ούτε και μέσα από την τηλεόραση. Πάντα κάτι κουβαλούν. Λίγα κουκιά, είπε ο ένας, κρίθινες κουλούρες κι ένα μπουκάλι ρακί είπε κάποιος άλλος. Το κατιτί τους. Από το χωριό στο παιδί στην πόλη. Να φάει και κάτι σπιτικό. Και πάλι πίσω. Εκεί που ξοδεύτηκε μια ζωή. Η δική τους. Κανένα ρουχαλάκι, τίποτα φάρμακα, τις γυρίζουν πίσω γεμάτες. Που και που βλέπεις και μερικές που μοιάζουν δερμάτινες. Όλες σχεδόν τετράγωνες με φερμουάρ που κλείνει από πάνω. Μα κι αυτές έχουν πάνω τους ζωγραφισμένη την φθορά που ο χρόνος και η χρήση άφησε. Όμοια με τα αφεντικά τους.
- Οι επιβάτες για Βρύσες, Ρέθυμνο, Ηράκλειο παρακαλούνται να επιβιβαστούν στο λεωφορείο νούμερο 72.
Οι σακούλες μια μια μπαίνουν μέσα στο λεωφορείο, γεμίζουν τον διάδρομο, τα καθίσματα. Μπορώ να τους δω ολοκάθαρα σα μπαίνουν μέσα στο κρύο σπιτικό τους, να τακτοποιούν το περιεχόμενο και διπλώνοντάς τες με προσοχή να τις τοποθετούν στο συρτάρι ή σε κάποιο ντουλάπι για την επόμενη φορά που θα πάνε στο παιδί. Μέσα σε αυτούς είναι κι εκείνοι που δεν μπορούν το ταξίδι. Που μένουν πάντα πίσω. Με τη σόμπα σβηστή από οικονομία ή από συνήθεια. Με το δικό τους συρτάρι γεμάτο σακούλες ορφανεμένες. Με την δική τους ψυχή γεμάτη έγνοια για τον εγγονό στα ξένα, όπου τίποτα δεν μπορεί να τον φτάσει παρά μονάχα η σκέψη.
“Το ξενάκι μου” έλεγε η γιαγιά και με έσφιγγε στην αγκαλιά της. Κι ας μην με αναγνώριζε τον τελευταίο καιρό. Κι ας ρωτούσε ποια είναι η κοπέλα όταν με πρωταντίκρυζε. Η θεία της έλεγε. Και εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη ή αμφιβολία άνοιγε πάντα μια διάπλατη αγκαλιά για να χωρέσει όλη την μακρόχρονη απουσία μου. Περισσότερο με ένιωθε παρά με έβλεπε.
Με έσπρωχνε για λίγο μακριά, μια φευγαλέα ματιά για την ιδέα και μόνο, για να με ξαναδεχτεί αμέσως μετά. Να ζεστάνει και το άλλο μάγουλο. Έφτιαχνε αμέσως τη μαντίλα σαν η συγκίνηση να την είχε τσαλακώσει. Το τραπέζι στρωνόταν με μιας. Πάνω από τις πλαστικές σακούλες το τραπεζομάντιλο έβγαινε από το συρτάρι κι έντυνε ένα παλιό και χιλιογδαρμένο τραπέζι που αποκτούσε ένα γιορτινό χαμόγελο καλωσορίσματος. Καθόταν δίπλα μου. Και ήταν πάντα εκείνες οι δύο ερωτήσεις που έφερναν ένα κόμπο στο λαιμό μου και δυο δάκρυα που τα έπνιγε η περηφάνια και ο σεβασμός. “Τρως καλά παιδί μου εκεί στην ξενιτιά;” Λες και τα Χανιά ήταν στην άλλη άκρη του κόσμου. “Ναι, γιαγιά. Μαγειρεύω κιόλας.” Και η γιαγιά χαμογελούσε ευχαριστημένη. Μέχρι που μια άλλη ανησυχία συννέφιαζε την ματιά της. “Έχει κρύο εκεί; Να ντύνεσαι καλά. Να μην κρυώσεις.” Τότε ήταν που το φαγητό με έτρωγε αντί να το τρώω. “Και τα γράμματα πως πάνε;” Ποτέ δεν ξεχνούσε πως ήμουν φοιτήτρια. Ήταν περήφανη γι' αυτό. Αναγκαζόμουν να φωνάζω. Η ακοή της είχε αδυνατίσει απελπιστικά. Καμιά φορά την καταλάβαινα που ερχόταν όχι από τα βήματα που έσερνε αλλά από το σφύριγμα του απορυθμισμένου ακουστικού που κουβαλούσε τις ελπίδες της για επικοινωνία. “Έχεις φίλους καλούς; Να προσέχεις τις παρέες σου παιδί μου. Ο πιο πολύτιμος θησαυρός. Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι λένε. Μπορεί να σε επηρεάσουν. Να τους διαλέγεις.” Ένιωθα ευτυχισμένη, αγκαλιασμένη. Μια τρυφερή αγκαλιά με προστάτευε από τους κακούς. Ένα ανάλαφρο αγαπημένο χάδι με σκέπαζε τη νύχτα και έμενε δίπλα μου για να προσέχει τα όνειρά μου μέχρι την αυγή.
Δεν ήταν μόνο η ακοή που έφευγε. Μαζί και η μνήμη. Έμενε μόνο η έγνοια. Την άλλη μέρα οι ίδιες ερωτήσεις. Με την ίδια πάντα σειρά. Κι ερχόταν η ντροπή για την κούραση που η επανάληψη έφερνε.
Στο πρόσωπό της έβλεπα τον πιο προοδευτικό σύμμαχο. “Πρώτα τα γράμματα παιδί μου. Ύστερα η δουλειά. Να είσαι ανεξάρτητη. Κι έχει ο θεός για το παλικάρι. Η ομορφιά φεύγει. Να είναι καλός. Να σ' αγαπά παιδί μου.” Αχ, γιαγιά να μπορούσα να σου ανοίξω την καρδιά μου. Να σου δείξω τις πληγές πάνω στο χρησιμοποιημένο κορμί μου και να κλάψουμε μαζί για την παρθενιά της ψυχής που χάθηκε. Με την αγάπη σου γιαγιά γέμιζες τα χέρια μου με δώρα. Σμύρνα, χρυσό και λιβάνι για το παλικάρι. Έσβηνες τα σημάδια από το κορμί μου, με επούλωνες και με έντυνες νυφούλα.
Λίγες οι μέρες που έμενα. Δεν άντεχα το παραπάνω. Γεμάτη φούρια έτρεχε πάνω κάτω να ετοιμάσει το δέμα. Το συρτάρι με τις πλαστικές σακούλες άνοιγε και η φύλαξή τους δικαιωνόταν. Γινόταν προέκταση της φροντίδας της, ίσως ακόμα και της ίδιας της παρουσίας.
Μόνο που αυτή τη φορά γιαγιά θα σε βρω στο νοσοκομείο. Σπασμένο το πόδι. Θρυμματισμένο το λογικό. Μονάχα η έγνοια απόμεινε. Σ' ένα θάλαμο με αγνώστους να ανησυχείς που δεν φοράς την κυλόττα σου. Δεν είναι το πόδι που πονά. Είναι που σου πήραν τη μαντίλα. Είναι που δεν θα έχεις τις σακούλες για να μου δόσεις κάτι από σένα. Λες και η αγάπη δεν θα ήταν ποτέ αρκετή. Είναι που τώρα γιαγιά μετά το φιλί σου, μετά την ερώτηση “τρως καλά παιδί μου στην ξενιτιά;” δεν θα με θυμάσαι γιαγιά. Θα αναρωτιέσαι ποια είναι αυτή η κοπέλα. Η αγκαλιά δεν θα ανοίγει. Σ' έναν άλλο κόσμο τώρα πια. Πήρες και την αγάπη σου μαζί. Αφήνεις τα χέρια μου άδεια, τα όνειρά μου απροστάτευτα, το παλικάρι δεν φαίνεται και κανείς δεν με ντύνει νυφούλα.
Τώρα θα έπαιρνα την σακούλα γεμάτη σκουπίδια. Πρόσεξες την σπατάλη; Κάποτε τα σκουπίδια ήταν λιγότερα. Όχι γιατί οι άνθρωποι ήταν λιγότεροι αλλά γιατί είχαν καλύτερη αίσθηση της οικονομίας. Δεν περίμεναν να ικανοποιηθούν μέσα από την αλλαγή. Τα πράγματα είχαν αξία. Σε συντρόφευαν. Όπως και οι άνθρωποι. Τώρα οι άνθρωποι χάθηκαν. Μαζί και οι αξίες. Κι αυτοί που δεν χάθηκαν μίκρυναν. Όπως εσύ γιαγιά. Έκανες το κρεβάτι να μοιάζει τόσο μεγάλο. Έμεινες μια σταλιά. Δεν μου φάνηκε παράξενο το σπάσιμο του ποδιού. Τόσο εύθραυστη θα μπορούσες να είχες γίνει κομμάτια.
Τα σκουπίδια απλώνονται παντού μέσα και έξω από την αίθουσα αναμονής. Ψάχνω για ένα δοχείο απορριμμάτων. Είναι γεμάτο. Αφήνω το άδειο κουτί της πορτοκαλάδας στο πεζοδρόμιο.
- Παρακαλούνται οι επιβάτες για Χανιά να επιβιβαστούν στο λεωφορείο που έρχεται. Θα φύγει αμέσως.
Μαζί του θα φύγω κι εγώ. Κουρασμένη, απογοητευμένη, με τα χέρια άδεια από σακούλες, από δώρα για το παλικάρι. Και να' ταν άδεια μόνο τα χέρια. Αυτό το κενό μέσα στην καρδιά μου πως θα το γεμίσω;