Φαιάκος Κώστας 

 

    Ο Κώστας Φαιάκος γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα. Τις εντυπώσεις της νεανικής ζωής τις αποκόμισε από τα σχολεία της Αθήνας και την ελληνική ύπαιθρο της Κρήτης και Πελλοπονήσου. Πολλές από τις εμπειρίες αυτές ενσαρκώνονται στην παρούσα ποιητική περιπλάνηση. Aκολούθησε μιά μακρά πορεία σπουδών σε τρία πανεπιστήμια της Αγγλίας και Γερμανίας, καθώς και μιά μακρά αναζήτηση της θρησκευτικής αλήθειας (και της αλήθειας εν γένει). Στις σπουδές του περιλαμβάνονται οι γενικότεροι τομείς των μαθηματικών, ψυχολογίας και μουσικής. Διδάσκει ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο πολυτεχνείο της Κολωνίας.


 

 

Μικρή κοσμολογία

 

 

Xτυπάει το μπόντζι τ’ ουρανού

το κύμα σπαρταράει

βγαίνει ψηλά μέχρι την κουπαστή των αστεριών

και φυσά ο γέρο-γαλαξίας.

Ορτσάρουν οι μέρες τ’ Αύγουστου

μέσα στα ημερομήνια

 

Τ’ αστέρια δευτερόπρυμα πλέουν μέσ’ στα μπουρίνια

κι ο τιμονιέρης διπλοζώνεται
τον πολικό αστέρα

τα χρυσοποίκιλτα πανιά γεμίζει με αγέρα

άγρυπνος στο δοιάκι του στο λιγοστό το φώς

φορτίο τα αστέρια του, του ποιητή το βιός.

 

Τ’ αστέρια πρόσεξε τα μικρά μη λυπήσεις

ταίρια της νύχτας να γενούν ν’ αφήσεις

δώσ’ τους χαρά από την χώρα της μυρτιάς

δώσ’ τους νερό κρυστάλλινης σταλαγματιάς

χώρισε τα κύματα άφοβα να περνούν

άνοιξε τα σύννεφα τ’ αστέρια να φανούν.

 

Κοίτα πως φέγγουν λαμπερά

πως άρματα φτιάχνουν τρομερά

ήρωες φτιάχνουν και γεννάνε

τοξότες που θα κυνηγάνε

και τότε θ’ ανάσσουν στο σκοτάδι

αρμάδα τ’ ουρανού στον Άδη.

 

Σε πορείες βόρειες θα πλέουν και κύκλους

στης καρδιάς τ’ ουρανού και του κόσμου τους κτύπους

αιώνια κι ατάραχα χωρίς να λιγοθυμούν

φώτα αμάραντα σαν επιθυμούν

και στην εκλιπτική τροχιά τους θα τρέξουν

αυτά τα μικρά αστέρια θ’ αντέξουν.

 


 

 

Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου

                                                                                 Miles Davis “My funny Valentine“

 

 

Βράδυ στο κέντρο της πόλης

φώς και βοή που βγαίνουν απ’ την γή

περπατώ στον δρόμο, ο ουρανός θαμπωμένος

κρύα βήματα σπάζουν το κρυστάλλινο πέπλο της νύχτας

 

Βία στο κέντρο της πόλης

ανθρωποκυνηγητό και στρίγγλισμα των τροχών

πιό γρήγορα από τη σφαίρα ακολουθεί το σκοτάδι

και το μίσος στα μισοφωτισμένα πρόσωπα

 

Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου

ότι θα παίζει το πιάνο νότες τριανταφυλλένιες

ότι θα ακουστεί η φωνή της τρομπέτας

ότι θ’ απλωθεί η ησυχία στον γκριζοκίτρινο δρόμο

 

Τότε η νύχτα δάκρυσε

και γέμισε με πολύχρωμους στρατηλάτες

κοιτούσαν από ψηλά, από μακρυά

και κρυφάκουγαν την μουσική

 

Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου

ότι θα σταθούν αμίλητοι οι μανιασμένοι άνθρωποι

ότι θα γυρίσουν να δούν με κατεβασμένα τα χέρια

τις μακρόστενες σκιές τους να πηγάζουν απ’ την μουσική

 

 


 

 

Αθήνα 1990

 

 

Εργοστάσια και σπίτια στη σειρά

τα μεν απέναντι στα δε, στην ίδια σκόνη

στον δρόμο τρέχουνε και χάνονται νερά

ένα τρυπάνι απόμερα τρίζει σαν το τριζόνι.

 

Μια σειρήνα γυροφέρνει την κραυγή της

στους ιξώδεις δρόμους της Αθήνας

και η μέρα ξημερώνει την αυγή της

με συντροφιά την μελωδία μιας σουρτίνας.

 

Ζέστη, καυτός άνεμος και μετά

ένας ήλιος στην καρδιά μιας άπνοιας.

Με βαριά φτερά μοναχικό πουλί πετά

σαν νά ’χει και αυτό επίγνωση της άγνοιας.

 

Το σίδερο και το ξύλο γίνονται ένα

μισολειώνουν και ιδρώνουν

μέσα σε υπόγεια παλιά και σκονισμένα

σκοτεινά χώλ παραγωγής σε ζώνουν.

 

Μέσα ακούγονται τα μηχανήματα

παλιές εξηντάχρονες πρέσσες,

αργαλειά που πλέκουνε τα νήματα

τυπογραφεία και των τεχνιτών οι φρέζες.

 

Όμως και καινούργια του ’90 αδράχτια

που όλα δουλεύουν αγκομαχώντας

σαν να πίνουν στάλα-στάλα

ηλεκτρισμό από το δίκτυο αντλώντας.

 

Αγκομαχά πλέον και η μητέρα γή

στεγνώνει το πρόσωπό της

κι ο στεναγμός της ειν’ κραυγή

φωτιά ο πυρετός της.

 


 

 

Φεγγαρολούλουδο


(Άφρακτοι οι ορίζοντες, στα πέλαγα ένας λύχνος
μικρό λουλούδι τ’ ουρανού, μικρή φωνή της νύχτας)

Γνωρίζω ένα εργαστήρι, ένα χωριό, μιά πόλη
τον ζυγό μιάς χώρας, μιά γλυκιά πατρίδα
με ρίζες μυστικές στου χρόνου τα πελάγη
μιά θάλασσα, μιά ηλιοπότιστη γή, μιά νησίδα.

Καταμεσής της θάλασσας μέ ήλιο τυλιγμένα
τα ’χει τα βουνά, τα σπίτια χαλκευμένα
κι άσπροι γέροντες με τ’ ουρανού τη ζάλη
να άδουν τα αιώνια και των κυμάτων πάλη.

Στον αιθέρα μέσα του όπλου ο στεναγμός
και στη γή φωτιά και θειαφιού καπνός
στα δωμάτια σύσσωμοι να ακούν το ποιήμα
του καιρού φωνή και του νού τη ρίμα.

Της οργής βουνά πέσαν γιά να σε θάψουν
και οι ποταμοί το αίμα να το κάψουν
μα η ευχή μας θύμισε στου ουρανού τ’ αδέλφια
στον ήλιο, στο στερέωμα, στα φιλντισένια ντέφια.

Το πρόσωπο του φεγγαριού, ψηλά που το προσμένω
μέσ’ στο μετάξι τ’ ουρανού το καλοδουλεμένο
απ’ το εργαστήρι των δρυμών, τη γή των αλαβάστρων
στ’ ανέμου το αέτωμα, στο πέρασμα των άστρων.

Γνωρίζω έναν γλυκύ καρπό, του ήλιου περιβόλι
που έχει για ρόγα την δροσιά για κλήμα την αχτίδα
φώς, πολιτεία, εορτή κι όλου του κόσμου σχόλη
και σαν τα ρούσια χώματα ολόχρονη ελπίδα.

Γνωρίζω τις εφτά στεριές και τα εφτά φεγγάρια
τα θαλερά, πεντάγνωμα, χιλιοτραγουδισμένα
γνωρίζω και εφτά ψυχές, του νού κρυφά φανάρια
και ένα φεγγαρολούλουδο γνώρισε αυτό εμένα.

Τα στήθη της μου έδινε σ’ αέτωμα αρχαίο
ψηλότερα απ’ τις τιμές και τους ψηλούς ελίτες
τους πόνους μου ν’ αλάφρωνα πίκρες πιά να μην κλαίω
μοίραζε τα λουλούδια της προς τους πιστούς τεχνίτες.