Ανδρέας Κυπριανού
Γεννήθηκα στις 13 Δεκεμβρίου του 1971 στην Αμμόχωστο. Η Ελληνική γλώσσα με μαγεύει και με τραβάει σαν μαγνήτης... όλο και πιο βαθειά. Σαν ο βυθός τον δύτη. Το μόνο πράγμα που εύχομαι για μένα είναι να δω το νησί μου ελεύθερο. Τίποτα άλλο. Τα άλλα έρχονται από μόνα τους. Μάλλον τα έχω ήδη.
Το Νούμερο Ένα
Άρχισε να απλώνει ο ήλιος το φως του, χώρισε για ακόμη μια φορά τη Γη από τον Ουρανό… τους αιώνιους εραστές. Τους αφήνει μόνους το βράδυ και αυτοί σμίγουν στο ολονύκτιο ερωτικό παιγνίδι μέχρι αυτός να εμφανιστεί, λαμπερός, απειλητικός, κουρασμένος από τη μοίρα του να δίνει το γύρο της γης και να βλέπει τα δεινά των θνητών.
Έτσι και αυτό το πρωί ξεπρόβαλε σε τούτο το μικρό τον τόπο, αργά στην αρχή, να μη σκιάξει τους ανθρώπους. Γνωρίζει πόσο αδύναμοι είναι. Άδραξε με τις πρώτες ηλιαχτίδες του τους δυο πρώτους λοφίσκους που ξεπρόβαλαν μπροστά του, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε να χάσκει ανάμεσα σε Πενταδάχτυλο και Τρόοδος. Γύρισε ο γερο-Καραβανάς το κεφάλι του κατά την ανατολή και μουρμούρισε:
-Πάλι θα μας κάψει σήμερα.
Εδώ και δύο μέρες δεν έκλεισε μάτι. Σαράντα ψυχές έχει χρεωθεί ο γερο-Καραβανάς. Έτσι τον αποκαλούσαν οι στρατιώτες του, κρυφά. Αυτός το ήξερε βέβαια και το διασκέδαζε, αλλά πάντα έκανε ότι θύμωνε όταν έπιανε κάποιον να τον αποκαλεί έτσι. Οι στρατιώτες του δεν τον είχαν δει ποτέ να γελά, έστω και να χαμογελάει. Πάντα σοβαρός, αυστηρός, που σε συνδυασμό με το μπόι και τη λεβέντικη μουστάκα του δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβήτηση αλλά ούτε και παρατυπία.
Θα ΄ταν δε θα ΄ταν τριάντα-πέντε ετών ο γερο-Καραβανάς. Η όψη του όμως και το ηλιοκαμένο, στοχαστικό του πρόσωπο έδειχναν έναν άντρα ψημένο και κάπως πρόωρα γερασμένο. Το βλέμμα του σβέλτο, αετίσιο, δεν άφηνε τίποτα να περάσει από μπροστά του έτσι απαρατήρητο και ας έκανε ότι δεν έβλεπε παρά μόνο μπροστά του.
Δέκα-πέντε χρόνια υπηρεσίας στην πατρίδα, δεν έδωσε το δικαίωμα να τον πιάσει στο στόμα του κανένας. Πάντα ακέραιος και καλός γνώστης της δουλειάς του. Καταγόταν από ένα μικρό χωριό της Ελλάδας που ίσως και να ανήκει πια σε αυτά τα ακατοίκητα, τα άσημα χωριουδάκια που όμως έβγαλαν ανθρώπους με τόσο μεγάλη καρδιά, πρέσβεις ιδανικών και ανιδιοτέλειας.
Άρχισαν και οι στρατιώτες να ξυπνάνε ένας-ένας. Αν έβλεπε κανείς με πόση στοργή, με πόση πικρία τους σκουντούσε για να ξυπνήσουν. Τους ακουμπούσε στοργικά στον ώμο, σα να χάιδευε μωρά και ας είχε να κάνει με ολόκληρους άντρες. Το σκοτάδι όμως, που απλωνόταν ακόμα μέσα στα ορύγματα τον κάλυπτε καλά, έτσι κανείς δεν είδε την έκφραση των ματιών του. Ήρθαν και οι πρώτοι προκεχωρημένοι σκοποί της νύκτας. Νυσταγμένοι και φοβισμένοι από την αναμονή του εχθρού. Τα μάτια τους κόκκινα από την ολονύκτια προσπάθεια να δουν στο σκοτάδι, αλλά και από την αγωνία να τελειώσει η σκοπιά τους χωρίς κανένα περιστατικό. Ήταν θα έλεγε κανείς σχεδόν χαρούμενοι την ώρα που αναφέρανε στους διμοιρίτες τους ότι όλα ήταν ήσυχα και σχεδόν ευτυχισμένοι όταν εντάχθηκαν με τους συναδέλφους τους πίσω στις ομάδες τους. Αυτό φαντάζει στα μάτια κάπως αλλόκοτο, αλλά είναι η ανθρώπινη αλήθεια. Ο άνθρωπος στη δύσκολη ώρα ανακαλεί τη φύση του και τείνει να ενταχθεί στο δικό του είδος, εκεί όπου νιώθει σιγουριά και τη ψευδαίσθηση της ασφάλειας της μάζας. Το έβλεπε αυτό ο Λοχαγός και το είχε πια συνηθίσει τόσα χρόνια στο στράτευμα. Ήξερε όμως πως η μοίρα του ηγήτορα τον όριζε να μην εντάσσεται ποτέ σ΄αυτή τη μάζα, γιατί ο ίδιος αυτός ηγήτορας πρέπει να οδηγήσει αυτούς τους ανθρώπους στη ζωή ή στο θάνατο.
Μια απέραντη γαλήνη απλωνόταν στον κάμπο. Μύριζε η υγραμένη αποκαλάμη και έκανε το Λοχαγό να πάρει μια-δυο γεμάτες αναπνοές. Θυμήθηκε όταν πρωτοήρθε στη Κύπρο πόση εντύπωση του είχε κάνει αυτή η μυρωδιά. Στο χωριουδάκι του, απ΄ όπου καταγόταν, δεν είχε μυρίσει ποτέ του τέτοια μυρωδιά που γαληνεύει την ψυχή και το μυαλό του ανθρώπου.
Αυτή η ησυχία όμως δεν ξεγελούσε τον έμπειρο Λοχαγό. Γνώριζε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό. Ήξερε ότι μετά από τη γαλήνη έρχεται η καταιγίδα. Πάνω σε αυτή τη σκέψη ένας μορφασμός οργής αυλάκωσε το τραχύ του πρόσωπο.
Οι στρατιώτες άρχισαν κιόλας να ξεχνούν πού βρίσκονται. Πείραζαν ο ένας τον άλλο, αστειεύονταν λες και δε συνέβαινε τίποτα. Έκανε να θυμώσει ο γερο-Καραβανάς… εδώ την είχε την κατσάδα. Οι στρατιώτες του, όταν τον έβλεπαν θυμωμένο, χάνονταν από μπροστά του, γινόταν θηρίο ανήμερο και μέσα στο θυμό του φάνταζε ακόμα πιο τραχύς και θεόρατος. Μετάνιωσε όμως. Θυμήθηκε αυτός στη δική τους ηλικία πώς ήταν. Μερικοί από τους φαντάρους του δεν ήταν ούτε καν δεκαεννέα χρονών. Άντρες στο κορμί και στο μπόι, μα παιδιά στο μυαλό και στους τρόπους.
Προσπάθησε να ακούσει τι λέγανε, έτσι… να ξεχάσει για λίγο και να βγάλει έστω και λίγο από τη μνήμη του αλλά και τη φαντασία του τη φρικτή μορφή του πολέμου και της δυστυχίας που πρόκειται να τον διαδεχθεί. Τι ειρωνικό αλήθεια. Σε όλη της την ιστορία η ανθρωπότητα κάνει πολέμους και πάντα τροπαιοφόρος νικητής στέκεται η δυστυχία, ακόμα και στους νικητές.
Άκουσε το Νικολή, το πειραχτήρι του λόχου, να αστειεύεται με το Γιώργη. Ο Γιώργης παντρεύτηκε πριν από ένα μήνα και φυσικά ο Νικολής δεν άφησε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη:
-Ρε Γιώργη, κανεί σε το τετράδιο να γράψεις γράμμα της γεναίκας σου, οξά να φκεις αναφοράν να αιτηθείς τζαι άλλον.*
Γέλασαν με αυτό οι υπόλοιποι στρατιώτες. Ακόμα και αυτοί που βρέθηκαν κάπως μακριά και δεν άκουσαν το πείραγμα του συναδέλφου τους, άφησαν αδύναμα τον εαυτό τους να συνεπαρθεί από το γέλιο των υπολοίπων.
Ο Γιώργης ήταν ο μορφωμένος του Λόχου. Ο “γραμματιζούμενος” όπως τον φώναζαν. Ήταν τελειωμένος καθηγητής φιλολογίας. Ο γερο-Καραβανάς του είχε ιδιαίτερη αδυναμία από τον καιρό της θητείας του. Κάθε Σάββατο τον έβγαζε να κάνει την καθιερωμένη ομιλία και διδακτική. Του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο ο Γιώργης ξετύλιγε τις λέξεις. Σαν να μη βγαίνανε από το στόμα του, αλλά από την ψυχή του. Ο γερο-Καραβανάς θαύμαζε τέτοιους ανθρώπους, γιατί ο ίδιος δεν μπορούσε να συνδυάσει δύο συνεχόμενες προτάσεις. Τα λόγια του ήταν κοφτά, στερούμενα από ωραιότητες και επίθετα. Πολλές φορές οι απαντήσεις του ήταν απότομες και μονολεκτικές. Οι φαντάροι όμως έμαθαν να τον ψυχολογούν και τις περισσότερες φορές ήξεραν την απάντηση πριν αυτός μιλήσει.
Ο Νικολής τώρα, αφού δεν πήρε καμιά “σοβαρής μορφής” απάντηση από το Γιώργη, στρέφεται τώρα προς τον Αγαθοκλή:
-Εν μου λαλείς ρε Αγαθοκλή, η τελευταία καταμέτρηση πληθυσμού με πόσα κοπελλούθκια σε ήβρεν;*
Πάλι απλώθηκε το γέλιο. Ομοιόμορφο και αρμονικό σαν να διευθυνόταν από τον καλύτερο μαέστρο. Ο Αγαθοκλής τον κοίταξε καλοκάγαθα και του χαμογέλασε αδελφικά. Το παιδί αυτό είχε το παρατσούκλι “Ρώσος”, ίσως λόγω του κοκκινωπού μαλλιού του και του όγκου του έμοιαζε με Ρώσο. Έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι. Αυτός είχε έξι παιδιά και ήταν μόνο τριάντα χρόνων. Πάνω σ΄αυτό πιάστηκε ο Νικολής να κάνει το πείραγμά του.
Του άρεσε του Λοχαγού το πείραγμα του Νικολή. Θυμήθηκε και τα δικά του παιδιά. Μένανε με τη μητέρα τους στη Λεμεσό μετά τη μετάθεσή του στη Κύπρο. Είχε ένα γιο και μια κόρη. Δεν τα χάρηκε, δεν τα χόρτασε ποτέ, αφού δεν τα έβλεπε παρά μόνο μια-δυο φορές τη βδομάδα.
Έβλεπε κι ο ήλιος τα καμώματα τούτα των θνητών. Του άρεσαν οι άνθρωποι τούτου εδώ του τόπου. Εκατοντάδες χρόνια τους βλέπει τώρα να μένουν εδώ, να δημιουργούν, να αγωνίζονται και να επιβιώνουν. Τους ακούει να μιλούνε πάντα την ίδια γλώσσα, ποτές δεν αλλάζει. Είναι πια σίγουρος πως αυτή η γλώσσα θα σβήσει μαζί του, αθάνατη μα μιλημένη από θνητούς. Θυμάται παλιά ο ήλιος όταν ήτανε και αυτός θεός και του πρόσφεραν θυσίες οι θνητοί για να τον εξευμενίσουν. Πιστοί ήτανε τότε οι κάτοικοι αυτού του τόπου. Πιστοί και τώρα στον αληθινό Θεό και δεν καταλαβαίνει κανείς, μα την αλήθεια, γιατί τους ταλαιπωρεί μ΄όλα αυτά τα δεινά.
Ακόμα και στα χαρακώματα βρήκαν το κουράγιο αυτά τα παιδιά να υμνήσουν τα αγαθά της ειρήνης: το γέλιο, τη χαρά και την ανεμελιά. Κατάφεραν να αποδιώξουν από το μυαλό τους τις φρικτές εικόνες που έπλασαν με τη φαντασία τους. Κανείς απ’΄αυτά τα παιδιά δεν είδε ποτέ τον πόλεμο. Μόνο ο γερο-Καραβανάς τον είχε ζήσει από κοντά. Ποτέ δεν επιχείρησε να περιγράψει τον πόλεμο – πώς περιγράφεις άλλωστε το δημιούργημα του διαβόλου; Πώς περιγράφει κανείς την κόλαση; Παιδί, είχε στο μυαλό του τον πόλεμο σαν μια αιώνια παρέλαση και ένα τόμο από ανδραγαθήματα των Ελλήνων. Τα βιβλία της ιστορίας ποτέ δεν του μίλησαν για σκοτωμούς, αίμα, χαμούς… Το τίμημα του πολέμου. Σαν Έλληνας αξιωματικός αισθανόταν περήφανος που υπηρετούσε την πατρίδα του, αλλά ήλπιζε να μην τον χρειαστεί ποτέ.
Το φως είχε απλωθεί για καλά. Οι στρατιώτες πήραν τις θέσεις τους όπως την προηγούμενη μέρα, διατάχθηκαν από τους επικεφαλείς τους. Αν βρισκόταν κανείς κάπου σε κάποιο κοντινό ύψωμα και τους έβλεπε, σίγουρα θα του θύμιζε σκακιέρα, με πιόνια τους ίδιους τους ανθρώπους, να περιμένουν ένα χέρι να τους κινήσει. Να κινήσει τις τύχες τους, το μέλλον τους. Να τους οδηγήσει σε κάποια νικηφόρα κίνηση ή στο περιθώριο της σκακιέρας.
Τα γέλια και τα πειράγματα κόπασαν πια. Να 'τανε το γνέψιμο και η θωριά του Λοχαγού; Να ΄τανε το εξαιρετικό ένστικτο που αναπτύσσει ο κάθε άνθρωπος σε τέτοιες στιγμές; Άγνωστο… Το μόνο σίγουρο ήτανε ότι ήξεραν και περίμεναν. Εξ ορισμού η χειρότερη στιγμή του πολέμου είναι η ίδια η πράξη του, όμως η πραγματική φρίκη είναι η αναμονή του.
Από το μαρτύριο της αναμονής φρόντισαν να τους απαλλάξουν πολύ σύντομα οι Τούρκοι. Πρώτα τους έβαλαν με το πυροβολικό, έπειτα με τους όλμους. Τίποτα πια δε θύμιζε το ωραίο καλοκαιριάτικο πρωινό που έζησαν πριν από λίγες μόνο στιγμές. Τώρα πια δεν ήξεραν αν αυτό που ζούσαν ήταν ένας εφιάλτης ή το ξύπνημα από ένα ωραίο όνειρο. Κραυγές πόνου και θανάτου αντηχούσαν στ΄αυτιά τους και κάθε φορά που έσκαγε κάποια οβίδα κοντά τους έψαχναν το κορμί τους ότι ήταν σώοι και αβλαβείς. Αυτή η πύρινη βροχή κράτησε για αρκετή ώρα. Πόση; Κανείς δεν κατάλαβε… εκατό, διακόσια χρόνια… δεν είχε καμιά σημασία. Αλλά τώρα έμοιαζε περισσότερο με τη σιγή του Άδη.
Τώρα ο γερο-Καραβανάς ήξερε τι θ΄ακολουθούσε. Ζήτησε μια γρήγορη αναφορά από τους διμοιρίτες του. Αυτή η αναφορά αντηχεί και θα αντηχεί ακόμα στ΄αυτιά τους για όλη τους τη ζωή, σε όλους όσους επέζησαν από εκείνη τη μάχη:
“Πρώτη Διμοιρία αναφέρω τρεις νεκροί, οκτώ τραυματίες”
“Δεύτερη Διμοιρία αναφέρω…”
Οι περισσότεροι έκλεισαν τ΄αυτιά τους να μην ακούνε, άλλοι και τα μάτια να μη βλέπουν τους διαμελισμένους συντρόφους τους που στιγμές προηγουμένως κάπνιζαν πλάι-πλάι και έκαναν σχέδια για το τι θα κάνουν όταν τελειώσει αυτό το κακό.
Ο γερο-Καραβανάς έδωσε τις διαταγές του σταθερά, οργανωμένα, χωρίς να δείξει την παραμικρή λιποψυχία. Ο Γιώργης όμως ήξερε τι ένιωθε ο Λοχαγός του. Ήξερε ότι η ψυχή του σπάραζε και ότι θα έδινε την ίδια του τη ζωή για να ζούσαν αυτοί οι στρατιώτες τώρα μαζί τους. Έκανε να κοιτάξει το Λοχαγό του κατάματα… Δεν τόλμησε όμως, τον άφησε να περάσει αυτή την οδύνη μόνος. Ο Λοχαγός επέζησε του κανονιοβολισμού, πέθανε όμως ψυχικά οκτώ φορές, όσοι και οι άντρες που σκοτώθηκαν. Έπρεπε όμως να απομακρύνει τις μαύρες σκέψεις και να ανακαλέσει τον εαυτό του στο καθήκον. Σε κάποια στιγμή άκουσε μια φωνή από τα πλαϊνά να τον καλεί:
-Κύριε Λοχαγέ, επείγον μήνυμα από το Τάγμα μας.
Ήταν ο ασυρματιστής. Άρπαξε αμέσως τη μικροτηλεφωνική. Κανείς δεν άκουσε τι του είπε ο διοικητής. Όλοι όμως είδαν το πρόσωπό του να ζαρώνει, να παραμορφώνεται από θυμό. Η μικροτηλεφωνική άρχισε να τρίζει στη φούχτα του. Λίγα ακόμα δευτερόλεπτα και θα την έλιωνε. Ο ασυρματιστής άσπρισε από το φόβο του, σαν να έβλεπε το χειρότερο εφιάλτη της ζωής του, σαν να έφταιγε αυτός για το θυμό και τη δυστυχία του Λοχαγού του. Όλοι κατάλαβαν ότι κάτι συνέβαινε. Όλοι άρχισαν να ψυχανεμίζονται το αόρατο κακό που πλανιόταν στα αέρια κύματα. Οι διμοιρίτες πλησίασαν κοντά στο Λοχαγό, από συνήθεια μάλλον παρά από περιέργεια. Ολόκληρος ο Λόχος περίμενε το ξέσπασμα του Λοχαγού. Αυτός πέταξε ένα ξερό “Μάλιστα κύριε Διοικητά” και έκλεισε τον ασύρματο αργά, με χέρια βαριά, σχεδόν με ευλάβεια, λες και ήταν η τελευταία πράξη της ζωής του.
Κάθισε φανερά προβληματισμένος σε μια πέτρα και είπε στους Διμοιρίτες του να πράξουν το ίδιο. Τους κοίταζε στα μάτια έναν-έναν ξεχωριστά. Τους ήξερε απέξω και ανακατωτά. Ήξερε τι σκεφτόταν ο καθένας ανά πάσα στιγμή. Ποτέ δεν τους είδε σαν κατώτερούς του. Τους αποκαλούσε πάντα συνεργάτες του. “Κοινός ο σκοπός, έλεγε, ο εχθρός είναι απέναντι και όχι δίπλα μας”. Οι Διμοιρίτες πίστευαν σ΄αυτά που τους έλεγε και τον σέβονταν και τον ακολουθούσαν πιστά. Νεαροί όλοι τους. Τίποτα δεν γνώρισαν ακόμα από τον κόσμο…πόσο άδικο…τι ειρωνεία…και να πρέπει να ανδρωθούν σε λίγες ώρες, λίγες στιγμές.
Ο γερο-Καραβανάς διάβασε την ανησυχία τους και τον προβληματισμό τους. Ευχαριστήθηκε γι΄αυτό. Πίστευε πάντα ότι ο προβληματισμός και η ανησυχία είναι το πρώτο βήμα για να γίνει κάποιος σωστός αξιωματικός.
-Λοιπόν, λεβέντες, μας πούλησαν.
Πάγωσαν οι λοιποί αξιωματικοί με τα λόγια του Λοχαγού τους. Κανείς δεν τόλμησε να ζητήσει λεπτομέρειες. Άλλωστε είναι περιττές. Τι άλλο θα μπορούσε να περιγράφει καλύτερα την κατάσταση, απ΄αυτή την ωμή και πεζή φράση: “Μας πούλησαν”. Και συνεχίζει ο Λοχαγός:
-Μας δήλωσαν ότι δε θα ακολουθήσει ανεφοδιασμός πολεμοφοδίων, γιατί δεν υπάρχουν. Το Τάγμα έχει ήδη συμπτυχθεί τρία μίλια πίσω από μας. Αυτό έγινε την ώρα που εμείς βαλλόμασταν από το πυροβολικό των Τούρκων.
Αυτό ήταν λοιπόν. Θα έμεναν έρμαιο της μανίας των Τούρκων. Τα πυρομαχικά που είχαν ήταν ελάχιστα. Τους έφταναν, δεν τους έφταναν για μια μέρα μονάχα. Τι να έκαναν; Να φύγουν; Αυτό δεν πέρασε από το μυαλό κανενός. Το πρώτο πράγμα που διδάσκονται οι αξιωματικοί και τους γίνεται βίωμα είναι το πρόσταγμα: “Μένουμε στις θέσεις μας”. Ένα πρόσταγμα που το δίνει ο καθένας στον εαυτό του σε κάθε λεπτό του καθήκοντός του. Έπρεπε όμως να πάρουν μια γρήγορη απόφαση. Θα άντεχαν ίσως σήμερα, αλλά αύριο…χωρίς πυρομαχικά, δεν ήτανε δυνατό να αντισταθούν.
Αυτά περνούσαν από το μυαλό ολωνών, κοιτώντας ο ένας τον άλλο λες και περίμεναν ένα θαύμα, μια ιδέα, από κάπου να πιαστούν τελοσπάντων, να γλιτώσουν από την κατρακύλα. Σ΄όλο το διάστημα, ο γερο-Καραβανάς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Ακούμπησε τα χέρια στα γόνατα και άκουγε τα σχόλια των αξιωματικών του.
-Λεβέντες, πάμε τώρα πίσω στους στρατιώτες, γιατί σε λίγο προβλέπω την επίθεση των Τούρκων. Και προσοχή, ε! Μην καταλάβουν τίποτα οι στρατιώτες και τους πιάσει ο πανικός.
Έτσι κι έγινε. Πήγαν πίσω στις θέσεις τους μαζί με τους στρατιώτες τους, που τρόμαξαν να τους καταλάβουν. Ήταν όλοι νωθροί, λες και πέρασαν από κάποια κοινή αρρώστια. Λες και είδαν τον ίδιο το Χάρο κατάφατσα. Πάλι αναμονή. Τώρα περίμεναν την επίθεση του πεζικού. Έτσι γινόταν πάντα. Μετά τον κανονιοβολισμό ακολουθεί το Πεζικό.
-Προσοχή, παιδιά. Σημαδέψτε καλά. Θα δείτε. Με τους πρώτους που θα κτυπήσουμε θα αποχωρίσουν. Έχετε εμπιστοσύνη σ΄αυτά που σας λέω. Έτσι πολεμάνε αυτοί.
Αυτό ήταν. Η κουβέντα που περίμεναν οι στρατιώτες από το Λοχαγό τους. Η εμψύχωση. Περίμεναν αυτό το κάτι από το γερο-Καραβανά εδώ και πολλή ώρα. Τώρα ήρθε η κουβέντα τους στ΄αυτιά τους, μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και ήταν σίγουροι πως τα λόγια του δεν ήταν λόγια παρηγοριάς, αλλά λόγια γνώσης και καλής μελέτης του εχθρού με τον οποίο έχουν να κάνουν.
Φάνηκαν οι πρώτοι Τούρκοι να έρχονται επιφυλακτικά με κινήσεις μάχης. Με το που μπήκαν σε απόσταση βολής ο Λοχαγός έκλεισε το μάτι στον Τάκη. Ο Τάκης ήταν ο καλύτερος σκοπευτής σε ολόκληρο το Λόχο. Μπορούσε να κτυπήσει ακόμα και νόμισμα στα τριάντα μέτρα. Παίρνοντας το νόημα ο νεαρός, ακούμπησε το ντουφέκι στον ώμο και σημάδεψε. Γύρισε έπειτα και είδε το Λοχαγό του. Του έγνεψε με το κεφάλι και αυτός πυροβόλησε. Η σφαίρα του κτύπησε ένα Τούρκο και τον έριξε κατάχαμα. Το σύνθημα είχε δοθεί. Οι άλλοι μιμούμενοι τον Τάκη άρχισαν το πυρ.
Οι Τούρκοι σάστισαν, το κατάλαβε ο γερο-Καραβανάς και χαμογέλασε ειρωνικά:
-Θέλετε να σας λένε και στρατιώτες, τρομάρα σας.
Το θαύμα έγινε. Ο εχθρός οπισθοχώρησε άτακτα αφήνοντας πίσω του πολλούς νεκρούς. Μάταια οι αξιωματικοί τους πάσκιζαν να τους κρατήσουν στις γραμμές τους. Οι στρατιώτες, βλέποντας τους Τούρκους να οπισθοχωρούν, τρελάθηκαν από τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους.Είναι σκληρό και σοβινιστικό να χαίρεσαι επειδή σκοτώνεις, αλλά ο πόλεμος εξαγνίζει και ευλογεί αυτά τα συναισθήματα.
Τρελάθηκε ο ήλιος εκεί πάνω: “Βρε, τι κάνουν αυτού εκεί κάτω με αυτά τα σιδερικά στα χέρια;” Προσπάθησε να θυμηθεί αν είδε ξανά κάτι τέτοιο σ΄αυτόν τον τόπο. Μπα, αποκλείεται! Τα μόνα σιδερικά που τους είδε ποτέ να κρατούν, είναι τα δρεπάνια τον καιρό του θερισμού. Μάλλον θα παίζουν. Αυτοί οι θνητοί γεννιούνται και πεθαίνουν παιδιά. Ποτέ δε μεγαλώνουν.
Ο γερο-Καραβανάς κοίταξε τους στρατιώτες του με περηφάνια:
-Είδατε, ρε Έλληνες, με ποιους έχουμε να κάνουμε;
Έβγαλε το κράνος και σκούπισε το μέτωπο από τον ιδρώτα που, ανακατεμένος με την πυρίτιδα, ανέδιδε μια μυρωδιά πρωτόγονη, βάρβαρη, που ξυπνούσε στο μυαλό τα πιο άγρια ένστικτα. Ο Λοχαγός πάντα πίστευε ότι οι πόλεμοι έγιναν αγριότεροι όταν ανακαλύφθηκε το μπαρούτι και μύρισαν οι στρατιώτες την πυρίτιδα. Τώρα όμως έφτασε η ώρα που έπρεπε να βρει μια λύση στο αδιέξοδο που βρισκότανε. Τα πολεμοφόδια τελείωσαν σχεδόν. Από μια αναφορά που του έδωσαν οι αξιωματικοί του έμεναν πέντε φυσίγγια στον κάθε στρατιώτη μέσο όρο. Αδύνατο ν΄αντέξουν και δεύτερο γιουρούσι. Το σούρουπο έπεφτε πια. Πόσο γρήγορα πέρασε αυτή η μέρα. Πόσο γρήγορα κύλησε αυτός ο αιώνας. Η υγρασία καθότανε σιγά-σιγά στον κάμπο, μαλακά, μη βλάψει τους καταπονεμένους από τα δεινά της μέρας στρατιώτες.
Ο Ήλιος αποχώρησε για μια ακόμα φορά και, αρπάζοντας την ευκαιρία, ο Ουρανός ενώθηκε πάλι με τη Γη. Το σκοτάδι απλώθηκε και εκατομμύρια αστέρια κρεμάστηκαν πάνω από τα κεφάλια τους.
Οι στρατιώτες, μην μπορώντας να κλείσουν μάτι από τις πρωτόγνωρες συγκινήσεις της ημέρας, έγειραν πίσω τα κεφάλια και χάζευαν τ΄αστέρια. Μοναδικό το θέαμα. Μόνο όταν είναι κανείς έξω στον κάμπο θα μπορούσε να δει αυτό το πανόραμα.
Ήταν όλοι τόσο απασχολημένοι και απορροφημένοι από την ουράνια μαγεία που δεν πρόσεξαν το Λοχαγό τους που, καθούμενος απόμερα, βάλθηκε να κόβει μικρά χαρτάκια και να γράφει αριθμούς πάνω σ΄αυτά. Το βλέμμα του ήταν αποφασιστικό, μακάβριο, λες και εκτελούσε κάποιο θείο μυστήριο. Αφού τελείωσε χώρισε, μάζεψε τα χαρτάκια σε δύο στοίβες και φώναξε κοντά του το Νικολή.
-Ρε Νικολή, για πήγαινε φώναξέ μου τους Διμοιρίτες.
Η φωνή του ηχούσε αλλιώτικη, μαλακή. Πρόδιδε κάποια ευτυχία που έκανε το Νικολή να σαστίσει.
-Άντε ρε, επανέλαβε. Χάζεψες; Πήγαινε που σου λέω.
Ηρέμησε πια ο γερο-Καραβανάς. Είχε βρει τη λύση στο μεγάλο αυτό πρόβλημα. Βρήκε κιόλας καιρό να δει τον ουρανό και να χαρεί κι αυτός τα εκατομμύρια αστέρια. Όλες τις ώρες που σκοτιζότανε, ένα πράγμα είχε μόνο στο μυαλό του: Δεν είχε δικαίωμα να θυσιάσει το Λόχο του. Αυτό έκανε το έργο του ακόμα πιο δύσκολο και πιο δυσβάσταχτο. Πώς να μπεις στη λάσπη χωρίς να λερωθείς; Μία ήταν η λύση: Να μείνει κάποιος πίσω για να προλάβει ο υπόλοιπος Λόχος να υποχωρήσει. Δεν τους έμενε και πολύς χρόνος. Οι Τούρκοι θα κτυπούσαν από λεπτό σε λεπτό. Ήταν σίγουρος γι΄αυτό.
Σαν έφτασαν οι αξιωματικοί του, τους έβαλε γύρω του και τους εξήγησε τη σκέψη του.
-Η μοναδική λύση για να μη μας πετσοκόψουν οι μουχαμέτηδες, είναι να μείνει κάποιος να φυλάει τα νώτα του Λόχου ενώ θα υποχωρεί. Αν δεν αφήσουμε κανένα, τότε θα μας προλάβουν στα σίγουρα και δε θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε.
Οι αξιωματικοί συμφώνησαν όλοι μ΄ένα θετικό νεύμα του κεφαλιού. Στη συνέχεια, αφού επικράτησε μια παράξενη σιωπή, ο Λοχαγός συνέχισε:
-Τώρα, για το ποιος θα μείνει πίσω…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει, γιατί τον έκοψαν με τις φωνές τους οι αξιωματικοί του:
-Εγώ θα μείνω κύριε Λοχαγέ!
-Εγώ…
-Εγώ…
Ο Λοχαγός δάκρυσε. Το δάκρυ αυλάκωσε το πρόσωπο ημερεύοντάς το ακόμα πιο πολύ. Πώς ήταν δυνατό αυτά τα παλικάρια να είναι τόσο πρόθυμα να θυσιάσουν τη ζωή τους; Τι ήτανε τελωσπάντων αυτά τα παιδιά; Το ήξερε βέβαια ότι όλοι τους ήταν φιλότιμοι, αλλά αυτό που έβλεπε τώρα μπροστά του ξεπερνούσε και την πιο τολμηρή προσδοκία του. Τέτοιους στρατιώτες πρέπει να είχε και ο Μ. Αλέξανδρος για να κατορθώσει αυτό που κατόρθωσε.
Ξεπερνώντας τη δυνατή αυτή συγκίνηση έγνεψε με τα χέρια στους αξιωματικούς του να ηρεμήσουν.
-Ήρεμα, ήρεμα. Δε μας παίρνει ο χρόνος. Σκέφτηκα να κάνουμε μια κλήρωση. Θα πάρουν όλοι οι στρατιώτες κι εμείς από ένα χαρτάκι με έναν αριθμό. Από τη δεύτερη στοίβη θα τραβήξουμε ένα χαρτάκι και όποιου ο αριθμός αναγράφεται μένει πίσω.
Όλοι συμφώνησαν. Άρχισε πρώτος ο Λοχαγός, που πήρε τον αριθμό ένα, έπειτα όλοι οι άλλοι αξιωματικοί πήραν από ένα και τα υπόλοιπα θα έπρεπε να τα μοιράσουν στους στρατιώτες. Έφυγαν οι αξιωματικοί με τα χαρτάκια, βαριά σαν να κουβαλούσαν την ίδια τους τη μοίρα.
Άραγε αυτό να είναι η ζωή του ανθρώπου; Αυτό αξίζει; Ένα μικρό χαρτάκι; Όχι, δεν είναι δυνατό. Τη ζωή τη δίνει ο ίδιος ο Δημιουργός του σύμπαντος. Η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει όσο και η ζωή ενός άλλου ανθρώπου. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Πόσο οίκτο ένιωθε ο γερο-Καραβανάς γι΄αυτούς που ζύγιζαν τα πάντα με το χρήμα και την προσωπική τους ανέλιξη. Τι έχαναν αυτοί οι άνθρωποι. Αυτωνών η ζωή ίσως να άξιζε με το χαρτάκι που κρατούσαν στα χέρια τους. Αυτά συλλογιζότανε και τσαλάκωνε το μικρό χαρτάκι με τον αριθμό ένα.
Αφού τελείωσε η διαδικασία της διανομής με τα χαρτάκια ο Λοχαγός συγκέντρωσε το Λόχο του πίσω από το μικρό υψωματάκι που επάνδρωναν. Άφησε μονάχα τρεις-τέσσερις σκοπούς να παρατηρούνε τις κινήσεις του εχθρού.
-Γιώργη, βλέπεις αυτή τη στοίβη με τα χαρτάκια; Τράβηξε ένα.Ο αριθμός αυτού που θα αναγράφεται στο χαρτάκι, μένει πίσω.
Πήρε ο Γιώργης τη στίβη με τα χαρτάκια και ετοιμάστηκε να τραβήξει. Δίστασε. Κοίταξε τους συναδέλφους του γύρω του, κανείς δεν ανέπνεε. Τίποτα δεν άκουγε. Μονάχα τους παλμούς της καρδιάς του. Είχε μήπως αυτός το δικαίωμα να καταδικάσει ένα από τους συναδέλφους του; Κάποιος όμως έπρεπε να το κάνει. Διατάχθηκε στο κάτω-κάτω να το κάνει αυτό. Και αν ήταν αυτού ο αριθμός, τόσο το καλύτερο. Θα έφευγε όλο το βάρος από πάνω του, θα εξιλεωνόταν. Το χέρι του έτρεμε…Κάποιος από τους συναδέλφους του ή και ο ίδιος θα έπρεπε να καλύψει το Λόχο, να μείνει πίσω.
Με αργές κινήσεις έφερε το χαρτάκι μπροστά στα μάτια του. Άρχισε να το ξεδιπλώνει και, νιώθοντας τα βλέμματα ολωνών καρφωμένα στις απαλάμες του, δυσκολευόταν πιο πολύ. Βαρύ το βλέμμα της αγωνίας. Τι αστείο αλήθεια…Ένα τόσο δα χαρτάκι, να βαραίνει τα χέρια ενός άντρα. Αφού το ξεδίπλωσε το κοίταξε καλά με μία όψη που θύμιζε κάπως ανθρώπινη.
-Ο αριθμός ένα. Κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους. Κανένας. Έπειτα αντήχησε μια φωνή στ΄αυτιά τους που τη θυμούνται ακόμα. Μια φωνή που την άκουσαν στη γη για πρώτη φορά.
-Δικό μου είναι…
Ήταν ο Λοχαγός. Μαρμάρωσαν όλοι. Έγιναν ένα με τις πέτρες του κάμπου. Τα άστρα χαμήλωσαν να δουν και αυτά ποιος είπε τούτα δω τα λόγια. Τα ξεστόμισε σαν ένα “καλημέρα”. Ούτε δείγμα λιποψυχίας.
-Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Ήδη αργήσατε. Κύριοι αξιωματικοί, συντάξετε το Λόχο και πηγαίνετε. Το χάραμα έφτασε. Σε λίγο θ΄αρχίσει το τουφεκίδι.
-Μα κύριε Λοχαγέ…
Έκανε να πει ένας από τους Διμοιρίτες.
-Αυτή ήτανε η συμφωνία, αυτή και η διαταγή…ούτε κουβέντα. Πηγαίνετε.
Δύσκολο αλήθεια να φεύγεις έτσι ξερά, βιαστικά και ν΄αφήνεις πίσω σου ένα άνθρωπο τόσο σημαντικό.
-Φέρτε μόνο το πολυβόλο. Αυτό θα σας σώσει, όχι εγώ.
Όλα ήταν έτοιμα. Ο Λόχος συνταγμένος και ο Λοχαγός μπροστά του.
-Ξέρω τι νιώθετε κι αλήθεια σας το λέω πως το ίδιο θα ένιωθα κι εγώ αν ήταν κάποιος από σας εδώ στη θέση μου. Τι να γίνει όμως; έτσι το θέλησε η τύχη. Έτσι το θέλησε ο Παντοδύναμος. Λοιπόν, πορευθείτε τώρα. Το χάραμα έφτασε.
Γύρισαν όλοι προς το μέρος του βουρκωμένοι. Τον χαιρέτησαν στρατιωτικά με την πιο μεγάλη αρμονία, χωρίς ένα παράγγελμα, χωρίς μια φωνή…έτσι απλά, βγαλμένο το είχαν τούτο το παράγγελμα απ΄την ψυχή τους, που με μια μαγεία, την ανθρώπινη μαγεία, διαπερνούσε όλα τα νεύρα και έφτανε στο μυαλό. Ο τελευταίος χαιρετισμός στο Λοχαγό τους.
Έσυραν τα μολυβένια πόδια με κόπο. Τραβούσανε κατά το νότο. Νωθροί και ταπεινωμένοι, είχαν αυτή την πικρή γεύση στο στόμα των τύψεων. Άφηναν πίσω το Λοχαγό τους. Τι αθλιότητα… Το ελαφρυντικό της διαταγής και της τύχης δε δούλευε στις καρδιές αυτών των παλικαριών.
Κι έμεινε μονάχος ο γερο-Καραβανάς. Παράξενη που ήταν η μοναξιά σε τούτο εδώ τον κάμπο. Μπορούσε να δώσει το καθετί ζωντανό πλάι του. Τα χορταράκια που, διψασμένα από το μακρύ καλοκαίρι, πρόσμεναν λίγες σταγόνες από την πρωινή δροσιά, κάποια κουκουβάγια που έκανε τον τελευταίο γύρω πριν από το τέλος της νύκτας, ακόμα και τα θυμάρια στο πλάι εκεί, που με το άγγιγμα σου έδιναν μια μεθυστική μυρωδιά. Μύρισε και η υγραμένη αποκαλάμη. Πόσο αγαπούσε τη μυρωδιά της αποκαλάμης. Να ΄τανε λες η τελευταία του φορά που θα μύριζε αυτό τον παράδεισο; Να τον έπιαναν τάχα ζωντανό οι Τούρκοι; Ποιος ξέρει…Στη σκέψη αυτή λιποψύχησε και τα μάτια του γέμισαν. Δεν ντράπηκε. Γιατί να ντραπεί άλλωστε; Έκανε το καθήκον του στο έπακρο. Ας του δινότανε και αυτού λίγη πίστωση σαν άνθρωπος…Τι στο καλό πια, ούτε τιτάνας ήτανε, ούτε κανένας μυθικός ήρωας. Θυμήθηκε τα παιδιά και τη γυναίκα του. Άραγε να τους αδίκησε; Γιατί τους στερούσε από τον πατέρα και σύζυγο; Επειδή…επειδή…γλίτωσε εκατό άλλους πατεράδες και συζύγους. Αυτό μάλιστα! Αυτό ξαλάφρωσε τη συνείδησή του. Αναλογίστηκε ότι σε αυτή τη θέση βρέθηκαν εκατοντάδες άλλοι Έλληνες μαχητές του παρελθόντος και δίδαξαν μερικές αρετές ολόκληρη την οικουμένη. Ο Αυξεντίου…πάντα θαύμαζε αυτό το παλικάρι. Πάγωσε για μια στιγμή. Πώς τόλμησε αυτός να βάλει τον εαυτό του πλάι στον Αυξεντίου; Σταμάτησε τη σκέψη του αμέσως σαν να ξεστόμισε τη χειρότερη βλασφημία… Έσφιξε το πολυβόλο στο χέρι και περίμενε. Μια-δυο στιγμές και η αναμπουμπούλλα ξέσπασε. Όρμησαν μανιασμένοι οι Αττίλες. Ο γερο-Καραβανάς έσφιξε το πολυβόλο κι άρχισε τις θεριστικές βολές.
-Α ρε μουχαμέτηδες… το είπε αυτό με ευχαρίστηση, σαρκασμό και μίσος.
Έπρεπε να τους καθυστερήσει όσο το δυνατό περισσότερο ως ότου απομακρυνθεί ο Λόχος, να γλιτώσουν τα παιδιά. Ξερνούσε φωτιά το πολυβόλο…φωτιά και σίδερο. Οι Τούρκοι έπεφταν κάτω να καλυφθούν. Ώσπου ξαφνικά το σίδερο στέρεψε και όση ψυχή και να πέρσευε δεν μπορούσε να κρατηθεί το μπουλούκι. Με το που το κατάλαβαν όρμησαν άτακτα, θρασύδειλα προς το μέρος του πολυβολείου. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε μετά ο γερο-Καραβανάς. Κανείς δεν ήταν εκεί για να δει πού τον πήγαν… πού τους πήγαν…
Κι ο Λόχος πορευόταν αργά. Και ήταν το πιο φρικτό και ανατριχιαστικό ξόδι που είδε ποτές άνθρωπος και θεός σε τούτη εδώ τη γη. Το κουφάρι που θρηνούσαν δεν ήταν παρά μόνο η ίδια τους η ψυχή. Περπατούσαν αργά, μηχανικά προς το νότο. Τα βλέμματα ζαρωμένα και τα πρόσωπα παραμορφωμένα από τις νωπές μνήμες. Φάνηκαν σε κοντινή απόσταση οι ελληνικές σημαίες. Πόσο πίσω ήταν, Θεέ μου, και πόσο άθλιες φάνταζαν πάνω στους ιστούς. Ντροπιασμένες, σκυφτές, αρνούμενες να κυματίσουν στην πρωινή αύρα
Ο Γιώργης σκεφτότανε διάφορα πράγματα, μπερδεμένα. Ποτέ δεν πίστευε στις συμπτώσεις και στην τύχη. Όμως τώρα αναθεώρησε τις απόψεις του.
-Τι σύμπτωση, Θεέ μου. Να πέσει το νούμερο του Λοχαγού.
Έτσι ασυναίσθητα όπως περπατούσαν, έβαλε το χέρι στην τσέπη του χιτωνίου του. Άγγιξε κάτι μαλακό. Κάνει έτσι και βγάζει ένα σωρό από χαρτάκια.
-Τι ιδέα κι αυτή, μουρμούρισε. Δεν μπορούσε να διατάξει κανένα από εμάς να μείνει. Το έκανε δημοκρατικά.
Πήρε ένα -ένα τα χαρτάκια και βάλθηκε να τα ξεδιπλώνει αφηρημένα…
-Παναγία μου, ξεφώνισε.
-Τι είναι, ρε Γιώργη; Τον ρωτάει ο Διμοιρίτης του.
-Τίποτα…ψιθύρισε και σκύβοντας το κεφάλι ξέσπασε σε ένα ασυγκράτητο κλάμα.
Καθώς βάδιζε άνοιξε την παλάμη του και βάλθηκε να αποθέτει ένα-ένα τα χαρτάκια. Ένα…ένα…ένα…ένα…όλα τα χαρτάκια είχαν γραμμένο τον αριθμό ένα. Έκανε να πει “Μας γέλασε”, μα έπειτα σκέφθηκε πως αυτή είναι πολύ φθηνή λέξη για μια τέτοια πράξη. Έκανε πάλι να φωνάξει “Μας έσωσε”, μα πάλι ξέμεινε από λέξεις.
Ούτε και το ελληνικό λεξιλόγιο έχει τη λέξη ετούτη κι ας λένε ότι είναι το πιο πλούσιο. Περιέχει πολλές άλλες που την περιγράφουν, την φέρνουν γύρα, μα το μεγαλείο της πράξης αυτής καμιά λέξη, σε κανένα ανθρώπινο λεξιλόγιο δε συναπαντιέται.