Χρήστος Σαρδέλης
Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό της Μεσσηνίας το 1953. Σε ηλικία 15 ετών βρίσκομαι στην Αθήνα και εργάζομαι σε μπακάλικο με μισθό 25 δραχμές την εβδομάδα. Εκεί ανακαλύπτω την κοινωνία και τις διαφορές της και γίνομαι μάρτυρας χειροπιαστών γεγονότων. Το 1970 μοιραία ακολούθησα το δρόμο της ξενιτιάς προς την μακρινή και, στην παιδική ακόμα φαντασία μου, μαγική Αυστραλία. Σε ένα μήνα, αντί για μεγάλα σαλόνια και κάτι τέτοια που είχα στη φαντασία μου διαπίστωσα ότι θα μένω σε σπίτι ξύλινο με λαμαρίνα για σκεπή. Αντί για δουλειά βρέθηκα σε εργοστάσιο να κόβω 700 ζευγάρια σόλες για παπούτσια την ημέρα. Περιττό να αναφέρω ότι από την Ελληνική κοινωνία της οποίας ένιωθα κομμάτι αναπόσπαστο βρέθηκα στο γκέττο της εδώ ελληνικής παροικίας. Μέσα στην Ελληνική παροικία βλέπω και ζω καταστάσεις τις οποίες όταν έχω χρόνο τις μετατρέπω σε μελάνι και χαρτί ή σε ηλεκτρονικά σήματα. Λόγω του νεαρού της ηλικίας μου κατά την άφιξή μου εδώ κατάφερα να μάθω την Αγγλική και να σπουδάσω μεταφραστής, που είναι και το κύριο επάγγελμά μου σήμερα. Εδώ σ’ αυτή την άκρη της γης ζώ όλα αυτά τα χρόνια με μια μόνο σύντομη επιστροφή στην Ελλάδα. Μετά από πολλή περισυλλογή κατέληξα στο συμπέρασμα ότι για μένα η Ελλάδα δεν είναι οι πέτρες της, η θάλασσά της και τα τουριστικά μέρη της, είναι ιδέα. Και σαν ιδέα δεν περιορίζεται σε χώρο, είναι παντού. Όπως και να έχει το πράγμα εδώ είμαι, ζώ, αναπνέω, παρατηρώ και καμιά φορά, όταν έχω όρεξη και χρόνο γράφω.
Βόλτα με το Γιάννη
Στην κεντρική Φλέμινγκτον Ρόουντ περπατούσα προχθές μόνος μου και άσκοπα και στο μυαλό μου ήρθε η σκέψη που με επισκέφτεται συχνά τον τελευταίο καιρό: ‘Γιατί να είμαι εδώ αυτή τη στιγμή, γιατί να μην είμαι στη πατρίδα μου; Αναρωτιόμουνα σε τι εξυπηρετεί η παρουσία μου σ’ αυτή τη χώρα’; Ποια μεγάλα και κρυφά συμφέροντα εξυπηρετούνται; Δύσκολες ερωτήσεις και οι απαντήσεις, το ίδιο.
Αυτά σκεφτόμουνα την ώρα που κλώτσησα ένα σωρό από ξερά φύλλα τα οποία σηκώθηκαν στον αέρα για να υπακούσουν στους αιώνιους νόμους της φύσης και να ξαναπέσουν όλα στη γη εκτός από ένα που σκάλωσε στο κεφάλι μου. Ήθελα να το κρατήσω εκεί όσο πιο πολύ μπορούσα και σαν καλός ιστιοπλόος εκτιμούσα την δύναμη του αέρα και κρατούσα κόντρα ενώ σε λίγο άρχισα να τρέχω για να μην μου πέσει.
Όλες αυτές οι παράξενες κινήσεις όμως προκάλεσαν την προσοχή των αλκοολικών που συχνάζουν στο δίπλα πάρκο και άρχισαν να γελάνε με τα καμώματά μου. Γύρισα το κεφάλι μου τους κοίταξα, χαμογέλασα κι εγώ για να χάσω την αυτοσυγκέντρωσή μου και να μου πέσει το φύλλο. Σίγουρα θα πίστεψαν ότι πολύ σύντομα θα είμαι κι εγώ στην παρέα τους, ότι θα περάσω κι εγώ στο περιθώριο. Ένας σοβαρός άνθρωπος ποτέ δεν παίζει με τα ξερά φύλλα. Δεν θα είναι και άσχημα, σκέφτηκα, να απαλλαχτώ από όλους αυτούς τους κανόνες ‘της λογικής’ των πολλών που δεν παίζουν με τα ξερά φύλλα. Ίσως αργότερα, όταν σiχαθώ κι άλλο τον κόσμο των κυριλέδων να έρθω εδώ και να τους πω: ‘Αδέρφια, δεχθείτε με, βαρέθηκα πια αυτόν τον καθωσπρεπισμό’. Αλλά και πάλι, μήπως είμαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι; Πόσους και πόσους δεν έχω ακούσει να τα λένε αυτά, αλλά μένουν μόνο λόγια. Λίγοι είναι εκείνοι που τολμούν να αλλάξουν τρόπο ζωής, οι πολλοί είμαστε αλυσοδεμένοι στα αόρατα γρανάζια της κοινωνίας αυτής και όσο και να λέμε ή όσο και αν επιθυμούμε να απαλλαχτούμε από αυτά, ποτέ δεν το καταφέρουμε. Δεν τολμάμε.
Κάποιος από την παρέα των αλκοολικών φώναξε το όνομά μου στα Ελληνικά και έτρεξε κοντά μου. Ήταν ο Γιάννης, γνωστός μεθύστακας και παλιός μου φίλος, είχαμε και κάποιες οικονομικές συνδιαλλαγές όταν παίζαμε και οι δυο μανίλα και άλογα ενώ κάποια φορά που δεν είχαμε την τύχη με το μέρος μας, συνηθισμένο φαινόμενο, ήρθαμε στη πόλη από τον ιππόδρομο με τα πόδια. Τέσσερις ώρες δρόμος! Όσο να το κάνεις, αν περπατήσεις με κάποιον τέσσερις ώρες αποκτάς κάποια οικειότητα, ειδικά κάτω από τέτοιες άτιμες συνθήκες.
Σταμάτησα αμέσως όταν τον είδα και αγκαλιαστήκαμε. Οι συνιδεάτες του απορούσαν και έκαναν διάφορα σχόλια αλλά δεν τους δίναμε σημασία. Ήταν ρακέντιτος, αξύριστος, ακούρευτος και αχτένιστος. Το αλκοόλ μαζί με τον ιδρώτα είχαν δημιουργήσει μια μυρωδιά, αν όχι άσχημη και αποκρουστική, τουλάχιστον ξένη.
Τώρα το πως ο Γιάννης κατάφερε και απελευθέρωσε τον εαυτό του και έγινε δεκτός στην παρέα των ‘εκλεκτών’ δεν ξέρω. Έχω πάντως ακούσει μερικούς να λένε ότι φταίει κάποια γυναίκα. Το πιο επικίνδυνο στοιχείο της τριάδας ‘Πυρ γυνή και θάλασσα’ Έτσι έλεγε ο τελευταίος που άκουσα να μιλάει για το Γιάννη το μεθύστακα και στην αναφορά της λέξης ‘γυνή’ έφτυσε τον κόρφο του. Αυτά λένε αλλά η εκτίμηση η δικιά μου είναι ότι, αναρχικός όπως ήταν πάντα από τη φύση του, δεν άντεξε να συμβιβαστεί με τα γνωστά και πέρασε στο περιθώριο. Άλλωστε, ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ το φίλο μου να συμβιβάζεται με τα τετριμμένα. Να κάθεται και να ονειρεύεται την παντρειά των παιδιών του, να γίνεται συμπέθερος και να βγάζει λόγο στη δεξίωση του γάμου και να λέει αυτά που έχουν πει εκατομμύρια άλλοι πριν από αυτόν. Και... συμπέθερε από δω... και συμπέθερε από κει... και συμπεθέρα από δω... και συμπεθέρα από κει... Ο Γιάννης; Αποκλείεται!
Χάρηκα που τον είδα, καθίσαμε σε ένα παγκάκι και τα λέγαμε καπνίζοντας αρειμανίως. Αφού τελειώσαμε με τα τυπικά, αρχίσαμε να μιλάμε για τα παλιά, για τα γαϊδούρια που ποντάραμε και μερικά τρέχουν ακόμα για να τελειώσουν την κούρσα και για τις ‘κρουκιές’ που γίνονται στις ιπποδρομίες.
Τότε θυμήθηκα ότι του χρωστούσα εκατό δολάρια από όταν με είχε δανείσει για να κάνω απόσβεση των απωλειών μιας συννεφιασμένης και καταθλιπτικής ημέρας, στην τελευταία ‘ρέσα’ του Σίντνεϊ. Και θυμάμαι, πολύ καλά, (ξεχνιούνται αυτά;) ότι έχασα και μάλιστα κατά κράτος. Σίγουρα, θα του τα είχα επιστρέψει μέχρι τώρα αλλά χαθήκαμε. Μας χώρισε η ζωή!
Του πρόσφερα τα δανεικά ζητώντας του συγνώμη για την καθυστέρηση αλλά με μια κίνηση του που είναι πολύ γνωστή σε μένα, μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν τα ήθελε πια. Μου τα χάριζε!
-Κράτησε τα, έτσι όπως ζεις εσύ τα χρειάζεσαι... Εγώ τι να τα κάνω; Όσα χρειάζομαι έχω. Είμαι απαλλαγμένος από περιττά έξοδα.
Δεν τα χρειάζεται, είπε, αλλά όλοι τον έχουν δει να ζητιανεύει, να σταματάει τους περαστικούς και να τους ζητάει λεφτά για να ικανοποιήσει τη δίψα του για αλκοόλ. Δεν επέμενα, δεν είπα τίποτα, έβαλα το κατοστάρικο πάλι στην τσέπη μου και συνέχισα τη συζήτηση μαζί του.
Μιλήσαμε πολύ ώρα για τα παλιά και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να σχολιάσουμε και την σημερινή επικαιρότητα. Θα με ενδιέφερε η άποψη του γιατί όταν κάναμε ακόμα παρέα είχε μερικές πολύ φιλοσοφημένες απόψεις..
-Τι γίνεται στην Γιουγκοσλαβία; ρε Γιάννη, πάμε για Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο; Τα παρακολουθείς αυτά ή δεν ενδιαφέρεσαι για τέτοια;
Εβηξε δυνατά και με διάρκεια που με έκανε να ανησυχήσω για την υγεία του και γυρνώντας προς εμένα με μάτια και πρόσωπο κατακόκκινα μου είπε ότι έχει να δει τηλεόραση δέκα χρόνια και ούτε θέλει να δει. Καμιά φορά διαβάζει εφημερίδες που φέρνουν οι φίλοι του στο πάρκο αλλά δεν τον ενδιαφέρουν πια τέτοια θέματα. Τον αφήνουν εντελώς αδιάφορο. Κάπου άρχισα να τον θαυμάζω. Για κοίτα, έλεγα στον εαυτό μου, ο άνθρωπος αυτός τα έχει ξεπεράσει όλα. Αυτά που εμένα με καίνε και πολλές φορές κάθομαι και τα σκέφτομαι και τα συζητάω ώρες και ώρες για το Γιάννη δεν έχουν καμιά αξία. Θα ήταν, άραγε, καλύτερος ο κόσμος αν όλοι είχαμε τη νοοτροπία του ή χειρότερος; Ποιος ξέρει! Μήπως σε τελική ανάλυση παίζουμε το παιχνίδι των διαφόρων Αμερικάνων με το να δίνουμε σημασία σε αυτά που κάνουν; Και μήπως αυτοί για να μας ικανοποιήσουν δεν μας απογοητεύουν και κάθε βράδυ μας δείχνουν στην τηλεόραση αυτό που στην ουσία θέλουμε να δούμε; Βομβαρδισμούς, φόνους, ψέματα.
Αφού είδα ότι η πολιτική επικαιρότητα για το Γιάννη σημαίνει ότι σημαίνει για μένα η μόδα που θα φορεθεί το επόμενο καλοκαίρι στην πλαζ, επέστρεψα και πάλι στα παλιά και του θύμισα τα ταξίδια μας στις επαρχιακές πόλεις που πηγαίναμε για τις ιπποδρομίες. Του άρεσαν όλα αυτά και το χαμόγελο του έδινε στο σκαμμένο και άγριο πρόσωπο του μια παιδική ανταύγεια.
-Δε βαριέσαι όλα μάταια είναι.
Είπαμε κι άλλα για τις ‘παλιές καλές ημέρες’ και μετά χωρίς να το καταλάβουμε, σχεδόν μηχανικά σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε. Περάσαμε το Νοσοκομείο των Παίδων που είναι δίπλα στο πάρκο των ‘άθλιων’ και συνεχίσαμε.
-Που πάμε; ρε Γιάννη;
Τον ρώτησα, κοιτάζοντας τον στα μάτια που μέσα τους καθαρά τώρα έβλεπα τη θλίψη. Θλίψη μαζί με απορία αλλά και μια δόση χλευασμού. Ένας χλευασμός στα μάτια ενός ανθρώπου που τα είδε όλα δεν του άρεσαν και τώρα απαλλαγμένος από όλα αυτά απολαμβάνει τη ζωή που αυτός επέλεξε. Μια ζωή πνιγμένη στο αλκοόλ, στην απομόνωση και στην περιφρόνηση αλλά ελεύθερη και αναρχική.
-Δε βαριέσαι, πάμε όπου θέλεις. τόσα χρόνια έχουμε να τα πούμε. Πάμε να πιούμε κανέναν καφέ μιας κι εσύ δεν μπορείς να πιεις.
Αμέσως στο μυαλό μου ήρθε ο παλιός μας φίλος, ο Τζίμης, αλλά μετά σκέφτηκα ότι αν πηγαίναμε στο σπίτι του η γυναίκα του μπορεί και να μας έδιωχνε. Οπωσδήποτε θα μας έδιωχνε, ειδικά αν έβλεπε το Γιάννη. Έχουν οι γυναίκες μια απέραντη απέχθεια για τους άνδρες που δεν τηρούν τους κανόνες της ΄λογικής’ και δεν κάνουν αυτά που πιστεύουν αυτές ότι είναι σωστά, που δεν συμβιβάζονται. Ήθελα όμως να πηγαίναμε να βλέπαμε το Τζίμη. Το ανέφερα και στο Γιάννη και το πρόσωπό του πήρε πάλι εκείνο το παιδικό ύφος.
-Και δεν πάμε, τόσα χρόνια έχω να τον δω κι εγώ.
Μας άρεσε ο χειμωνιάτικος απογευματινός ήλιος και θα πηγαίναμε στο σπίτι του Τζίμη με τα πόδια. Συνεχίσαμε χωρίς να μιλάμε λες και φυλάγαμε τα λόγια μας για αργότερα. Φτάσαμε έξω από την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Ο Γιάννης γελώντας προσποιήθηκε ότι θα έκανε το σταυρό του αλλά σταμάτησε όταν σήκωσε από το μέτωπό του τα τρία του δάχτυλα για να σκάσει ένα χαμόγελο γεμάτο νόημα.
-Δε βαριέσαι, γιατί να κάνω το σταυρό μου; Δεν είναι απαραίτητο. Ο Θεός δεν ξεχωρίζει τον κόσμο σε αυτούς που κάνουν το σταυρό τους και σε αυτούς που δεν κάνουν αλλά σε καλούς και σε κακούς και εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία.
Όταν τελείωσε το μονόλογο του γιατί αυτά δεν τα έλεγε σε μένα, ξέσπασε σε ένα γέλιο τρελό και δυνατό. Τόσο δυνατό που δυο κύριοι που περπατούσαν μπροστά μας γύρισαν τα κεφαλιά τους να δουν τι συμβαίνει. Γέλασα κι εγώ μαζί του αλλά πιο συγκρατημένα μιας και αντελήφθηκα ότι η συμπεριφορά μας είχε γίνει αντικείμενο θεάματος.
Περάσαμε έξω από το εργοστάσιο της μπίρας όπου κάποτε πριν μερικά χρόνια δουλεύαμε και οι δυο και εκεί γνωριστήκαμε. Κοιτάξαμε το εργοστάσιο κοιταχτήκαμε και γελάσαμε. Αλλά χρόνια τότε. Και δουλεύαμε σαν είλωτες από το πρωί μέχρι το βράδυ για να πλουτίσουν τα αφεντικά μας, και εμείς να μείνουμε όπως πρωτοξεκινήσαμε, φτωχοί. Θυμάμαι το Γιάννη εκείνης της εποχής. Κατάμαυρα μαλλιά ζωηρά και άγρια χαρακτηριστικά προσώπου, λεβέντικη κορμοστασιά με χέρια τόσο δυνατά που λύγιζαν σίδερα. Ο Ιταλός αρχιεργάτης συνηθισμένος όπως ήταν να πιέζει τους μετανάστες εργάτες εφάρμοσε την ίδια τακτική και στο Γιάννη για να διαπιστώσει την έκταση αυτής της δύναμης.
Αλλά δεν ήταν μόνο η εξωτερική του εμφάνιση που προκαλούσε εντύπωση ήταν και η δίψα που είχε για τη ζωή τότε. Δούλευε σκληρά αλλά στις ελεύθερες ώρες του έπαιρνε από τη ζωή ο,τι αυτή πρόσφερε. Αργότερα βέβαια κατάλαβε ότι με τη δουλειά στο εργοστάσιο προκοπή δεν θα έκανε και μάλλον λόγω του ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο στην χώρα που βρέθηκε τα εγκατέλειψε όλα.
Τώρα είχαμε φτάσει στο κέντρο του Βικτώρια Στ. Εκεί που πριν κάνουν εισβολή οι Βιετναμέζοι μαζί με τα άλλα Ελληνικά μαγαζιά ήταν και το καφενείο του Ιορδάνη στο οποίο παίζαμε μανίλα, πολλές φορές για τρεις συνεχείς ημέρες. Αυτό ήταν το καφενείο όπου μια γυναίκα μην αντέχοντας τον άνδρα της να χαρτοπαίζει ένα βράδυ τόλμησε και ήρθε και πρόσφερε το κορμί της σε όποιον θα της αγόραζε ένα μπουκάλι γάλα για το μωρό της.
-Ήσουν εκεί εκείνο το βράδυ;
-Οχι αλλά είχε γίνει μεγάλος θόρυβος τότε μ’ αυτή την γυναίκα.
Στο σκοτεινό καφενείο του Ιορδάνη είχαν λάβει χώρα πολλά Ήταν το καζίνο της Ελληνικής παροικίας αλλά και τόπος συνάντησης. Σε αυτό σύχναζε και ο Κύπριος που πολλοί τον είχαν δει να λυγίζει διπλοσέλινα με τα δάχτυλά του ενώ για τον ‘π ο’ ήταν η πρώτη του έμπνευση γιατί εκεί είδε αυτά που σήμερα γράφει στα ποιήματά του.
-Ρε Γιάννη, είναι αλήθεια ότι ήταν τόσο δυνατός ο Κύπριος;‘
-Ναι, ναι.
Είπε απότομα και με σφιγμένα τα δόντια. Αμέσως θυμήθηκα ότι κάποτε οι δυο τους είχαν συγκρουστεί άγρια και σύμφωνα με πληροφορίες ο Γιάννης είχε χάσει τον αγώνα. Τώρα βέβαια το ιστορικό καφενείο του Ιορδάνη είναι Βιετναμέζικο εστιατόριο κατάφωτο, πολύχρωμο και γεμάτο κόσμο.
Στη μέση της γέφυρας του ποταμού Γιάρα που χωρίζει τη Μελβούρνη όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και πολιτικά, και κοινωνικά,, και οικονομικά μας περίμενε ένας νεαρός για να μας ζητήσει δυο δολάρια για να φάει. Ένιωσα αμήχανα. Δεν ήξερα τι να κάνω μιας και γνώριζα ότι ο Γιάννης κάθε μέρα κάνει ακριβώς το ίδιο. Ήθελα όμως να δω και την δική του αντίδραση. Τι θα έκανε όταν αντιστρέφονταν οι όροι όπως γινόταν τώρα.
-Δε βαριέσαι, φουκαράς είναι κι αυτός.
Έβγαλε από την τσέπη του χιλιολερωμένου παντελονιού του μια χούφτα κέρματα και του τα έδωσε.
-Here mate, take it.
Περάσαμε τη γέφυρα και πλησιάζαμε στο σπίτι του φίλου μας αλλά αμάμεσά μας είχε μπει η σιωπή που έσπασε το τραγούδι του Γιάννη:
‘Το μερτικό μου απ’ τη χαρά μου τόχουν πάρει άλλοι γιατί είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη... Ήρθα σαν ξένος στη ζωή και ξαναφεύγω ξένος’...
-Ναι, μεγάλε. Το μερτικό μας μας τόχουν πάρει άλλοι, οι ξύπνιοι, εμείς απλά είμαστε εδώ για να τους κάνουμε παρέα σ’ αυτόν τον κόσμο, για να μην νοιώθουν μόνοι αλλά και για να μας εκμεταλλεύονται. Εσάς δηλαδή, γιατί εμένα τώρα δεν με πιάνει κανείς. Δεν παίζω το παιχνίδι τους.
Η σειρήνα του αστυνομικού αυτοκινήτου που περνούσε όμως δίπλα μας με δαιμονισμένη ταχύτητα του έκοψε το συλλογισμό.
-Ναι.
Του είπα όταν η σειρήνα δεν ακουγόταν πια. Ήθελα να ξέρω το νόημα που αυτός έδινε στους στίχους του τραγουδιού αλλά δεν πήρα απάντηση. Μάλλον
‘στου θολωμένου του μυαλού τους εφιάλτες κυνηγεί, του λέει αλλού και πάει αλλού του θολωμένου του μυαλού’.
Το αλκοόλ παίζει παράξενα παιχνίδια.
Ο δρόμος που έμενε ο Τζίμης ήταν στρωμένος με ξερά φύλλα. Δεν έχασα την ευκαιρία και έδωσα μια δυνατή κλωτσιά στον πιο πλούσιο σωρό φύλλων του δρόμου. Ο Γιάννης όπως ανέμενα με αντέγραψε. Ο παράξενος θόρυβος που κάναμε όμως ανησύχησε τα σκυλιά της γειτονιάς και άρχισαν να γαβγίζουν ομαδικά. Φτάσαμε έξω από το σπίτι του Τζίμη. Ο τοίχος της αυλής είναι ψηλότερος από εφτά πόδια, με πάχος περισσότερο από μισό μέτρο και βαμμένος κάτασπρος. Οι θάμνοι καλοκουρεμένοι γέρνουν προς την πλευρά του δρόμου δίνοντας μια χάρη στην όλη εικόνα. Πλησιάσαμε την εξώπορτα και ψάχναμε για το κουδούνι όταν μας υποδέχτηκε ένας σκύλος τεραστίων διαστάσεων και με καθόλου φιλικές διαθέσεις. Ο Γιάννης κάτι του είπε στα Εγγλέζικα για να τον αγριέψει ακόμα περισσότερο, μάλλον η βαριά προφορά του θα ήταν η αιτία. Με όλη αυτή τη βαβούρα και ενώ εμείς ακόμα ψάχναμε να βρούμε το κουδούνι εμφανίστηκε μια νεαρή κοπέλα που ήμουν σίγουρος ότι ήταν η κόρη του φίλου μας, μάλωσε το σκύλο που έκανε αυτό για το οποίο τον ταίζουν να κάνει, και μας πλησίασε από τη μέσα πλευρά της καγκελόπορτας..
-Yes, what do you want;
Είπε κοιτάζοντας μια το Γιάννη και μια εμένα λες και είχαμε έρθει από άλλο πλανήτη.
-Θέλουμε να δούμε τον πατέρα σου.
Είπε ο Γιάννης και ακούμπησε το κεφάλι του στα κάγκελα ενώ εγώ την ώρα εκείνη ξερίζωνα με το τακούνι μου ένα αγριόχορτο που χάλαγε την ομορφιά του πράσινου στο πεζοδρόμιο. ‘Wait, λίγο’ είπε η νεαρή κοπέλα και μας άφησε να πειρμένουμε έξω ενώ αυτή χάθηκε πίσω από κάτι δένδρα.
-Πάμε να φύγουμε ρε Γιάννη μάλλον δεν μας θέλουνε εδώ.
-Κάτσε ρε, πως κάνεις έτσι; αφού τώρα ήρθαμε.
Γύρισε και μου είπε λίγο εκνευρισμένος.
-Καλά, καλά.
Είπα και απομακρύνθηκα λίγο από την καγκελόπορτα.
Θαύμαζα το σπίτι του Τζίμη και σε μια στιγμή χωρίς να το σκεφτώ καλά γυρνάω στο Γιάννη και με φιλοσοφημένο ύφος του λέω:
-Αυτό είναι σπίτι ρε κακομοίρη, όχι σαν εμάς που είμαστε μια ζωή στην ξεφτίλα. Αλλά καλά ρε εγώ τουλάχιστον έχω και μια ξελότζα, εσύ ούτε ένα κρεβάτι δεν έχεις αχαήρευτε, άχρηστε. Τι ήθελες και ξενιτευόσουνα; Γιατί δεν καθόσουνα στο χωριό σου; Και τι κάνεις εδώ στην ξενιτιά ρε; Έτσι όπως ζεις εδώ όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη Σομαλία να πήγαινες δεν θα είχες πρόβλημα.
-Καλά, καλά. Τώρα κάτι λες. Έφτιαξες κι εσύ ένα ψεύτικο σπίτι με τοίχο από μονό τούβλο και νομίζεις ότι κάτι έκανες. Ένα βήμα πριν από την πείνα είμαστε και οι δύο. Αλλά ακόμα και ο Τζίμης που για να φτιάξει αυτό το σπίτι και να κάνει τα πέντε ψωροδολάρια που έκανε εκμεταλλεύτηκε απαίσια και αισχρά άλλους και κυρίως πατριώτες μας μην νομίζεις ότι είναι καλύτερος. Ίδιος με μένα και με σένα είναι. Σε κανέναν δεν ανήκει τίποτα. Όλα είναι μάταια. Μια ιδέα είναι.
Έβγαλε ένα μεταλλικό πλακουθό μπουκάλι από τη μέσα τσέπη του τριμμένου παλτού του, το άνοιξε, το σήκωσε και ρούφηξε μια γουλιά. Σκούπισε τα γένια του και μου πρότεινε το μπουκάλι.
-Πιες λίγο, δεν παθαίνεις τίποτα, ούτε πρόκειται να γίνεις αλκοολικός όπως εγώ. Εσύ και να θέλεις δεν μπορείς να γίνεις..
Πήρα το μπουκάλι, δεν σκούπισα το στόμιο γιατί με κοίταζε, το σήκωσα ψηλά και ήπια κι εγώ μια γουλιά. Δεν ξέρω τι ποτό ήταν αλλά ήταν απαίσιο. Η έκφρασή του προσώπου μου πρέπει να πρόδωσε την γνώμη μου για την ποιότητα του ποτού γιατί ο Γιάννης αμέσως, απότομα και με θυμό, θα έλεγα, μου άρπαξε το μπουκάλι από τα χέρια και το έχωσε στην τσέπη του.
Μέσα στο σπίτι από το παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο είδα τη φιγούρα ενός άνδρα να μας κοιτάει, σίγουρος ότι ήταν ο Τζίμης σήκωσα το χέρι μου και τον χαιρέτησα. Μόλις όμως η φιγούρα είδε την κίνηση μου αυτή χάθηκε.
Αμέσως μετά η γυναίκα του Τζίμη βγήκε από το σπίτι και μας πλησίασε όπως πλησιάζει κάποιος τα ζώα που είναι κλεισμένα στα κλουβιά του ζωολογικού κήπου και με ύφος που δεν ενθάρρυνε περαιτέρω συζήτηση μας ανακοίνωσε ότι ο άνδρας της δεν είναι στο σπίτι και τι τον θέλαμε. Στην ερώτηση ‘τι τον θέλαμε’ δεν προλάβαμε να απαντήσουμε άλλωστε τέθηκε με τέτοιον τρόπο που μάλλον σήμαινε ‘παρατάτε μας βρε άθλιοι, τι γυρεύετε, δεν καταλαβαίνετε ότι δεν ανήκετε εδώ’;
Δεν της μιλήσαμε, κάναμε μεταβολή και τραβήξαμε πίσω για τον κεντρικό δρόμο.
-Ρε συ έχει δίκιο η γυναίκα τι γυρεύουμε εδώ εμείς; Δεν βλέπεις τα σπίτια γύρω σου; Τι σχέση έχουμε εμείς με αυτόν τον κόσμο;
Είπα του Γιάννη.
-Καλά, εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με αυτόν τον κόσμο και έχει ο Τζίμης.
Είπε με μια δόση ειρωνείας.
Δώσαμε άλλη μια κλωτσιά στα φύλλα του πλούσιου δρόμου για να αγριέψουνε ακόμα περισσότερο τα ήδη άγρια σκυλιά και βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο.
Περάσαμε και πάλι το ποτάμι ο Γιάννης τράβηξε ίσια για να βρει τους φίλους του κι εγώ για να βρω τους δικούς μου έστριψα αριστερά.
Χρήστος Σαρδέλης