Ανδρέας Αγγελόπουλος
Γεννήθηκε…μεγάλωσε…ζει...
Η ΚΟΡΙΝΑ
Θρονιασμένη στο στενό διάδρομο
βασσίλισα της νύχτας.
Δεν μπορούσα να την απομυθοποιήσω
σταυροπόδι
βλέμμα
νύχια κορίνας σε κόκκινο βαμμένα
μιλούσε περί του Μαρκέζ και έπινε
μέσα σε ρούχα επαναστατημένου ροζ
στους μαύρους κύκλους των ματιών της
εκκρεμούσαν στεγνοί έρωτες
θα μπορούσε να κολάσει ακόμα και τον Dali με τα καμώματά της
έτσι που τρέχανε χρυσές σταγόνες τα ποτά από τα χείλη της
Στο τέλος του διαδρόμου, βρίσκεται πάντα, η κορίνα.
μέρα νύχτα
σε περιμένει χωρίς αναμονή, σε βλέπει, σε παρατηρεί
κυλώντας αργά, πολύ αργά να εισέρχεσαι
στο λούκι της.
αποχαιρετιστήκαμε, κοιταχτήκαμε
μπήκα στ’αυτοκίνητο βάζοντας μπροστά την αμηχανία μου
“τα τσιγάρα μου;”
Πήρα τον διάδρομο της επιστροφής και ρίχτηκα πάνω της ορμητικά,
σαν μπάλλα bowling
ΓΕΡΝΑΣ ΧΩΡΙΣ ΟΜΟΙΑ ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Μίλα, μη μιλάς!
σ’ακούω, δεν ακούς;
παιχνίδια πάλι; Γοητείας;
ακκίζεσαι;
καθρεπτίζεσαι;
κάθε βράδυ ξημερώνει δε στο είπανε; στο λέω.
ακούς την μουσική γύρω σου; μην ακούς. την άκουσες;
έλα, καθρέπτης είναι μόνο δεν γερνάει, γύρνα τον.
μην το σπας, σπάστονα
από επαναστατημένη ανία,
υστερόφημη φιληδονία,
τί έγινε τώρα; γίνε...γυρίνε
η ανατροπή της έκπληξης στη γωνία
ΜΟΝΑΞΙΑ αλά ΦΕΙΔΩ
το ξημέρωμα στο ποίημα είναι μοναξιά.
η μοναξιά από μόνη της, ένα ποίημα μονάχο.
η μοναξιά είναι το κορίτσι μου καθώς σηκώνεται από το καναπέ
γυμνά πόδια
βρώμικα γόνατα
αξιοπρεπής και περήφανη, σέρνεται να βρει το ανοιχτήρι μπύρας.
ρεύεται και κλάνει το κορίτσι μου· η μοναξιά μου.
ύστερα κρύβεται στον καναπέ
και πάλι
και με τα δάχτυλα των ποδιών αρπάζει ποπκορν
και τρώει
η μοναξιά μου, το κορίτσι μου
είμαι στο διπλανό δωμάτιο και μου τηλεφωνεί
ντριν ντριν ντριν ντριν ντριν ντριν ντριν ντριν
“λοιπόν, είσαι αναίσθητος”, λέει η μοναξιά μου, το κορίτσι μου
και έτσι χώρισα μ’αυτή τη γυναίκα και είμαι πάλι χωρίς μοναξιά
ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΗ
Περπατούσαμε στο πάρκο
σ’ένα παγκάκι ένας με σκύλο
γρήγορη προσπέραση φαντάσου
Αμίλητοι
Σιωπηλοί
θα μπορούσες να βάλεις τα γέλια από το γελοίο της στιγμής
αλλά παραμείναμε σιωπηλοί
Εκείνη δεν ήταν σίγουρη, πως
ήθελε κάτι να πεί
περίμενε εμένα ν’αρχίσω, όλοι το ξέραμε αυτό
κι ο σκύλος και το αφεντικό στο παγκάκι
βγήκαμε έξω από το πάρκο
στο δρόμο αυτοκίνητα λεωφόρου και θόρυβος
λίγο πριν βουτήξουμε στη Στοά των δύο Ετών
έχωσα τα χέρια μου στη τσέπη
“να πάρει...ξέχασα να γεμίσω τον zippo μου το πρωί”
ΛΕΞΗ
λέξη εγκλωβισμένη
βαθειά χωμένη
πολιορκημένη στα ίδια της τα χείλη
σθεναρά αγναντεύει το θάνατο
θέλοντας να ζήσει προσπαθεί
να δακρύσει
αγκομαχώντας βρίσκει διαφυγή
στη τακτική
και συστηματικά σχεδόν μεθοδικά
αναπαράγει φθόγγους ευφορίας
στιγμιαία λανθάνουσα απόπειρα απόδρασης
και αυτόματα απογυμνώνεται από την υπόσταση της
ως είχε κραυγή, λεξιθαρεύει
και αυξάνοντας την ένταση δολιοπλοκεί τον αντιπερισπασμό της
περιεργάζεται τα συντρίμμια της και ανασυντάσσεται
μήτε αθώα, μήτε ένοχη
σα λέξη λαξεμένη
αποκεφαλισμένη
παραμονεύει καρτερικά στο χείλος της ακοής.
ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ ΣΟΥ
Ακούω τις ηχηρές επιθυμίες σου, αμέτρητες μυρωδιές,
αυξανομένως διαρκώς.
εξοργισμένος, σεληνιασμένος
μοναδικός
μελαγχολικός κωδικός,
βλέπω τη δεύτερή σου φύση
από το άγγιγμα των τρίτων
στο τρεχαλητό πέρασμα των τετάρτων
εσύ, γεύεσαι τις αισθήσεις μου, πέντε τον αριθμό
“έξι μέρες έχω να σε δω”
και την έβδομη αναπαύεσαι.Φταρνίζεσαι!
Νούμερο...
Ε, νούμερο!