Αγγέλα Αλεξίου 

 Δεν είμαι αυτό που ήθελα να είμαι.
Λαγουμιτζής στα σκοτεινά υπόγεια των λέξεων
δεν το επέτρεπε ο πατέρας μου.
Κάπως αργά τριαντατόσα χρόνια μετά.
Κυλισιοτριβέας στις κλαίουσες μονομανίες μου είμαι.
Εν λευκώ αδημονώ.

 

 

Η κοιλάδα της άγραφης νουβέλας


Tο μαντεμένιο κρεβάτι είναι πολύ μικρό, μοναχά δυο νάνοι βολεύονται σ' αυτό ή ένα αθεράπευτα ερωτευμένο ζευγάρι αν είναι χειμώνας κι έχουν ευαισθησία στο κρύο. Η γυναίκα προτιμά να βόσκει χνούδι στη μοκέτα, όμως ο πόνος στην πλάτη δεν της επιτρέπει να κοιμηθεί.

-Και γιατί χωρίσατε; ξεκινά με φωνή ερεβώδη ο άντρας αφού η στύση του έτσι κι αλλιώς έχει βαρέσει διάλυση, εσύ έφυγες; ρωτά σάμπως αυτή η σκέψη να τον ανακούφιζε κάπως.

Μια ολόκληρη νουβέλα προλάβαινε να γράψει τους μήνες που έμεινε μόνη της, τι κρίμα που δεν το αποτόλμησε για να έχει να θυμάται μετά!

Διάλεξε ένα τοπίο σε μια στενή κοιλάδα όπου ανθίζαν ροζ και μαβιές ανεμώνες, γαλήνιο, απόκοσμο, με μια μπαμπακιασμένη θάλασσα στο βάθος. Μα ούτε καν σημειώσεις δεν κράτησε, έστω και νοερά, από φόβο μη θολώσουν την ουσιαστική της όραση.

Ο άντρας συνεχίζει να αποχυμώνει το διαζύγιό της κι εκείνη σκέφτεται δεκάρα τσακιστή δε δίνει για μένα" αλλά το προτιμά απ' το να πιπιλά το λωβό του αυτιού της σαν ξεραμένο ζαχαρωτό. Μόνο κάποια στιγμή γυρνά τον κοιτάζει
με τρόπο προσβλητικό σα να αντιμετωπίζει για πρώτη φορά άτομο χαμηλής νοημοσύνης και τρίζει τα χείλη της να διώξει τη δυσάρεστη αίσθηση. Εκείνος, μέγας ψυχολόγος, το εκλαμβάνεται αμέσως.

- Εσύ, καλά το κατάλαβα! αναπηδά και τρίζει το μαντεμένιο κρεβάτι σα γριά που πέρδεται, στην προσπάθειά του να τεντωθεί να πιάσει τα τσιγάρα από το κομοδίνο για να στοχαστεί πάνω στην κοινωνική αναγκαιότητα του θεσμού του γάμου.

Στην κοιλάδα της άγραφης νουβέλας μυρίζει εξοχή κι αέρα θαλασσινό. Εκεί θα πάει αν τη στείλουνε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Η σκέψη της ημερώνει την ψυχή, για λίγο, σα μια διαδρομή αστικού λεωφορείου. Έπειτα το καμπανάκι χτυπά μέσα της κι ελευθερώνει ένα ελαφρύ αναστεναγμό.

Το δέρμα του έχει μπλαβίσει σαν τα ψάρια των τροπικών κι εκείνη εξακολουθεί να υποκύπτει στις άθλιες ορέξεις του. Δεν είναι η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσε να κάνει. Το περίεργο είναι ότι είναι ο πρώτος άντρας που
ερωτεύτηκε, τρυγώντας τον πόθο που της άναβε στις κρυφές τους συναντήσεις έκανε έρωτα με τον άντρα της.
Ίσως αυτό να είναι καθοριστικό για ορισμένες γυναίκες. Η σκέψη αυτή, σαν πελώρια χρυσοπράσινη μύγα, της κάθεται στον εγκέφαλο, βιάζεται να την αποδιώξει και να στοιχηματίσει ένα προς δέκα ότι σύντομα θα χωρίσουν γιατί τίποτα απ' όλα αυτά που τη γοήτευσαν κάποτε από εκείνον δεν έχει μείνει ανέπαφο. Πφφ, τι είναι ο Έρωτας; Μια εκδορά στο γόνατο της Φύσεως. Η ανάσα του άντρα γίνεται όλο και πιο γρήγορη καθώς σε γλώσσα μυστική ωσάν εκμαυλιστής φιδιών συνομιλεί με το αντρικό του μόριο.

- Όχι! τραβιέται η γυναίκα που η σκέψη ότι κινδυνεύει να φέρει στον κόσμο ένα πλάσμα που θα 'χει τα μισά δικά του χαρακτηριστικά τη ραντίζει αιφνιδιαστικά στο πρόσωπο.

Ναι! ανταπαντά ο άντρας, στον κόσμο των καθρεφτισμών του.

- Ναιαιαιαι... ο αντίλαλος από τα σαράντα εκατομμύρια σπερματοζωάρια.

Πέφτει πάνω της ξέπνοος, η καρδιά του χτυπά δυνατά, η ανάσα του μυρίζει τεκίλα και γυναικείο αιδοίο. Τον σπρώχνει με όση δύναμη της απόμεινε και σφραγίζει τα αυτιά με τα δυο της χέρια.

Ναιαιαι... παλιλλογούν τα τριάντα εκατομμύρια σπερματοζωάρια, που καταφέρανε να γαντζωθούν στο κορμί της, τα νιώθει να κυλούν μαλακά σε μια προσπάθεια να παραβγούν το ένα το άλλο.

Η κοιλάδα της άγραφης νουβέλας έρχεται και κάθεται πάνω στα μάτια της, τα βλέφαρά της βαραίνουν από τις ανεμώνες, ροζ και μαβιές ανεμώνες της στολίζουν τα μαλλιά, το μέτωπο τα χείλη, αλλά ένα ενορατικό μισοϋπνι την ταράζει, είναι θρηνητικοί παλμοί του αφανέρωτου παιδιού της που φέρνει η μπαμπακιασμένη θάλασσα.









Αναζητώντας

Χρόνια ολόκληρα ανοίγω τις Γραφές, μελετώ μ' ενδελέχεια, πίσω απ' τα ορατά κι απ' τα αόρατα ψάχνω το κρυμμένο νόημα. Σαν λόγια ανέλιξη, μεταδιδόμενη με την ακατάλυτη μαρτυρία των Γραφών, η μελέτη μου εγγράφεται στα τετράστιχα, ενθαρρύνει τον ψαλμό των αίνων, γίνεται αποδεκτή και εισακούγεται - όπως πίστεψα για να θεραπευτώ από την ασθένεια της ασέβειας γιατί υπήρχε η ανάγκη να θεραπευτώ αν ο Θεός έχει ορίσει ότι τελειώνουν οι μέρες μου στη γη.

Δρόμοι ανοίγονται μπροστά μου, δεν κατέχω ποιόν να ακολουθήσω, πασπατευτά προχωρώ, αφουγκράζομαι το ρυθμικό ποδοκόπι, οσμίζομαι τις συγκαμένες αμασχάλες των οδοιπόρων. Ανεβαίνω σ' ένα βράχο και τους γνέφω. Δε βλέπουνε, είναι τυφλωμένοι. Διψώ. Σουρώνω το σάλιο στο στόμα μου. Πεινώ. Ένας κορμοράνος χτυπημένος από κακοέργαστους θαλασσινούς γεννά τα' αβγό του στα χοχλάδια. Τον αναμερίζω. Ίδιο κι απαράλλαχτο μ' ένα μικρό καρβέλι παχνισμένο από ιδρώτα.

Δίβουλος στέκομαι, ν 'αλλάξω δρόμο, κάποιον λιγότερο πετραδερό ν' ακολουθήσω. Κάνω να φύγω, σκοντάφτω, τρεκλίζω, απλώνω το χέρι, πιάνομαι αλλά δε στρέφομαι να δω τον παραστάτη μου. Σηκώνω τα μάτια μου στον ουρανό.
- Δεν ταιριάζω μαζί σου, στο λεω έξω απ' τα δόντια, με κάκητα, για να ξέρεις ποιος πραγματικά είμαι, θες να 'ρχομαι ν' ακούω τον καλό λόγο; Θα 'ρχομαι. Μα μη στέκεσαι σα βόδι οκνό και με κοιτάζεις. Ποιος είσαι; Υπάρχουν θεοί στρουφοκέρατοι με μετεωρισμένα μάτια που μας επιβουλεύονται, άλλοι στα ξόμπλια μαθημένοι, χιλιοφιλημένοι κι ακατάδεκτοι κι οι αποδέλοιποι που ο κόσμος δε γνωρίζει ότι είναι καλοπροαίρετοι γιατί είναι αδύναμοι, τους ρίχνουν άδικο ανάθεμα κρασωμένα στόματα μα από μακριά, κανένας δεν τολμά να πολυζυγώσει, αν είναι αυτοί οι πραγματικοί θεοί κι αν έχουμε κι άλλες ζωές αιώνιες;

Σιγανή φωνή, όλο απαντοχή κι υποταγή ανεβαίνει στο στόμα του παραστάτη μου:

Αγαπημένε μου κουράστηκες, έλα να ξαποστάσεις.

Μια πόρτα ανοίγει, βγαίνει μια γυναίκα στείρα - όλοι το γνωρίζουνε, τη μέρα την περιγελούν και τη νύχτα της ζητούνε έλεος.

’νανδρε, χιμά κατά τον ουρανό, όσο μπορεί πιο ψηλά, μα ξαναπέφτει κάτω σα φτερομαδημένη σαΐτα.

- Χαίρεται κι αγαλλιάστε, σας φέρνω μουσαφίρη.

Εκείνη μου ρίχνει μια ματιά αρπαχτική και τσακίζει το ριζομύτι, μοιάζει φοβερή και τιποτένια μαζί, χαρακτηρισμός που ταιριάζει στις έξυπνες γυναίκες.

Έχει γεννηθεί με λαγώχειλο αλλά αυτό δε μ' εμποδίζει να τη φιλήσω στο στόμα. Τα καλαμοπόδαρά μου πονάνε από το περπάτημα, μάχομαι να μη δείξω την κούρασή του κι η καταραμένη το γνωρίζει, κάθεται στα πόδια μου και με περιγελά. Αρπάζω την ευκαιρία για να χαϊδέψω να μεριά της κι εκείνη ακνογελά με καμάρι όμως έχει την καρδιά της στερεωμένη πολύ ψηλά, καταφρονεί το κορμί και την ψυχή μου. Χλευάζω τη ζήλια σ' όλη μου τη ζωή και τώρα αναμετριέμαι με τον παραστάτη μου κι αναρροεί το αίμα στο κεφάλι μου.
- Ποιος είναι αυτός που μπαινοβγαίνει στο σπίτι σου σα νοικοκύρης; ρωτώ τη γυναίκα.

- Ο Πονηρός! Με κοιτά μ' ευτυχισμένα μάτια σα να περίμενε την ερώτηση. Ο Πονηρός! Αναγνώνω ξανά το φοβερό μήνυμα κι αρχίζω τους σιωπηλούς ψαλμούς. Αν είναι αυτό το σημάδι Σου, προλαβαίνω να μετανοήσω, να ετοιμαστώ, να πληρώσω, φωνάζω κι η φωνή μου αντιστοιβάζεται στους τοίχους, γυρνά και θαρρώ πως είναι απόκριση.
Νιώθω τη ζεστασιά της γυναικείας σάρκας ν' ανεβαίνει απ' τις πατούσες στα γόνατα, στους μηρούς, στο στήθος, στο λαιμό και φωνάζω ακόμη πιο δυνατά. Θυμάμαι τις Γραφές. "Όποιος δε γεννά σκοτώνει". Αχνοί άνεμοι μου ανεβαίνουν στο κεφάλι, τα μηλίγγια μου τρίζουν.

’ξαφνα τινάζομαι και βλέπω τη γυναίκα στα γόνατά μου, ντρέπομαι που με πήρε ο ύπνος ή ο θάνατος, την αγκαλιάζω και της καταφιλώ τα μαλλιά, μια νιότη πυρετική φωλιάζει στα μαλλιά της αποδιωγμένη από παντού. Μ' άσπρα μάτια σαν τον ανέσπλαχνο ήλιο, ο παραστάτης μου μας χαζεύει κι ο νους του δεν κουνιέται.
- Σε λίγο θα κοιμηθεί.

Μια βάρια μυρωδιά φέρνει τον ύπνο ή το θάνατο. " Σε λίγο". Σα γεράκι θα ορμήσω πάνω στη γυναίκα, δε θ' αφήσω να μου ξεφύγει - Θεέ ένας μονάχα δεν μπορεί να βρει το δρόμο Σου, χρειάζονται δύο, άντρας και γυναίκα. Χαϊδεύω τα λιγοστά μου γένια που ποταμίζουν πάνω στ' ανοιχτό στήθος μου και καρτερώ. Νύχτα βαθιά. Ανοίγει η γη και δέχεται τον ουρανό στο σπλάχνο της. Της φράζω το στόμα και τη σέρνω στο ξύλινο πάτωμα. Γυναίκα. Δική του ή δική μου, βρήκα το Θεό που τόσα χρόνια αναζητώ. Την ακούω να σιγοκλαίει στο σκοτάδι κουβαριασμένη στα γόνατα και χαίρομαι. Είναι το θηλυκό πρόσωπο του Θεού. Γιους και θυγατέρες αμέτρητους έχει στους κόλπους της ζυμωμένους απ' τη σάρκα της, με κόκαλα σφηνωμένα στο κρέας της. Φτύνουν και βλαστημάνε τη μάνα τους, γρατζουνάνε τα νύχια τους μ' ανυπομονησία, πρέπει κάποιος να τους ανοίξει θα της κάμουν κακό απ' την πολύ μάνητα. Τ' αγέννητα παιδιά της δε φοβούνται το μέλλον, είναι δάσκαλοι και μαθητές, απαλλαγμένοι απ' το φορτίο της ευθύνης, δοξάζονται στους αιώνες.

Είναι θεριά, λύκοι αγριόσκυλα, γουρούνια! Ανάθεμα! Θα γκρεμίσουν τον κόσμο! Θα γεννήσω το θάνατο! Χτυπά την κοιλιά της μ' απελπισία.

Την αδράζω απ' τα μαλλιά και την ταρακουνώ. Σωριάζεται μπροστά μου κι απομένουν τα μαλλιά στη χούφτα μου. Κλαίγει σιωπηλά να μην την ακούσει ο Πονηρός κι όπως κουνά τ' αναφιλητό τα στήθη της σα να' χε μωρό και να τα' αποκοίμιζε, μοσκομυρίζει η σάρκα της σαν πλούσιος τάφος. Κι αν οσμιστεί την αγαπημένη του μυρωδιά ο Θάνατος κι έρθει; Κανακεύω το κορμί της και προσπαθώ μ' όλα τα μέσα να τη συνεφέρω.

Γυναίκα, της φωνάζω, γυναίκα, δίνω νόημα στην κάθε συλλαβή. Θαρρώ πως πέθανε, φιλώ τον ανοιχτό χιονάτο της λαιμό. Γυναίκα, μου 'καψες την καρδιά, ανάθεμα στ' αγέννητα παιδιά σου, τους γιους και τις θυγατέρες, ανάθεμα στους κλειδοκράτορες που σου τα σπείρανε, γιατί να ζουν, γιατί να δοξάζουν το Θεό, ας είναι κολασμένοι αιώνια.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ξεκινά ένας αργός κι επιβλητικός ερχομός δεκάδων και δεκάδων παιδιών με το σώμα ευθυτενές, ανοιχτό λαιμό και το κεφάλι να κοιτά στον ουρανό όπως ορίζει ο κανόνας των ψαλμών, ο βαρύς τους ήχος γεμίζει τα κλίτη και πλανιέται πάνω απ' τα κεφάλια μας τα πεθαμένα και τα ζωντανά κι όμως μοιάζει ν' αναδύεται απ' την καρδιά της γης.

Η βαριά μυρωδιά του δωματίου φέρνει ύπνο ή θάνατο σε πολλούς ψάλλοντες που χαμένοι στην άρθρωση ενός μακρού φθόγγου, γέρνουν το κεφάλι, ανοίγουν το στόμα κι από μέσα κινούν μια μαύρη γλώσσα.
Ο θεός ξέρει ότι δεν είναι φαντάσματα της ανώριμης ψυχής μου που σκιαγραφεί έναν κόσμο αντίστροφο, ψευδή, τα παιδιά είναι ζωντανά, φυσική προέκταση του γυναικείου σώματος που τόσο αγάπησα, με μέλη δυνατά κι επιβλητικές φωνές. Ο ερχομός τους δε μου προξενεί ταραχή δε συμβολίζουν τα κακά αυτής της γης ή τα μαρτύρια της κολάσεως, είναι παιδιά φυσιολογικά που ψέλνουν σε μια χαρμόσυνη απόδειξη αρμονίας, άνθρωποι που κατέχουν όχι τη δύναμη της τιμωρίας αλλά μια διαφορετική αλήθεια, μια άλλη όψη της αλήθειας. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να θεραπευτώ, η παρουσία μου είναι πολύτιμη, η βλαστήμια κι ανευλάβειά μου αναδεικνύουν την αρετή και κάνουν την ευλάβειά τους να ξεχωρίζει.

 

 







Η εντολή


Ο άγνωστος άντρας που μου αφηγήθηκε την παράξενη αυτή ιστορία με κοιτούσε με συγκρατημένη εχθρότητα όχι γιατί το πρόσωπό μου πρόδιδε τα μυστικά μου συναισθήματα αλλά γιατί ήθελε να τον αισθανθώ εχθρικά. Με εντυπωσίασαν τα γαλάζια ψυχρά μάτια του, ικανά να κοιτάζουν ανέκφραστα - όπου όμως διέγνωσα πολλές κι απροσδιόριστες αστραπές - και να κρύβουν σκέψεις και πάθη για να τα εκφράσουν σκόπιμα. Κόρωνε ακούγοντας την ίδια του τη διήγηση και μέσα μου έλεγα (ή μάλλον δεν έλεγα γιατί εκείνη τη στιγμή δε διαμόρφωνα σκέψεις που να μεταφράζονται σε λόγο), ότι η αναστάτωσή μου δεν οφειλόταν στην αθλιότητα των σκέψεών μου αλλά στην αθλιότητα της σχέσης μεταξύ των σκέψεων και του όρκου που είχα δώσει. Μ' έβαλε να ορκιστώ ότι δε θα καταφύγω στη λογική ούτε στη δικαιοσύνη παρά μόνο στη δύναμη της επιθυμίας μου κι αν όσα ακούσω από εκείνον τα θεωρήσω ανοσιουργήματα, να αναρωτηθώ πόσα είχε επινοήσει για να μ' εντυπωσιάσει και πόσα είχε προσπαθήσει να μην κρύψει για το λόγο ότι η παραμικρή επιτομή των γεγονότων θα τα έκανε να χάσουν την αρχική τους μορφή.

Η περιέργειά μου για την ιστορία ήταν πολύ μεγαλύτερη από την επιθυμία μου για τη συγγραφή του βιβλίου, η ανάγκη του για μια ουσιαστική ανάκριση, από ένα ιεροεξεταστή άπειρο - όχι γιατί εύκολα θα τον εξαπατούσε αλλά γιατί θα του δημιουργούσε το στόμα για να τον δοξάσει- κατέληξαν σε μια ανέντιμη συναλλαγή.
Ξεκίνησε κάπως έτσι: " Είμαι δειλός άνθρωπος, ακόμα και με τη σκέψη ότι θα πεθάνω μια μέρα θα μπορούσα ν' αρνηθώ χίλιες θρησκείες και χίλιες πατρίδες για να μου επιτραπεί να πεθάνω μια μέρα αργότερα. Βέβαια τελευταία, έχω θεραπευτεί ή βρίσκομαι κοντά στη θεραπεία γιατί και η ελάχιστη ελπίδα ν' αρνηθώ το αντικείμενο της πίστεώς μου έχει χαθεί εξαιτίας των υλακών και της παραφροσύνης μου.

Μη βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα, μέσα από τη δική μου παραφροσύνη θα βρουν κάποιοι τα όργανα για τη δική τους εκδίκηση όμως η εκδίκηση δεν πρέπει να κινείται με βιασύνη, η εκδίκηση έχει αιώνες στη διάθεσή της.
Η σύλληψή μου έγινε στις τρεις το πρωί της Τετάρτης στο Λυκαβηττό την ώρα που τα' άψυχο κορμί της γυναίκας μου με γέμιζε απερίγραπτη γλύκα, ανάμεσα σε θρόμβους από αίμα, κομμάτια από μπλαβισμένο κρέας, είχα γίνει ένα πελώριο μάτι, μπρος και πίσω κι έβλεπα όλα τα πράγματα γύρω μου σχήματα φωτεινά κι αστραφτερά. Η πηκτοειδείς ζωή των άψυχων σπλάχνων μ' έκανε να μακαρίζω το Θεό που έπλασε τα πάντα με καλοσύνη κι ομορφιά. Παρατηρούσα το πτώμα με προσοχή, ήταν το τελειότερο δείγμα η επαρκής απόδειξη της Παντοδυναμίας Του. Συνουσιαζόμουν με τη γυναίκα μου σα μία απόδειξη της ευλάβειάς μου, εισήγαγα πρόσωπα και γεγονότα των τελευταίων ημερών σ' ένα πλαίσιο ομαδικής ερωτικής συνεύρεσης που μονάχα εγώ γνώριζα, χαμογελούσα με διάφορα οράματα: τσαλαβουτούσα στις λάσπες, στα πόδια μου μπερδεύονταν χαμόκλαδα, ανεβοκατέβαινα τους λάκκους του κορμιού της , τους γεμάτους λασπωμένο νερό, γέμιζα τη χούφτα και δρόσιζα το λαιμό μου, μιλούσα με πουλιά κι αγρίμια δεν ήθελα τους ανθρώπους, κράζαν οι άνθρωποι να μας κάνουν κακό, γερόντοι μ' αλλήθωρα γοργοκίνητα μάτια αναρωτούσαν ποιοι είμαστε, πού πάμε και τι τους φέρνουμε. Οι γυναίκες μας έγνεφαν να κρυφτούμε να μην ξεσκεπάζουμε τα μυστικά μας μπροστά στους αγαθούς αυτούς ανθρώπους, δεν αντέχουν. Αναμέριζαν τα φορέματα και λαχτάριζαν τα στυφά τους χείλη, καμωνόταν τις παγώνες αλλά δεν ήταν παγώνες ήταν όρνιθες, μοναχά τα μυαλά τους λείπανε, όλα τα' άλλα στη θέση τους.

Δε φαντάζομαι να με περιγελάς, αλίμονό σου αν μουντζουρώνεις το χαρτί χασομέρικα, αν δεν καταφέρεις να γράψεις την ιστορία μου, να γίνω κι εγώ μαζί σου αθάνατος.

Η καρδιά της πήγαινε ενάντια στη θέλησή της, υπήρχε μια δυσαρμονία στο χαρακτήρα της μετά τον πρώτο χρόνο που τον περάσαμε παραδεισένιο. Γίνηκε ταύρος διπλοκάπουλος που δεμένος στον κορμό ενός παχύσκιου δέντρου, με δροσερό νερό και φρέσκο γρασίδι στη διάθεσή του, σκύβει και κουτουλάει το δέντρο γυρεύει ν' αναμετρηθεί μαζί του, χωρίς να επιδιώκει να λευτερωθεί έτσι από νάζι κι από τρυφεράδα, βλέπει το λιβάδι και τα' άλλα λεύτερα,
μουγκανίζει και παραπονιέται. Απλώνει το λαιμό, μαυλίζει τα λεύτερα στο λιβάδι και σβαρνίζεται γύρω σα μπλοκαρισμένο, ξεκουνά τις πέτρες, αθέλητα πληγώνει το δέντρο, το αδικεί γιατί το δέντρο είναι πλάσμα ζεστό και
σίγουρο, άλλο από το δέντρο δεν έχει κανέναν κι είναι ένα δέντρο δαρμένο από ανέμια και πολυβάσανο. Κάποτε φαγώνεται το σκοινί, ο ταύρος χάνεται μ' ένα σάλτο στο λιβάδι, το δέντρο βλαστημά και φοβερίζει, λεει θα πάρει εκδίκηση, κλαιει κι είναι κι άλλα δέντρα τριγύρω που συμφωνούνε, μιλούν λεύτερα μεταξύ τους για θάνατο και διπλό μαχαίρι, ακούν τα χόρτα και πικρίζουν περισσότερο. Θάνατος θα πει πέρασμα στην αθανασία μοναχά το δέντρο ξέρει πόσο πικρή κι αβάσταχτη είναι η ατιμία και το πονά, το κορμί χνουδάτο, σκοτεινό επικίνδυνο να πλανιέται στο λιβάδι.

Τρόμος με κυριεύει όσες φορές στρέφομαι επάνω της θυμωμένος, γνωρίζω ότι οι άγριοι κι αυστηροί τρόποι δεν είναι δικοί μου, είναι η τραχεμένη καρδιά του δέντρου που με την άδειά μου την αρπάζει απ' τα μαλλιά και την πετά στο χαντάκι που έσκαψε με τις ρίζες του. Όμως εκείνη ζητά έλεος, σέρνεται εκλιπαρώντας και τότε αναρωτιέμαι για την αγιοσύνη της, την παίρνω αγκαλιά, τη βάζω στο σπίτι μας, ζεσταίνω νερό και της πλένω τις πληγές κι όλη νύχτα βουλεύομαι τι να την κάνω. Το πρόσωπό μου είναι αυστηρό ανεβοκατεβαίνει σα να κρατά τσεκούρι αλλά η καρδιά μου είναι γεμάτη έλεος. Ένα μερμήδισμα με διαπερνά απ' το χέρι στην καρδιά κι απ' την καρδιά στο χέρι κι όλη η δύναμη μαζεύεται στη χούφτα μου, η εκδίκηση και το έλεος. Η ψυχή μου χύνεται ορμητικά απ' τα' ακροδάχτυλα και μπαίνει στο κορμί της γυναίκας αλλά δε μ' αφήνει ο θυμός να την κάνω δική μου, ένα ανοικτό γυναικείο σώμα με καλεί κι εγώ αποταυρισμένος, εγώ που λαχτάριζα ν' αγαπώ και να μ' αγαπούν, πώς έχει ξυπνήσει στο μυαλό μου τόση έχθρητα; Πώς φέρομαι τόσο άναντρα, μπαίνω σ' ένα δρόμο και δεν έχω το κουράγιο να φτάσω ως το τέρμα;

Είναι όμορφη σα θηλυκό μ' ορθάνοιχτες κλάρες, με δυο ντροπιασμένα μάτια να με κοιτούν, με κοιτούν και τρέμουν. Μετανιώνει, μετανιώνει ακατάπαυστα αλλά δε συχωριέται. Έχω ένα νου κολασμένο ίδιο κι απαράλλαχτο με τον Εξαποδώ, διψά για εκδίκηση και πυρπολεί την καρδιά μου, τη βουτά σε ζεματιστό λάδι, της κάνει χίλια δυο βασανιστήρια της κολάσεως.

Μπροστά σε ανεξήγητα γεγονότα προσπαθούσα να φαντάζομαι χωρίς να περιμένω να δω συνδέσεις μεταξύ των όσων με απασχολούσαν. Στο τέλος συσχέτιζα ασύνδετα στοιχεία κι αποτολμούσα υποθέσεις, αυτή είναι η αλήθεια, η αλήθεια πρέπει να λάμπει δεν επιδέχεται να τη μειώνουν τα συμφέροντα ή η ντροπή μας. Ίσως επρόκειτο για μια σειρά συμπτώσεων, εγώ όμως έβρισκα ένα κανόνα αντιστοιχίας.

Ένα βράδυ στον ύπνο μου ένιωσα να με χαϊδεύει ένα αόρατο χέρι με κατεύθυνση τα' απόκρυφα σημεία μου. Ήταν λοιπόν μια γυναίκα ή μάλλον η γυναίκα μου. Πλησίασε σα σκιά μέσα στο φως της νύχτας, έτρεμε ολόκληρη και φορούσε ένα δυνατό άρωμα που μέθυσε περισσότερο το μυαλό απ' την όσφρηση. Αποτολμώ να συγκρίνω την ένταση της στιγμής με τότε που ήμουν μικρός - εφτά χρονών, όχι περισσότερο - και φεύγανε όλοι από το σπίτι, έπαιρνα την ομομήτρια αδερφή μου απ' το χέρι και την οδηγούσα στο κρεβάτι των γονιών μας, γδυνόμασταν και
κολλούσαμε τις πατούσες. Τι χαρά ήταν εκείνη! Αμαρτάνανε τα τρυφερά μας πέλματα που ξεχύνοντας μια ανείπωτη γλυκύτητα έφταναν την αγαλλίαση στα ύψη.

Αναρωτιέμαι άραγε για την ικανότητα των συγγραφέων να προδίδουν τους όρκους τους χωρίς να κατηγορηθούν για ψευδορκία. Ξέρεις η αφήγηση μπορεί να μην έχει τελικά κανένα ενδιαφέρον και για τους δυο μας και να προκαλέσει περισσότερες ζημιές απ' όσες θα προκαλούσε η σιωπή.

Όπως προσπαθούσα λοιπόν να μετατρέψω τη φλόγα που ένιωθα για εκείνη από συμπαγές κόκαλο σε μια αίσθηση συρίγματος φιδιού που πεινά γι' ανθρώπινη σάρκα, έριχνα τους γλυκούς σπόρους της πικρής ρίζας, όντας στριμωγμένος ανάμεσα σε δυο ανάγκες, την επιταγή του φύλου μου και την ανάγκη για εκδίκηση. Γνώριζα πως ό,τι θα επακολουθούσε δε θα μπορούσε να εμποδιστεί με κανένα τρόπο.

Σου το ξανάπα, η εκδίκηση δεν πρέπει να κινείται με βιασύνη, η εκδίκηση έχει αιώνες στη διάθεσή της. Η γήινη ματαιοδοξία είναι το δόλιο σχήμα σκέψης που ο άνθρωπος αποκαλεί εκδίκηση, σήμερα θα συμβούλευα τους αναγνώστες μου να είναι καρτερικοί αλλά ποιος γεννιέται μαθημένος; Η πείρα δε διδάσκεται, αποκτιέται κι αυτό είναι γνωστό, αν έχουν κάποιοι αυτό το θησαυρό να τον φυλάξουν με τρόπο ταπεινό γιατί οι ταπεινοί μπορούν να διαβάζουν κάποιες ευκρινείς προφητείες.

Τώρα απομένει να σου διηγηθώ με την πιστότητα του χρονογράφου τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ:
Το κρεβάτι μας ήταν φαρδύ ίσα με δυόμισι μέτρα, θα μπορούσε να χρησιμεύει και σαν τραπέζι του πινγκ πονγκ. Από κάτω υπήρχαν χράμια αμφιβόλου καθαριότητας κι από πάνω ήταν στρωμένο με ασπροσέντονα κεντημένα από χέρι προγονικό, έμοιαζε με νυφικό κρεβάτι. Ο χώρος, έμπνευση για κάθε σκηνοθέτη που δε θα παρέλειπε να τον επιθεωρήσει για κάποια μελλοντική του ταινία. Ο ευρηματικός αρχιτέκτονας που το είχε ανακαινίσει σίγουρα είχε στο μυαλό του ν' αξιοποιήσει στο έπακρο τη μοναδική θέα προς τον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Μεγέθυνε το υπάρχον συμβατικό παράθυρο δημιουργώντας μια μεγάλη βιτρίνα από διπλό κρύσταλλο απ' όπου ο ήλιος αλλά και η σελήνη διαγράφανε την τροχιά τους. Οι οροφές είχαν βαφτεί σε ανοιχτό μπλε, σαν τσαλακωμένο περισσευάμενο κομμάτι του ουρανού. Δεν είχαμε φορτώσει το χώρο με αντικείμενα επειδή έτσι κάνουν οι περισσότεροι, τα φορτωμένα σπίτια καμιά φορά εμποδίζουν την εξέλιξη αμβλύνοντας την άχρηστη γοητεία της ευτέλειας.
Ένιωθα το χέρι της να σφίγγει τον ανδρισμό μου, τρυφερό και παχουλό σαν κοιλιά πέστροφας σε εποχή κυοφορίας. Τα παχιά της χείλη πλάτυναν σ' ένα καλοσυνάτο χαιρέτισμα της φύσεώς μου, τα ρουθούνια της με περιέβαλαν με χρήσιμες δονήσεις, δεν έμοιαζε πολύ για γυναίκα αλλά πάλι ποια εικόνα έχουμε στο μυαλό μας για τη γυναίκα;

Για μια στιγμή, πέρασε απ' το μυαλό μου η ιδέα ότι η εκδίκηση δεν υπάρχει ουσιαστικά, είναι απλά μια μετάσταση σε άλλους κόσμους, η ζωή είναι ωραία, το βουητό της θάλασσας παντοτινό κι οι αστερισμοί στερεωμένοι στη θέση τους. Όμως δεν είχα τη δύναμη, φυσική ή επίκτητη να το αντιμετωπίσω έτσι, ν' αφήσω πίσω το παρελθόν, να ξεκαθαρίσουμε τις διαφορές μας και να ανανεώσουμε τις ελπίδες για το μέλλον, το άμεσο αλλά και το μακρινό. Ήμουν πικραμένος, πληγωμένος, εκδικητικός. Γινόταν θάνατοι από μέσα μου. Γνώριζα ότι o πόνος κατοικούσε στην καρδιά και στη σκέψη μου, συμμετείχε σε όλες τις πράξεις και τις αποφάσεις μου και θα ήταν πολύ δύσκολο να τον αποχωριστώ για ένα και μόνο λόγο: Δεν αντικαθρέφτιζε τη μοναδικότητα της γυναίκας που με είχε προδώσει ούτε τη δική μου ανεπάρκεια αλλά την αμέτρητη δειλία μου να μπω σε μια διαδικασία δυναμική αφού θ' αποφάσιζα να συνεχίσω τη ζωή μου με ή χωρίς εκείνη.

Έλεγα στον εαυτό μου: Χρειάζεται ο νεκρός απόδειξη της πίστης του; Τι νόημα θα έχουν όλα αυτά όταν θα 'χουν αρχίσει τα σκουλήκια να μου τρων τα μάτια, τη μύτη, το μέτωπο; Όλα τα προηγούμενα περί συνέχειας της ζωής είναι σκέτες ανοησίες.

Η γυναικεία ανάσα γινόταν όλο και πιο βαριά, έκανε φιοριτούρες με τη γλώσσα, καταλάβαινα ότι με ήθελε όσο ποτέ, άκουγα το πλατσούρισμα από τα υγρά της, μπορούσα ακόμη και να τα μυρίσω. Η σιγουριά ότι ήταν καλή στο κρεβάτι και τα μαλλιά της που είχαν κολλήσει πάνω μου με σάλια ηδονής μου δημιουργούσαν μια σωματοτρεπτική υστερία, δεν είχα τρόπο να αναχαιτίσω τις σκοτεινές δυνάμεις της σωματικής ύλης, αυτές που υποδηλώνονται με την εκσπερμάτιση, να εμποδίσω να εκσφενδονιστούν οπουδήποτε σα λεπίδες κοφτερές, σα χαλάζι που αργότερα θα πάγωνε σε θραύσματα.

Είχε κιόλας φτάσει η ώρα της εκδίκησης; Ήταν νωρίς ή αργά; Από τη στιγμή εκείνη έχασα κάθε χρονική αίσθηση.
Μίσησα τη γυναίκα. Αν μπορούσα θα την πήγαινα σ' ένα βουνό ψηλό, ξεβράκωτη, αλυσοδεμένη, βαμμένη στο πρόσωπο με κόπρανα, χίλιες μύγες να φτύνουν το αιδοίο της, με την κωλοτρυπίδα βουλωμένη με κλαδιά, προσφέροντάς τη δώρημα σ' όσους την επιθυμούν. Όλοι θα θέλουν να την πάρουν μα κανείς δε θα ξέρει το πώς, θα είναι αδύνατο να την προσεγγίσουν με τέτοια δυσωδία, δε θα τους εμποδίσω όμως να καταφύγουν στην αγαπημένη πράξη του Αυνάν και να χύσουν το σωτήριο περιεχόμενό της συμπληρώνοντας τη διακόσμηση του γυναικείου κορμιού. Θα βρεθούν και δειλοί, θα τα χάσουν απ' την τρομάρα τους, με τρουλωμένα αυτιά σα λαγοί θ' ανασηκώσουν τις φτέρνες να πάρουν δρόμο, όλοι εκείνοι που την κανάκιζαν με σκοπό να της γλεντήσουν το κορμί τώρα θα μεριμνούν μόνο για το τομάρι τους. Αργότερα θ' αναθυμούνται αυτή τη γυναίκα - σαν ένα πλάσμα πρωταρχικό ή απλώς μια απεικόνιση; - θα τους δημιουργεί σύγχυση κι εκνευρισμό, μια μαύρη θλίψη θα τους ζώνει, θα εμετούν χολή από τα σπλάχνα τους και κάθε άλλη ανάμνησή της θα έχει διαλυθεί σα χορδή φτηνής κιθάρας που κρούστηκε από χαμψά νύχια ζηλοτύπη. Μια κόλαση καθαρμού.

Το συμβόλαιο μαζί του ήταν ακριβοδίκαιο. Η ιστορία του ήταν απλώς η εντολή που θα μεταβίβαζε μέσου εμού σ' όλους εκείνους που αρκούνται να ρητορεύουν, σ΄ εκείνους που βασανίζονται από ιδεοληψίες και τέλος σ' όσους ισχυρίζονται ότι μια πράξη ζοφερή πρέπει να αντιμετωπίζεται με χλεύη και να υποβάλλεται σε λογιών - λογιών ταπεινώσεις. Αυτό βέβαια ήταν μια προσωπική παρατήρηση και δεν διατυπώθηκε ποτέ.

 

 

[email protected]