Βασίλης Αυξεντίου 

 O Βασίλης Αυξεντίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944. Είναι καθηγητής Αγγλικών. Διδάσκει από 1968. Παράλληλα, σπούδασε Τεχνολόγος Μηχανικός στις Η.Π.Α. όπου εργάστηκε και έζησε δεκαεξήμισι χρόνια. Η συγγραφική του δραστηριότητα συμπεριλαμβάνει ποιήματα, διηγήματα (λογοτεχνίας και επιστημονικής φαντασίας), άρθρα (ταξιδιωτικά κυρίως και υγιεινής διατροφής), ένα θεατρικό έργο, πέντε μυθιστορήματα, μια νουβέλα, και μια ανθολογία, όλα τα παραπάνω στα Αγγλικά ή/και στα Ελληνικά. Στις Η.Π.Α. έχει εκδώσει εργασίες του στις εφημερίδες Εθνικός Κήρυξ και Πρωινή, στα αγγλόφωνα περιοδικά Greek Accent, Akkadian και Crosscurrents, και σε πολλά ηλεκτρονικά περιοδικά στο διαδίκτυο παγκοσμίως. Στην Αθήνα έγραψε, κυρίως ταξιδιωτικά άρθρα και δοκίμια, για τα περιοδικά: 30-Days, Key Travel News, Greece's Weekly, Athena Magazine και για την εφημερίδα Athens Star.

 

 

Σκόρπιος

 

     Στην επιφάνεια...του Μητς τα μάτια ήταν κολλημένα πάνω σ' αυτό που κρατούσε..  Τρεμούλιασε για λίγο αναποφάσιστος, διστακτικός.

     Κάτω στα έγκατα του Άδη....ο Σατανάς έτριξε τις μασέλες του.  Κλοτσοπάτησε μπρος-πίσω στη σκοτεινή σχισμάδα.  Ήταν η πιο βαθιά και πυρωμένη ανάμεσα στο θειαφιστήρι και στη μπόχα του βασιλείου του.  Η σκεβρωμένη μούρη του σε μία στιγμή πρήστηκε.  Φλούδες από το ξερό αθάνατο πετσί του σφεντονίστικαν  σαν πετροβόλημα  στη σαβούρα που τον περιτριγύριζε.

     Φούσκωσε ξαφνικά τα ρουθούνια και κοίταξε λοξά και ψηλά.  Χασκογέλασε, φρούμασε, γρύλισε και ξεφύσηξε αφρούς.  Σήκωσε τα λερά-κιτρινωπά χέρια του.

     "Ζητώ και εκλιπαρώ για τις παιδικές σταυροφορίες, την Ιερά Εξέταση.  Τα ζωηρά κυνήγια μαγισσών, για  'κείνα τα δυο εξαίσια κι’ αστραφτερά μανιτάρια, εκεί στην πέρα Ανατολή.   Aξέχαστες μέρες, Ε! λακέδες μου;"

     Tελευταία άρχισε να  νοιώθει κάτι σφυροκοπήματα αγαλλίασης, καλοκαρδίας και περιλάλητης χαράς.  Ανέβαινε πάνω στη γη κατά διαστήματα και κατασκόπευε το Μητς και άλλους θνητούς.  Ανακατεύτηκε με όχλους, αναμίχθηκε σε παρέες και κρυφάκουγε παντού μήπως κι έβρισκε τη πηγή αυτών των νοσηρών καταστάσεων, ωστόσο, γρήγορα εκνευριζόταν με την φλυαρία των ανθρώπων και τη δύσπιστη νοοτροπία που έτρεφαν περί Καλού και Κακού.  Αντί να ’ναι οργισμένοι, εξαγριωμένοι, τους βρήκε τώρα τελευταία να είναι αφοσιωμένοι στις μαγνητοφωνημένες διαλέξεις του Feynman, στις τηλεοπτικές επαναλήψεις του Sagan, και σε κάποιον κοσμολόγο Hawking.

     “Φτου!”

     Δεν έφταναν οι αμέτρητοι αιώνες βασάνων και σφετερισμών;  Τόση μοχθηρία και

έχθρα να πάνε στο βρόντο;  Προσδοκούσε αποκλειστικά τις πιο ποταπές παραφορές και τυφλό άχτι να ξεσπάσουν..  Αντ’ αυτού...Σημασία δε τούδιναν.

     "Η αδράνεια φταιει!"

     "Μα το ραχατλίκι είναι τοργαστήρι του Οξάποδα," σούρισε ένα φλογατόματο δαιμόνιο.

     "Ιδού!" σφύρίξε αποδοκιμαστικά ο Γαϊδουρονύχης.  "Εδώ σκοντάφτει το δίκαιο του Σκότους!"

     Η αδράνεια αποδυνάμωνε, ξεδόντιαζε, ακόμη και τη δική του εχθροπάθεια σε σημείο που αυτή κατέληγε σε απλή απρόσφορη προσβολή.  Την κουρέλιαζε σαν τη ραγισμένη κρούστα της τσουρουφλισμένης πελατείας του.

     "Η μπίζνα δε πάει κατά διαόλου," μούγκρισε, κ’ ένας ασχημομούρης κοντά του κροτάλισε την ουρά του χορευτικά.

     Όλα τα γλοιώδη τριγύρω του γιουχάισαν και πλάνταξαν, αφόδευσαν και τους τρέχανε τα σάλια εκεί κάτω στο καμίνι, βαθιά στα Τάρταρα.

     "Μα έτσι δεν πρέπει να’ ναι;" ξεφώνισε ένα ψωραλέο διαβολάκι μέσα από την βουλιαγμένη στη λάσπη γαλαρία.

     Από τις καταβόθρες--άχνα δεν έβγαινε ...

     Εκείνος μελάνιασε.  Xτίκιασε, κόμποι πετάχτηκαν στο πετσί του.  Και άφησε ένα πηχτό, πράσινο πίδακα καταπάνω στο μαθητευόμενό του, να τον περιλούσει.

                "Εδώ, ποτέ δε λέμε ’πρέπει’... ”

 

***

 

     Τσαντισμένος ο Σατανάς ανέβηκε πάλι στην επιφάνια  για να επέμβει σε ξένες υποθέσεις και να βρει άκρη.

     Σκάγαν τα τζιτζίκια στο μεσαυγουστιάτικο λιοπύρι.  Ξεσπούσαν σαν βόλια στα κοντινά γαϊδουράγκαθα και πεύκα.  Σωριάζονταν στη πυρωμένη σκόνη θρύψαλα.  Οι σαύρες τόβαζαν στα πόδια..  Κρύβονταν στο πέρασμά του.  Ένα καλοκαιρινό ρουμπινένιο ανισόπτερο πέρασε σαν αστραπή και βούτηξε σχεδόν κατακόρυφα στο δρόμο του. Τινάχθηκε μετά ψηλά και εξαφανίστηκε..  Ένα σύννεφο από πεταλούδες με χρώμα αχνό  γαλάζιο σκόρπισε από χρυσαφένιες, γυαλιστερές και λείες κούρνιες και θρόισε πάνω απ’ τα κέρατά του.  Έγινε ένα με τον μπλάβο ουρανό..

      Ο Σατανάς εμφανίστηκε κοντά στην εξώθυρα του Σκότους   Ήταν ένα αμμουδερό άπλωμα που κατέφευγαν οι γυμνιστές στο Αιγαίο και που λεγόταν Eσπέρα Νήσος.  Η ακρογιαλιά εκτεινόταν τόσο ομαλή όσο κανείς μπορούσε να φανταστεί για ένα χιλιόμετρο περίπου.  Μετά από ένα απαλό λόφο ξεκινούσε να απλώνεται προς τα μέσα.  Τελικά υψωνόταν και πάλι σε μία ήρεμη καμπυλωσιά για ν’ ανταμώσει τους πρόποδες του μοναδικού μακρινού βουνού πάνω στο νησί, πίσω από τον γκρεμό.  Έμοιαζε με πλατιά λεωφόρο που κινούσε από τη θάλασσα. 

     Τράβηξε μέσα του τα κέρατα.  Ρούφηξε την ουρά του.  Ξεφλούδισε τα λέπια του.  Και ο Σατανάς μεταμορφώθηκε στoν αιλουροειδή άγγελο που ήταν κάποτε.

     Έγλυψε τα χείλια.  "Θεέ μου, τι κάψα!"  Η νέα του άλτο φωνή βγήκε βραχνή και

βαθιά σαν αρσενικού.

     Βρόντηξαν οι ουρανοί.

     "Λέγε λοιπόν!"

     Στεκόταν με ανοιχτά τα πόδια, χέρια στη μέση σαν θεόρατος Δίας πάνω σε φουσκωμένα άσπρα σύννεφα, μεγαλοπρεπής επιβλητικός.

     "Ω Kύριε!" Ο Σατανάς καταγινόταν με τη γύμνια του.  "Σχήμα λόγου, Θεέ μου."

     "Δε συμφωνήσαμε εσύ να εξουσιάζεις τον κάτω κόσμο κι Εγώ τον πάνω;"

     Θα τον καλοπιάσω τον Γέροντα‑‑έχει διαβολεμένο ταμπεραμέντο, σκέφτηκε ο Σατανάς  γουρλώνοντας τα μάτια του.

     "Μπας και θέλεις κι αυτούς για την αφεντιά σου;" ρώτησε ο Παντοδύναμος, και έξαφνα μια σοροκάδα ανακάτεψε του Σατανά τις κόκκινες μπούκλες..  

 

***

 

     Η αύρα  δυνάμωνε και τα σύννεφα κουτρουβαλούσαν σα χιονοστιβάδα.

     Ο Θεός επιθεώρησε τ’ αραγμένα κορμιά, ξαπλωμένα φαρδιά‑πλατιά δεξιά κι αριστερά..  Ψίχουλα σκόρπια πάνω σε Τιτάνα το χρυσό γιαταγάνι, σκέφτηκε.  Καμάρωνε την μισοφέγγαρη αμμουδιά που βουτούσε και χανόταν σε μια θάλασσα από βαθυγάλαζο νερό.

     Σκεφτόταν πόσο καθάρια ήταν κάποτε η όψη της Γης.  Πως κάποτε όλες οι ακρογιαλιές ομοίαζαν ετούτη.

     Πικραναστέναξε, και παρευθύς σκοτείνιασε ο  ήλιος.

     Βρωμιές από πετρελαιοκηλίδες, οχετούς, απόβλητα οι ίδιες αυτές ακτές και τα πελάγη τώρα.

.     Αποσκορακισμένα ραδιενεργά κάνιστρα σαν προτομές από κόμπρες βρίσκονταν σε ωκεάνια βάθη,  χύνοντας το δηλητήριό τους μέσα στη ζωή.

     Τη ζωή που Αυτός είχε δημιουργήσει, που είχε αγγίξει με το τεράστιο Θείο νύχι Του.

     Η Γη.

     Η Γη, τότε παλιά, ήταν σαν ένα δροσάτο τραγανιστό μήλο, χάντρες από σταγόνες να κυλούν πάνω της οι ποταμοί.  Ο κόσμος βαθιά εδραιωμένος, προφυλαγμένος στη καρδιά της καρδιάς Του.  Το χάδι μόσκου πάνω στα δάχτυλα των ποδιών Του τον ανακούφιζε.  Στέναζε από χαρά, ευσπλαχνία και χάρη, τότε παλιά.

          Θυμόταν πώς τα ζώα, τα δέντρα, οι θάμνοι, τα πουλιά και οι πολύχρωμες πεταλούδες, τα φύκια και οι αστερίες όρμησαν απ’ το νου Του, έτσι όπως ακριβώς τα είχε φανταστεί. Τα μικροσκοπικά και τα πελώρια.  Τελευταίος ο άνθρωπος, ο ατίμητος λίθος στo στέμμα της Δημιουργίας.  Ανάσαινε ο Θεός στα λημέρια τους και θωρούσε τον Εαυτό του σ’ αυτά "κατ' εικόνα και ομοίωση".    

     Και τώρα κοίτα τους.

     Μήπως αυτή η παρούσα αισχύνη, αυτή η εντροπία αρχίζει κι’ επικρατεί;

     Η κοσμολογία, συλλογίστηκε, να τα βάζει με τον Κοσμήτορα της Οικουμένης;

     Και τότε ένοιωσε το μέγα κενό.

     Αναρωτήθηκε αν ίσως το όλο έργο Του δεν ήταν ένα Θείο σφάλμα.

     "Γίνεται να τους κληροδότησα το Θείο σπόρο της ελευθερίας;"

     "Ορίστε, Κύριε;"

     "ΣΙΩΠΗ!"

     Μία φρικώδης βοή μπουμπούνισε από παντού.

     Ξίπασε ο Σατανάς.  Ούρλιαξε.  Κρουστάλλιασε.  Έλιωσε σε μορφή τσούχτρας.  Συμπυκνώθηκε ξανά ολοταχώς κι' έγινε δέρμα και οστά.  Και κρεμάστηκε ως μοιραία στον ώμο του Μητς.

     “Γιατί;  Αχ γιατί διάλεξε εμένα γι' αυτή τη δουλειά;” γουργούρισε ο Σατανάς Άγγελος, και φούντωσε από ομορφιά μέσα στην απόγνωσή του.

     Aπό παρεξήγηση, μία στιγμή αισθηματικής προσήλωσης, από ελαφράδα (ο Θεός επέμενε, βαθιά αναλογιζόμενος μέσα Του) και που κληρονόμησαν οι θνητοί ... ο απαγορευμένος καρπός της γνώσης ... κι’ αυτός να γίνει η τήβεννος της σοφίας τους;

     Η αδυναμία Μου, σκέφτηκε  ο Θεός, ήταν ότι δεν είχα ποτέ τη χρήσιμη κι’ εγκόσμια επίγνωση του ... Κακού!

     Παγωμένος ιδρώτας τον έλουσε -- κι έπεσε κοτρόνα το χαλάζι στη Γη -- σκεπτόμενος μήπως πάνω στη βιασύνη Του ο γόνος της Καλοσύνης Του απέβη νάναι γέννημα της μοναξιάς Του.  Όχι της Αγάπης και του Νόμου Του.  Αλλά μία παραχώρηση για χάρη του πειραματισμού, της περιέργειας και της αναζήτησης μέσα στη νιότη Του.

     Εφτά δισεκατομμύρια χρόνια, όχι εφτά μέρες -- πόσο απλοποιούσαν οι θνητοί το μεγαλείο Του, τόφερναν στα μέτρα τους ‑‑ νοικοκυριό, δάμασμα και σμίλευμα ενός σύμπαντος για τον ερχομό της ζωής: πρωτόφαντης, φευγαλέας, απίστευτης.  Όλες ήταν προετοιμασίες που άρμοζαν στους καινούριους συντρόφους Του.

Κι’ άλλα πέντε δισεκατομμύρια για να  πλουτίσει τη Γη.  Να τη φέρει στο ακριβές συνταίριασμα για το ανθρώπινο στύλωμα.  Είχε αρχή παιχνιδιού, αντί αυτού η πλάση είχε αναβλύσει.  Ξεχείλισε κάτωθέν Του.  Αποκολλήθηκε απ’ Αυτόν, σαν λευκασημιές νεροφίδες κυλώντας, πιτσιλώντας μπρος από διερρηγμένο πλακούντα.

     Τα μελετούσε.

     Πανούργα μάτια.  Πονηρά πλατιά μειδιάματα.  Κι’ ένα κοίταγμα που τρυπούσε κόκαλο και χύλωνε μεδούλι.  Σπινθηροβολούσαν τόλμη κι' αξιοσύνη τα θνητά, κι' επιβίωση!

     Τον τρόμαζαν!

     Ήταν λιγότερο μία διαδικασία εφαρμογής σχεδίου, και περισσότερο μια φλογερή σιωπηλή παρόρμηση.

     Είχε θαμπωθεί τότε παλιά.

     "Τόσο παλιά," είπε ο Δημιουργός.  Αναστέναξε, και μεμιάς ο ήλιος σκυθρώπιασε.

      

***

 

     "Ποντικοκούραδα στις τριακόσιες-πενήντα-μέρες-λιακάδα.  Δεν είναι ούτε καν Σεπτέμβρης."

     "Πώς!"

     Τραντάχτηκε η πλάση και τα ψάρια τινάχτηκαν στη ξηρά.

     "Μη, Κύριε," πρόλαβε να πει ο Άγγελος του Σκότους.  Αντιλήφθηκε τότε πως η μετριοφροσύνη του ήταν παρατραβηγμένη.

     "Μητς!  Βούλωσέ το!" σούρισε.

     Είδε όμως να γυαλίζει του Θεού το χάντρινο μάτι.  Μια αλλιώτικη λάμψη στη κόρη του.   Ένδειξη που έκανε τον Καταχθόνιο να δαγκώσει τη γλώσσα του.

     "Έτσι έγραφε η αφίσα στου Νινίκου Τουρ πριν έξη χρόνια όταν πρωτοήρθα: `Εσπέρα ίσον Τριακόσιες-πενήντα-μέρες-λιακάδα '.  Οι φουκαράδες τύχη που την έχουνε."

     Θλιμμένος τώρα ο Μητς κοίταξε τον πυρόξανθο άγγελο που τριβόταν πάνω του εδώ και πόση ώρα  κ'  έγνεψε στα ξαπλωμένα ανέμελα κορμιά των ηλιαζόμενων τουριστών.  "Για φαντάσου νάρθανε τις δεκαπέντε μέρες πούχει μπουρίνι και  νεροποντή."

     "Πριν έξη χρόνια, Μητς;" γαργάρισε ο Σατανάς.

     "Κάπου τόσα.  Ήταν αλλιώτικος ο καιρός.  Παράδεισος."   Στο νεαρό πρόσωπο ξαφνικά τονίστηκαν τα χαρακτηριστικά του καθώς  μία αχτίδα ήλιου πέρασε από το τώρα μαυριδερό σύννεφο και τόφεξε.

     Τίποτε το ιδιαίτερο δε το ξεχώριζε στο Μητς..  Μελί στρόγγυλα μάτια, ανοιχτοκαστανά μαλλιά  κι  ένα ισχνό γένι.  Θα μπορούσε κάλλιστα κανείς να τον περάσει για επαρχιώτη. Κανακάρη κάποιου Αγχελινού κρασέμπορα.  Ή για εγγονό κάποιου ρασοράφτη απ' τη Χάλκη.  "Δε μου λες, με ποιον κουβεντιάζεις τόση ώρα κει πάνω;" ρώτησε  τη Σμερνομάτα δίπλα του.

     "Τ' ακούς, Κύριε;  Τα πράγματα ήταν διαφορετικά."  Γύρισε προς το Μητς, "Με το Θεό, ρε Μητς.  Με το Θεό.  Μπορεί και να σούχω σώσει τον ... το ‑‑ να γλίτωσες την αιωνιότητα αυτή τη στιγμή."

     "Δυνατό το πράμα, ε;"  Ο Μητς έκανε μια τζούρα και ο Σατανάς διέκρινε μόνο το ασπράδι των ματιών του.

     "Αμάν!"  Όλες του οι άμυνες μπήκαν σε συναγερμό.

     " Εωσφόρε! Τι καπνίζει ο θνητός!"  Έκπληξη, δέος και ανάθεμα ...

     Ο ουρανός κόχλασε.

     Τρελάθηκε.

     Ήταν θεόρατο καζάνι που 'βραζε πίσσα.  Ταλαντευόταν ν' αδειάσει από στιγμή σε στιγμή πάνω στις γυμνές ναρκωμένες σάρκες.

     Μαύρα σύννεφα κατρακυλούσαν παντού.  Σελάγίζαν φιλντισένιες λάμψεις έναντι στα ασημοκαπνισμένα απομεινάρια του γαλανού στερεώματος σα κυκλώπειες μπουρμπουλήθρες.  Πυκνότερο  κατράμι σούρωνε ταμάμ κατακόρυφα πάνω από του Μητς τη μαστουρωμένη γκλάβα.

     Ο Σατανάς πρασίνισε.

     Έσφιξε τα σκέλη του για να κρατηθεί.

     Γεύτηκε κόχλασμα από πικρό ιώδιο και στυφή αρμύρα.  Μυρουδιά ζεματιστή και αχνισμένη σα μολυσμένο οξυγόνο.

     Εγκυμονούσε σκοτώστρα θύελλα..  Δρολάπι που μετατόπιζε τον αέρα που ανέπνεε.  Τον αφαιρούσε.

     Δεν κάνω πίσω τώρα, σκέφτηκε ο Σατανάς.  Τράβηξε βαθιά ανάσα μέσα από τα σφιγμένα δόντια του.  Δεν ανέβηκα δω πάνω για να σώσω ψυχές.

     Να δυναμώσει τον γόνο του.  Αυτό ήθελε.  Το δυνητικό που έκρυβε το σπέρμα της ελεύθερης βούλησης μέσα στο Μητς.

     Πανούργος που ήταν και με τη σαγηνιά που διέθετε θάχε σίγουρα την ανθρωπότητα μέσ' τη χούφτα του.

     Παραληρούσε μέσα του, και τα λάγνα του μάτια στραποβολούσαν αμάχη.

     Ήθελε το αναζωπύρωμα των τύψεων, όχι αυτή τη κρίση ασυνειδησίας. Ήθελε τον άνθρωπο νάχει επίγνωση του Κακού.  Αν δεν ήξερε να ξεχωρίζει το Καλό απ΄το Κακό τότε πώς θα γνώριζε τον πυρόβατο δρόμο προς το Βασίλειό του;

     Μεράκλωνε ο Σατανάς στη σκέψη του ξέφρενου ρεμπελιού.  Στο να σπιρουνιάζει για διγνωμία.  Ν' ανοίγει παλιομοδίτικες πληγές όπως η λαθρογαμία.  Στο να δημιουργεί αυτούς τους χαριτωμένους (αλλά και τόσο κρυπτικούς) τίτλους σαν το 'business administrator', 'business manager' και 'businessman'.

     Παθιάζονταν για τη παλιά καλή Ματαιοδοξία.  Άδραχνε τους πάντες.  Σαν καλή πόρνη είχε πολλά ονόματα.  Τώρα τη λέγανε Φιλοδοξία, Κότσια, Θράσος, Ασυδοσία...

     Ονειροπολούσε τον πιο ευχάριστο εφιάλτη του ο Αντίθεος.  Έβλεπε τρανό φευγιό να σέρνεται μπροστά του.  Κι' αυτός να διατάζει να βρουν κι' άλλα καζάνια για τα ξοφλημένα.

     Να το βουλώσει, το μόνο που ήθελε από τον Μητς.

     Ανακλαδίστηκε ο Σατανάς να φέρει τα πράγματα σε αταξία για όνομα του Χάους.

     Μέσα στα πολλά ταξίδια και προσωρινές διαμονές του στην επιφάνια, κατάφερε να δει ότι δεν ήταν πως οι θνητοί δεν τον υπολόγιζαν, όχι!

     Οι άνθρωποι, απλά, λιγοψυχούσαν πιότερα αντικρίζοντας την ευτέλεια μέσα τους, και το τι μπορούσε να τους φέρει σαυτή τη ζωή, απ'  ό,τι  ο ίδιος στην άλλη.

     Απλούστατα, ο κόσμος φοβόταν περισσότερο για το εδώ και τώρα παρά το 'εκεί' και το 'μετά'.

     Γιαυτό σήμερα θέλανε γνωριμίες, την Καινούρια Τάξη, προφυλακτικά, ζωή για τη Ρουάντα.  Κι όλα άρχισαν όταν ξεφύτρωσαν εκείνοι οι χίπηδες.  Και πιο πρόσφατα, όταν μαθεύτηκε ότι εκείνος ο τύπος ο Τίπλερ πληροφορούνταν εμπιστευτικώς  κι' ευθέως από κει 'πάνω' ψηλά.

     Ο Σατανάς μούγκρισε και μία χρυσόμυγα που τον τριγύριζε έπεσε βολίδα στην άμμο.       Είχε ανάγκη από κλασσική και σαφή αμαρτία.  Αυτήν ακριβώς που καταδίκαζε το Ευαγγέλιο.  Χρειαζόταν θεοφοβούμενους αμαρτωλούς.  Όχι αυτές τις μπούρδες, 'ξερίζωμα αμφιβολιών' και 'ψιλή-τεχνολογία-για-ψιλή-ειρήνη'.

     "Τα μυστήρια είναι Μυστήριά Μας," γρύλισε και κόντεψε να σκάσει.

     Όχι γιάπηδες να κράζουν, "Μοιράστε μερίσματα κι' όχι πολέμους" ή οικολόγους να ξελαρυγγίζονται, "Κράτα καθαρό το γαλανό".

     Ήθελε αντί για 'Πάτερ ημών...' ''Όζον ημών...' και το πράσινο να γράφει 'In Arms we trust'.  Και, για όνομα του Σκότους! γρήγορα, η επαναφορά του Τείχους.

     "Αυτουνού του πέφτει όλη η δόξα," μουρμούρισε ο Σατανάς, "και σε μένα το άγανο."  Ήταν πολλά αυτά που δικαιωματικά ήταν δικά του. 

     Τα ηλιοψημένα μάγουλά του και τα θηλυκά πετιμεζένια του μάτια, μισοκρυμμένα από εκπληκτικές βλεφαρίδες, ανασηκώθηκαν προς τον Μεγαλοδύναμο.

     "Κύριε, ξέρεις πως οι θνητοί φουμάρουν κανναβούρι.  Ρίχνουν άσπρη.  Τραβούν μυτιές 'χιονάτης' και κρακ.  Ρουφάνε "έκσταση".  Χάφτουν αμφεταμίνες κι ηρεμιστικά ‑‑ κι' ό,τι άλλο χαπάκι τους 'φτιάχνει'.    

     "Παντογνώστη, είσαι ενήμερος για τ' ότι μπεκρολογούν του θανατά, πως καπνίζουν μέχρις να γίνουν οι ίδιοι καπνός, τρωνε ίσαμε να τους φαει το φα'ί'."

     Τα είπε και πήρε βαθιά ανάσα.

     "Οι άντρες πορνεύονται και οι γυναίκες τους τούς κερατώνουν.  Άνδρες μοιχεύουν με άνδρες και οι γυναίκες η μία με την άλλη ‑‑ και θα ξέρεις οπωσδήποτε ‑‑ πως η απάτη σήμερα μέσα στον έγγαμο βίο είναι τόσο ελεύθερη και συνηθισμένη όσο έξω απ' το θεσμό."

     Το βαρύπυκνο νεφέλωμα κρεμόταν επίμβουλα πάνω από του Μητς την πρησμένη κούτρα.  Ο Σατανάς πρόσεξε πως αυτή τη φορά ο Μητς μόλις και μετά βίας αντιλαμβανόταν την σκοτεινιά να τον απορροφά.

     Ο Αντίθεος ένιωσε κατάφωρη λιποψυχία, και τότε ένα ξεθύμασμα  θυμού για το αδιάκοπό του ψυχομαχητό τον συνεπήρε.

      Λαχτάρησε.

     Σφάλισε τα σαγηνευτικά μυγδαλωτά του μάτια σφιχτά, ανασκουμπώθηκε, κι απότομα τ'  άνοιξε.

     "Κύριε, οι φυλακές είναι τόσο γεμάτες που ξερνάν τσόλι και σκύβαλο πίσω στα σοκάκια.  Αστυνομικοί, δικηγόροι, πολιτευτές, γιατροί," κόμπιασε λίγο, "ιερωμένοι,  μεταστρέφουν την επισκόπησή τους σε άλλα ... "

     "Τι θες να πεις;" o Πλαστουργός βρύχηξε πάνω από τον αφασιακό Μητς, που δεν έλεγε να λασκάρει τη γόπα που κρεμόταν ανάμεσα στα δύο του δάχτυλα.

     "Οι εκκλησίες Σου είναι μισογεμάτες τις Κυριακές.  Οι δικές μου ‑‑ τα μπαράκια και τα καζίνο και τα καταγώγια ‑‑ είναι τίγκα κάθε μέρα, και χειρότερα απ' τα μπουντρούμια τα βράδια. Για καθένα δικό σου ναό υπάρχουν χίλιοι δικοί μου, Κύριε.

     "Τι θέλω να πω;"  Ο Σατανάς έριξε ένα βλέμμα στον Μήτς.  Τον είδε έτοιμο  να μπατάρει.  Τα μακριά μανικιουρισμένα δάχτυλά του άρχισαν να χτυπούν νευρικά στη γάμπα του.

      "Θέλω να πω η πελατεία μου 'κάτω' είναι πολύ λιγότερη απ'  ότι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.  Μάλιστα ούτε καν αναλογεί, Κύριε.  Εννοώ ... εννοώ να, δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ 'κάτω κει' και δω πάνω άλλο.  Παλιά είχα το αδιαχώρητο.  Δεν είναι έτσι πια.

     "Κάτι, κάπου δεν πάει καλά...δεν πάει κακά...δεν πάει καν..  Οι θνητοί δεν αμαρτάνουν, δεν βεβηλώνουν το Νόμο, από απλή κακία ή ασχετοσύνη ή από ασέβεια προς την ενοχή.  Έχουν τύψεις και υποφέρουν, αλλά σιγά-σιγά τακτοποιούν τα πράγματα μόνοι τους.  Η Ανομία πια τους είναι απλά και μόνο μία πρόσθετη αφηρημένη έννοια που έχει τσονταριστεί στην ήδη μπουκωμένη λίστα παράδοξων, που τους σερβίρουμε με την σέσουλα εδώ και χιλιετίες.  Ξεκρέμαστη κι' αυτή.  Ούτε καν τη σχολιάζουν πλέον οι γραμματισμένοι, θέλω να καταλήξω.  Κι οι θνητοί σήμερα είναι περισσότερο ξεμπροστιασμένοι στην ενημέρωση και στην ειδημοσύνη από άλλοτε ποτέ.

     "Ή...ίσως..." Πέταξε τη σπόντα μεταξωτά-μεταξωτά, "μήπως...Κάποιος δεν εκτελεί το μερίδιο των χρεών Του;"

     Ένας φονικός ρόδινος κροσσός ψέκασε το ολόγυρο άπλωμα.   Ακούγονταν παντού να σπαρταρούν ηλεκτροστατικά σπινθηρίσματα. Βρομούσε ο τόπος από μολυσμένο οξυγόνο.

     "Με κατηγορείς για αποχή!  Εμένα!"

     Καγκέλωσαν οι τρίχες του Σατανά.

     Αμμοστροφοδίνες ανάβλυζαν και χοροπηδούσαν παντού.  Σβούριζαν στητά πάνω απ' τα ζαβλακωμένα τσίτσιδα κορμιά.  Όρμησε τότε καταπάνω τους ένας πουντιάς που το πέρασμα του έμοιαζε με το δρεπάνισμα του Χάρου.  Σαν μια  παγερή σκιά από κάτι το αχανές που μούδιαζε τον χώρο και τον χρόνο.  Πέρα, στον απόμακρο ορίζοντα, άρχισε να σκαρφαλώνει ένα τερατώδες παλιρρο'ι'κό κύμα που σωρευόταν σ' ένα άλπειο τείχος.

     Σα σφήνες οι αμμόκοκοι καρφώνονταν στου Σατανά τη πλάτη, βαρώντας του έξω την ανάσα. Τώρα, όχι και πολύ μακριά, σύννεφα και νερά ενώθηκαν.  Έγιναν ένας ερεβώδης πλατινένιος όγκος-- μια πνιγηρή συμπίεση θάλασσας κι ουρανού.

     Ο Μητς, με ριγμένο το κεφάλι πίσω, μασέλα να κρέμεται, ούρλιαζε σα χτυπημένο σκυλί.  Ουρλιαχτό που ο Σατανάς παρόμοιο ποτέ του δεν είχε ακούσει.

     Αυτό ήταν, σκέφτηκε.  Φουκαρά, Μητς.

     Ποιος Τον σταματά τώρα;  Το εγώ Του είναι το πιο μεγάλο που υπάρχει, και θα τα  κάνει γυαλιά καρφιά, μαζί και τον Μητς.  Χρειάζομαι χρόνο, αλλιώς....πάει ο Μητς: η μία και μόνη ανόθευτη, ανεπηρέαστη απ' την εποχή ψύχή, που δίνει μάχη ανάμεσα Αρετής κι' Ακολασίας.  Ο Μητς, ο πατροπαράδοτα γνήσιος, ακόμα μη απολωλώς στη μόνο κατ' όνομα και μηχανική δοξολογία, στον οχαδερφισμό..  Επί τέλους, ο λυτρωμένος άνθρωπος.  Η τελευταία ευκαιρία ν' ανακαινίσω το Βασίλειό μου‑‑και να που μου τα κάνει μούσκεμα Εκείνος.

     "Κύριε," είπε ο Σατανάς, με φωνή συριστικού ψιθύρου, "ο θνητός αυτός είναι πρωτείο μοναδικό.."

     "Τι λες, Τρισκατάρατε!"  Οι ουρανοί έτριξαν.  "Δεν είναι  μαστουρωμένος, όπως όλοι οι άλλοι;  Τι  το ιδιαίτερο με τον Δημήτριο Καλογείτονα του Διονυσίου και της Αρετούσας;  Θα τους σβήσω όλους!"

     "Δε με νοιάζουν οι άλλοι," είπε ήρεμα ο Αρχιψεύτης.  "Έτσι κι' αλλιώς δε θάρθουν κάτω." 

     "Και ποιος λεει ότι προορίζονται για τον Παράδεισο!"

     "Ο Μητς όμως, Κύριε, μπορεί...ίσως να 'ναι η εξαίρεση."

 

***

 

     O Σατανάς χούφτωνε άμμο και την έριχνε πάνω στη ξανθοκόκκινη γύμνια του.  "Αυτό προσπαθώ να σου πω, Κύριε.  Σήμερα πεθαίνουν μεν περισσότεροι, αλλά οι ψυχές που μου έρχονται όσο παν και λιγοστεύουν.  Και βάζω στοίχημα το ίδιο συμβαίνει και στον Παράδεισο."

     "Αλήθεια, ο τελευταίος αιώνας ήταν λίαν λιτός.  Νόμιζα πως παραστρατούσαν στα δικά σου λημέρια.  Θάναι εκατομμύρια ανεξιχνίαστες--"

"Δισεκατομμύρια! Σεισμοί και πλημμύρες στην Ασία κι Αμερική, λιμοί και επιδημίες στην Αφρική, αψιμαχίες και πόλεμοι παντού‑‑"

     "Στο καθαρτήριο;"

     "Όχι.  Τόψαξα."

     "Τότε πού;" ρώτησε ο Θεός, και φύσηξε ο λεβάντες.

     "Από το τέλος του Δεύτερου Μεγάλου Πολέμου, με κορύφωση τη δεκαετία του εξήντα και εξισορρόπηση στη δεκαετία του εβδομήντα, κάποια ώριμη δύναμη έχει εισχωρήσει μέσα στη φύση του Καλού και του Κακού, Κύριε."

     "Στη Δημιουργία;"  Ο Μεγαλόκαρδος τέντωσε τα απέραντα κάτασπρα φρύδια του πάνω στις τρίχες τους που κούρνιαζαν περιστέρια.  "Μα οι Κανόνες Μου είχαν θεμελιωθεί από πολύ πιο πριν."

     "Εμείς οι δύο το ξέρουμε.  Αυτοί όμως;"

     "Λες να το έχουν ξεχάσει;   Μήπως αυτές οι μαύρες τρύπες ‑‑ εκείνος ο 'ορίζοντας των  γεγονότων' ‑‑ που ανακάλυψαν πρόσφατα, και κείνη η κοσμοχαλασιά περί flower power, make love not war και τα τοιαύτα να τους καταπίνουν;"

     Ο Σατανάς έριξε ένα βλέμμα στο Μητς και τον είδε να παλαντζάρει.  "Κύριε, Τι γίνετε αν σταματήσουν να Μας αναγνωρίζουν, να Μας δίνουν πίστωση;  Αποθεώσουν τον Leary, Sagan, το CNN, το 'Η Φυσική της Αθανασίας' ;  Πως μπορούν η Πίστη και ο Θεοφοβισμός ν' αντέξουν σε τέτοιους χείμαρρους πληροφοριοδότησης, και κατατόπισης, σ' ένα κατακλυσμό γνώσης και έκθεσης στο κάθε τι που άλλοτε ήταν μονάχα απόκρυφό Μας;  Γιατί, Κύριε, δεν πυρπολούν άλλο τους επιστήμονες, τους λόγιους και τους δημοσιογράφους;  Μήπως πίστεψαν τα θνητά εκείνο που είπες κάποτε;"

     "Δηλαδή;"

     "Να, 'Και Ως Θεοί Έσεσθε.' "

     "ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΩΝ!"

     Η θάλασσα φούσκωσε, πρήστηκε και γκρεμίστηκε σα να πήρε τούμπα το Έβερεστ ...  Η γη τρέμισε και πλημμύρισε σα σκεμπές ξέχειλος στο άκουσμα αυτής της Αλήθειας.  Τώρα τα σύννεφα αναδιπλώθηκαν και πυκνώθηκαν σε τιτάνια αστραπόφεγγα κουβάρια.  Έκρυψαν το αντήλιο της μέρας και γόμωσαν το στερέωμα προς  όλα τ' αζιμούθιά του.

     "Φρικτό!!!" στρίγκλισε ο Μητς αφηνιασμένος.

     Ο Σατανάς, που είχε κατάκλειστα τα μάτια του, τον ένιωσε ν' αγκομαχά, να συσπάται και να τινάζεται πέρα-δώθε ασταμάτητα.  "Κρατήσου, γιαβρί μου," του φώναξε, "λίγο ακόμα.  Μη πας και μου γίνεις στήλη άλατος.."

     Σε συνέχεια κοίταξε ψηλά, στο χάλι που ήταν ο θόλος, κι' είδε το Θεό να προβάλει από κάτω.

     "Καλά.  Εντάξει.  Καταλάγιασε.  Αν όμως το πίστεψαν;"

     "Τότε ... Ξέρεις."

     Ο Θεός έγνεψε κατάφαση και το έδαφος κάτω από τον Μητς έκανε ένα "γδούπ" σαν το στερνό χτύπο μιας νεανικής καρδιάς.

     "Όχι!"  Ξεφώνισε ο Σατανάς.

     "Ναι." 

     "Αχ, το καημένο," αναστέναξε ο Τρισκατάρατος.

     "Θα προτιμούσες τη Νέμεση, τη Πλημμύρα, τα Σόδομα και Γόμορρα, όλ’ απ' την αρχή;  Η θρησκεία, οποιαδήποτε θρησκεία, επισφραγίζεται με την Πίστη ως όρο."

     "Γιόκ Πίστη, γιόκ θρησκεία;"

     "Ορθόν.  Και άνευ θρησκεία...ο Άνθρωπος έπεται.."

     "Έτσι απελευθερωμένος;" μισομουρμούρισε ο  Πεσών Άγγελος, και τα μάτια του έλαμψαν μαύρο φως.

     "Είσαι έτοιμος για τον Άνθρωπο, αδέσποτο στον πλανήτη Γη;"

     "Αν 'Είμαστε έτοιμοι ... ' " διόρθωσε ο Σατανάς πονηρά.

     "Ώστε ο Μητς είναι ο απομείνας Πιστός."

     "Ο μόνος και τελευταίος έντιμος της Πίστης, λένε οι πηγές μου.  Αλλά προσπαθεί να κακιώσει.  Το είδες."

     Ο Σατανάς στήριξε τα κότσια του, "Άστον να τα βγάλει πέρα μόνος του, Κύριε.  Όχι σαν τον Πρώτο.  Να δούμε ποιος θα κερδίσει τη διελκυστίνδα μ' αυτόν τον τελευταίο, παστρικά κι' όμορφα.  Θα πάρω πίσω ό,τι είπα για το Ποιος δεν εκτελεί το μερίδιο των χρεών Του."

     "Καθηγητάκος δεν είναι;  Ελληνόπουλο που μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη.  Mπορεί και τα καταφέρνει με τα παιδιά.  Απροσποίητος, όμως λίγο ωμός, άγαρμπος."

     "Αυτός είναι.  Έκλεισε η δουλειά;"

     "Και βέβαια."

     "Να δώσουμε χέρια;"

     Ο Θεός λοξοκοίταξε τον Σατανά.

 

***

 

     Οι ουρανοί χαμογέλασαν.  Τα σύννεφα εξατμίσθηκαν.  Ο καλοκαιρινός απογευματινός ήλιος έλουζε ξανά μια ακρογιαλιά σπαρμένη με μπρούτζινα κορμιά.  Ο Μητς έπαψε να τρυπά τα χέρια του μέσα στην άμμο για ν' αντιμετωπίσει άλλο σεισμό.

     Κοίταξε με μισόκλειστα μάτια τον ήλιο.  Όλα ήταν μια παραίσθηση, σκέφτηκε.

     Κοίταξε γύρω του.  Η πυρομάλλα του σήκωσε το χέρι από πέρα.  Στεκόταν μπροστά σ' ένα τοξοειδές άνοιγμα κάτω από το γκρεμό.  Του φύσηξε ένα φιλάκι και με τα δάχτυλά της σχημάτισε το σύμβολο της νίκης καθώς απομακρυνόταν.

     Ο Μητς κοκκίνισε αγναντεύοντας το χοροπήδημα των γλουτών της, έτριψε τα μάτια του που έτσουζαν και συνειδητοποίησε όταν τ' άνοιξε πως έγνεφε προς ένα άδειο χώρο.

     "Ποτέ ξανά," είπε και σωριάστηκε.

     Κουλουριάστηκε κι αποκοιμήθηκε.

     Ονειρεύτηκε ότι έπαιζε πόκερ με δυο περίεργους τύπους.  Ένας φορούσε μεταξωτή ρόμπα κι ο άλλος το 'παιζε a la Σποκ, και η παρτίδα που του μοίρασαν ήταν η χειρότερη που μπορούσε.

     Όψη απογοήτευσης σκίασε το πρόσωπο του Μητς.  Μια πικρία, αποκάρδιωση.  Σα να του είχαν κλέψει τη χαρά και τη γαλήνη του, που φάνταζε γυμνή στο έλεος όλων ...