Δρακόπουλος Ιωάννης
Το όνομα μου, Δρακόπουλος Ιωάννης. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, όπου ζω κι εργάζομαι ανάμεσά σας. Καλωσορίζω τον Περιηγητή που αναζητά κρυμμένους κόσμους, ριζωμένους με μελάνι πάνω σε τούτες τις λευκές σελίδες. Σε προσκαλώ λοιπόν, να γευτείς αυτό το λιγοστό που προσφέρω, ως απολαυστικό επιδόρπιο στην μονόχνοτη ζωή μας. Παίξε με το φως κι το σκοτάδι στον απόηχο του πραγματικού. Μεταλλάξου σε έναν μικρό θεό, άπλωσε τα φτερά της φαντασίας σου κι γνώρισε την απαράμιλλη ομορφιά της.
Πόλη
Όσο μένω μακριά σου, κλαίω στη σιωπή,
είσαι εσύ ο λόγος, που κρατώ ακόμη,
ηνία στα χέρια μου λαών και πλήθους μέγα.
Αιτία που ‘γίναν όλα τούτα τα παράδοξα απόψε,
ποτάμι ανέγγιχτο της μοναξιάς μου η νιότη,
απάγκιο διακοσμημένο με χρυσό, κι πέπλα αιθέρια Βυζαντινά,
μετάξι πορφυρό, δεμένο ανέμελα με ύφος ακόρεστο,
στα δάχτυλα μπλεγμένο,
δάκρυα να σφουγγίζει, η μοίρα του όρισε ζωή.
Αναζήτηση
Χρόνια ολόκληρα ως ποιητής έχω να νοιώσω,
χορταριασμένη αγνότητα της γης κι τ ουρανού,
χίλιες ορθάνοιχτες κραυγές στα δάχτυλά μου,
κι ένα σπαθί να γράφει με ψαλμούς.
Όσο κι αν φεύγω απ της θύελλας την βράση,
πάλι γυρίζω τα μάτια μου εκεί,
λες κι η νιότη μου απόψε θε’ να χάσει,
την άλλη μου μειλίχια αφή, του κορεσμού,
Ω δαίμονες, φυσάτε μανιασμένα,
κι η φαντασία γοργοπόδαρη πετά,
σε ύμνους του στιλπνού θεού Ορφέα,
αντίλαλος στα κύματα χωρίς φτερά.
Ολόγιομο φεγγάρι, τα ενύπνιά μου,
κι ένα δάκρυ που πέφτει κρυφά.
χρόνια ολόκληρα ως ποιητής έχω να νοιώσω,
σαν έχασα στην μακρινή Χρυσή εποχή,
τους σπόρους της Ζωής.
Ελένη
Εύχαρις κι συνάμα κατηφής,
ανθός μοναχικός σε κήπους απροσπέλαστους,
δάκτυλα γύρω της, αδημονούντα,
τα πέταλά της να γευθούν,
παραπέτασμα θεάτρου τα βλέφαρά της,
κι η αυλαία γιορτινή.
Οι οφθαλμοί της ακέραιοι, το πεπρωμένο κοιτούν,
φτερά πήγασου δεμένα στην ψυχή της,
αλλά βαρύς ο ουρανός.
σε ποιόν θεό, σε ποια μορφή,
σπονδή να τελεστεί.
Απηλιώτη, τους ασκούς σου άνοιξε,
στα πανιά της δώσε πνοή.
δροσοβόλε ουρανέ, άπλωσε το πέπλο σου,
στων θνητών τη μακάρια γη.
Όπου υπάρχει ποίηση εκεί κι ο θεός,
η καρδιά σίγησε πια,
κι το όνειρο πλέον, οδηγεί τις μαριονέτες,
σ’ ένα ντελίριο χορού,
στα φώτα της πόλης.
Χοάνη
Αδειάζω την τερπνή μου σκέψη,
χίλια είδωλα κι εικόνες χύνονται,
το χώμα γεμίζει σημαίες, κι η πνοή μου,
ως ταύρος μαίνεται κι στροβιλίζεται,
βρόγχοι ανεμίζουν στα καρποφόρα άλση,
κι εσύ, παρουσία σφαλερή, της νιότης μου ανάγκη,
δίχως χροιά, δίχως οσμή κι, δίχως χρώμα,
τα πόδια μου στη γη τα χέρια μου στη λάσπη.
Σμιλευτής
Μια σκέψη κι μια σμίλη αρκούν,
να σταλάξουν στα δάκτυλα σκιές των καιρών,
να πλέξουν στα φύλλα παραμύθια ωδών.
Εμπνέουν την μούσα, με πλουμιστές αράδες,
στύφουν τα λόγια κι ποιούν βασιλιάδες.
Ομιλούν για τους κόσμους που ζουν στη σελήνη,
για χρυσαυγές δροσοβόλες,
κι λευκούς υακίνθους.
Περίπου στα λόγια, βαδίζουν τ Ομήρου,
μιλώντας για μύθους σε κόσμους του ονείρου,
παλιά παραμύθια, με όμορφους θρύλους,
για ψιθύρους και γέλια, στις λόχμες, παιδιών,
κι μέσα στους κρίνους,
στις πηγές των κρωγμών,
μες απ τους στίχους,
στις ζωές των πολλών.