Βασίλης Κυρηζής
Ο Βασίλης γεννήθηκε το 1977, σπούδασε στη Θεσσαλονίκη και του αρέσει ο Κοσμάς Πολίτης...
Dementia. Το Έρεβος.
*
Οι περισσότερες απο τις εμπνεύσεις γεννιούνται μεσα σ΄ ένα απροσδιόριστο συναίσθημα έλλειψης του αντικειμένου που εκφράζει τον πόθο, όλη η δημιουργία, συγκρινόμενη με τη μεγαλοπρέπεια που τα ίδια τα βιώματα έχουν, μοιάζει να ειναι σαν αποξηραμένο τρόφιμο, απολειπόμενο της υγρασίας που το κανει πηγή ενέργειας. Νιώθω μέσα μου τώρα πιότερο απο ποτέ αυτή την αλήθεια, που συχνα φανερώθηκε μπροστά μου απο τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι ο ξεκομμένος κόσμος της θεώρησης είναι τελικά κι εκείνος που κυριαρχεί στη αντίληψη της χαράς και της ηδονής.Είμαστε συνηθισμένοι απο την αποστειρωμένη καθαριότητα και το καλλίγραμμο σχήμα με το οποίο εμείς οι ίδιοι παρουσιάσαμε το πάθος μας, το ένα, το κύριο αυτό οπου μεσα του μπορεί και χωράει όλος ο κόσμος, αρκούμαστε κάθε φορά στα υποκατάστατα και στην έκφραση μονάχα των αντικειμένων παρά στην ίδια την υλική τους υπόσταση που στέκεται άγρια και ζωντανή. Φοβισμένοι και ασυνήθιστοι έτσι απο τ’ ανόθευτα εκκρινόμενα υγρά του και την μυρωδιά της γεννετήσιας ορμής αρεσκόμαστε στην εκφυλισμένη ηδονοβλεπτική θεώρηση του μόνο και, χειρότερα ακομη, προσπαθούμε να το φέρουμε στην αφύσικη καλλωπισμένη μορφή του, αυτή που ανάγαμε και σε ιδανική.
Ωστόσο, λες και δεν μου έμειναν πια πολλά, σαν στερημένος απο την έξαψη και τη κίνηση που εκδηλώνει την αντίθεση στην εντροπία, το μόνο εγχειρίδιο που έχω τώρα στα χέρια μου ειναι η καλλίτροπη έκφραση, η σεβούμενη της γλώσσας, περιορισμένη απο τους κανονισμούς που ριζώθηκαν απο τη πρώτη κιόλας στιγμή, όταν αρθρώνονταν οι λέξεις απαξιώνοντας τη δύναμη της κραυγής.
Τούτες όμως οι κουβέντες δεν φτάνουν και είναι παραπανίσιες για να δώσουν πάλι πνοή και χρόνο σε στιγμές που χάνονται μεσα στο βαθύ σκοτάδι των περασμενων γεγονότων, πολτοποιημένες απο την ανάμνηση-σαν επιταγη με προσωπικό μονάχα αντίκρυσμα-φθηνή όσο και υπεράξια. Και όλη αυτή η φασαρία γίνεται για μια και μοναδική ύπαρξη, εκείνη που τόσο αβρά οι αγγέλοι ονομάσαν Μύριαμ, ένα πρόσωπο ανάμεσα στα χιλιάδες, ασήμαντο στη πολύπλοκη ροή των συμβάντων μα αναμφισβήτητα ένα μόριο σπέρματος μια πεμπτουσία της ύπαρξης, γρανάζι του μυστικού του σύμπαντος και μηχανισμός που διατηρεί τους πλανήτες στη τροχιά τους-ποταπός όσο και υψηλός στο νοημά του.
Μορφή σαν τη δική της μου είχε γίνει οίκεια παλίοτερα, απο πολύ νωρίς ακόμα, πίσω στη πρώτη νεότητα όπου οι λειτουργίες απαίδευτες δεχόνταν τα ερεθίσματα και τ’ αξιολογούσαν με βαθύτερη αντικειμενικότητα, γνωρίζοντας να εκτιμούν καλυτερα την μαγεία που το ένστικτο δίνει.
Έτσι έγινες αντιληπτή ως αέναη ομορφιά που είχε χαιδέψει τ’ όνειρο μου, ως ξένο κορίτσι που δροσερά γνώρισα όταν το κύμα μουρμούριζε απαλά και τ’ αεράκι μ’ αγκάλιαζε, σαν ανάμνηση γεμάτη ριγος ευχαρίστησης, το ύμνιστο νόημα που αποσβωλομένα στέκονταν μπροστά του τ’ άγουρα χρόνια.
Οι καιροί σε ξαναποκάλυπταν περιοδικά, τυχαία, θύμιζαν απλά έτσι την ύπαρξη σου κανωντας σε απουσία, συμπέρασμα ότι δεν υφίστασαι στη ζωή μου, ένα ιδανικό που δεν μπορούσα να ξέρω αν ανεκτιμούσα, τοποθετημένο κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ως ευφημισμένος τόπος ξεγνοιασίας, το στατικό ιδεώδες, η παγιωμένη γλυκύτητα. O χρόνος έδωσε βήματα σ’ ερεθίσματα που παρουσίαζαν ομορφιά νεογένητη, πρωτοπαρουσιαζόμενη. Είδα την ευμορφία με τρόπο που δεν είχε υποπέσει στην αντίληψη μου πρωτύτερα, πρόσωπα και φύσεις που με συνεπαίρναν στο δικό τους ρυθμό, έτσι όπως θα έπρεπε να γίνει, η έπαρση των γεγονότων.
Έτσι η νύχτα μ’ έφερνε πια σε δρόμους της λήθης και μονοπάτια που μισοφωτίζονταν απο τη λάμψη που δίνει το φως στο καπνό. Με συγκεντρωμένα όλα τα κορμιά, σαν σε τελετουργία γότθικη, μυστική του Ερέβους, τότε όταν το χάος προσπαθεί ν΄ανακαλύψει τον έρωτα, τότε σε είδα. Σε είδα και δεν ξαφνιάστηκα καθόλου, σαν σε καθρέφτη αρέστηκα μόνο στη βλέψη. Έχωντας σε έτσι μπροστά μου δεν έβαλα σε λειτουργία καμιά προσπάθεια. Σε είχα ξαναδεί μ’ αυτό το τροπο και ήξερα ότι το να προσπαθήσω να μπω κλεφτά στη παράσταση δε θα οδηγούσε σε τίποτα. Ήθελα τη κύρια είσοδο ανοιχτή, στρωμένη με χαλί που καλοδέχεται τιμητικά τον επισκέπτη. Γι’ αυτό, μέσα στη φθήνια της όλης κατάστασης, στη βρωμιά της πολυκοσμίας, μέσα στο απεχθές καταγώγι ένα φως άναψε απο κάπου κρυφά και κάλυψε τη σκηνή που σηματοδότησε την διαδικασία. Ένιωσα το άγγιγμα και τη φωνή σου να μου δίνουν το χέρι προς μια πόρτα που έβγαζε πίσω, στην σκοτεινή πλευρά των ματιών σου, δείχνωντας έτσι τον τρόπο που το όνειρο μπορεί να ‘χει υλικό αντίκρυσμα μόνο στη καθε στιγμή της μέρας.
**
Απο τα γελοιότερα πράγματα που μπορεί να γίνουν είναι τα δραματικά ποίηματα γεματο στόμφο, κακομεταχειριζόμενα τις άγνωστες λέξεις και παρασυρόμενα απο τη μαγεία των αισθησεών. Puta mierda ωστόσο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ αποτυπωθεί όλη αυτή η χάρη, τότε όταν τα μακριά μαλλιά της αντίφεγγαν στο γκρίζο κυριακάτικο απόγευμα του Οκτώβρη πάνω απο τα κανάλια, όταν σιγανά μου αποκαλύπτοταν οι διπλώσεις του χαρακτήρα της. Η ησυχία των λεπτών, το κύλισμα του νερού, η συμπλεγματικότητα του χαρακτήρα της, η μοιραιότητα της παρουσίας της.
Ωω Μύριαμ (η απαλή σου σκοτεινιά της μυρωδιάς του Φθινοπώρου)
Η απλότητα μοιάζει σαν ικασία πάνω σου.
Σκοτεινό Φθινόπωρο και οι σειρές των σπιτιών δεν υπόσχονται τίποτα,
εκτός απ’ το δικό σου. Σταματώ μπροστά του και μπαίνω.
Μ’ένα μαγευτικό ιερόσυλο φως,
στη σκιά του αυτοτραυματίζεσαι γλυκα, παρανοικά.
Με την άλογη ομορφιά σου,
αυτή που αιώνια ταλαντευότανε μέσα μου
και πήρε μορφή στην υποστασή σου.
Γλυκειά Μύριαμ, σκούρο Φθινόπωρο αναβλύθηκε
όταν νόμισα τα βάθρα του λειψά.
Τώρα πια είναι η σειρά του.
Έτσι λοιπόν. Η απλοποίηση της ύπαρξης της ήταν τόση που οι απλές επιθυμίες κυριαρχούσαν τελικά στο κορμί της. Πεινούσε και όταν πεινούσε το δήλωνε αμέσως μ’ ένα τρόπο λες και ο νους ξαφνιαζόνταν που δέχτηκε ένα μήνυμα απ΄το πουθενά. “Είσαι σαν μαγνήτης” έλεγε, κι έβγαινε απο τα χείλη της σαν ν’ ανακάλυπτε μόλις ότι υπάρχει ένα τέτοιο συναίσθημα. Άσχετα που η φυσική της ανηθικότητα μπερδεύονταν τελικά απο την κοινωνική οργάνωση του μυαλού της. Γι’ αυτό και σαν αργότερα βρεθήκαμε στο κρεβάτι, έχωντας μιλήσει ήδη περί του δεσμού της, ξυπνούσε κατόπιν απότομα μεσα στη νύχτα και θυμότανε πως έχει ήδη φίλο και άρχιζε αλαφιασμένη να επαναλαμβάνει συνέχεια ότι έβγαινε εκείνη τη στιγμή απο το νου της. Έναν ασταμάτητο σταθερό μονόλογο, γεμάτο απο τις ίδιες φράσεις, σαν ν’ άδειαζε μπροστά της όλες τις διαδικασίες της σκέψης χωρίς ν’ απορρίπτει καθόλου τα ενδιάμεσα στάδια, σταματώντας μόνο κάποιες στιγμές ξαφνικά, κοιτώντας με και σκάζωντας ένα χαμόγελο σαν μόλις να μ’ είχε δει στο δρόμο.
Θανατηφόρα απλή, χωρίς όμως να μπορείς να τη παρεξηγήσεις και να τη κακομεταχειριστείς λόγω της απίστευτης ομορφιάς της. Φορούσε μοδάτο παλτό, αρβύλες άδετες και σχολική τσάντα με αρκουδάκια, όλα μαζί. Σκουλαρίκια παντού, στα χείλη στη γλώσσα στο στήθος, στον ομφαλό και αλλού. Το τέλειο σύμβολο της ενστικτώδους ύπαρξης, ελάχιστα επηρρεασμένη απο τα εμβάσματα που έπρεπε να δίνει στο περίγυρο. Η άλογη γοητεία,αμφότερα ποθητή, με έμφαση ωστόσο στη φυσική της τάση παρά στην επίκτητη, τη παραφύσιν. Διέγειρε κατευθείαν στο κέντρο της βασικής λειτουργίας, της ενστικτώδους χαράς. Όταν στεκόμουνα χαμηλά, σκυμένος μπροστά απο τον ανθισμένο κήπο της, στο κενό που μπορούσε ν’ αγκαλιάσει όλο το κόσμο, στο βάθος όπου χωρούσαμε όλοι μας, ένιωθα την αέναη ομορφιά να ρέει προς το μέρος μου χωρίς καμιά στρατηγική κι αναμονή του πάθους, να δίνεται χωρις κανένα σκεπτικό και σχέδιο. Κι εγώ, αδύναμος και μαζεμένος απο το δηλητηριασμένο πύον της κόσμιας αντίδρασης, που με παρεμπόδισε με αδράνεια, να στέκομαι ανίκανος ν’ αντιληφθώ τη στιγμή σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια.
“Είμαι χαζή” έλεγε “Χαζή και βαρετή.”-έβλεπε τα πράγματα καθαρά στη πεζοτητά τους- “Μη το λες αυτό (κούκλα μου), άσε κάναν άλλον να το πεί”, “Δεν μπορώ να θυμηθώ και πολλά πράγματα…. δεν έχω καλή μνήμη….όμως θυμάμαι ολόκληρο το πρόγραμμα των συναυλιών..!!” πετιόνταν ολο χαρά. Όταν πάλι θυμότανε τον boyfriend άλλαζε τροπάρι “ Δεν είναι σωστό αυτό που κάνω, είμαι εδώ μαζί σου, μ’ ένα ξένο…δεν μπορείς να καταλάβεις, έχω δεσμό!”, “Μη μ’ αγγίζεις” μου λεγε και ξαφνικά έσπρωχνε τα χέρια απο πάνω της-μετά, με το που συνέχιζε η κουβέντα, ερχότανε ξανα προς το μέρος μου και άρχιζε αυτό που ήξερε καλά να κάνει αδρανοποιώντας με, με την απουσία οποιασδήποτε αναστολής.
Κάθε φορά που προσπαθούσα να τη συνεπάρω σε κανένα σκοτεινό αίσθημα “που κυριαρχούσε στη ζωή και καταδυνάστευε το δέος…” με κοιτούσε σα ν’ άκουγε το πιο απίθανο πράγμα στο κόσμο, “Ε και;” έλεγε “ κι άλλοι τα παιρνάνε αυτά, όχι μόνο εσύ..” αμέσως έσβηνε μονοκοντυλιά, ακύρωνε οποιαδήποτε σκούρα βαρύτητα πήγαινα να δώσω πονηρά στο συναίσθημα, κι έκανε και πάλι το δικό της βάθος, αυτό που με τρυφερότητα δεχότανε τις απολήξεις μου, κύριο σημείο του ενδιαφέροντος και νόημα όλων των στιγμών.
Τα χέρια της ήταν χτυπημένα γεμάτα ”τσαμπουκάδες” και σημάδια στους καρπούς απο τότε που’ χε χαρακωθεί. Μέσα στα γέλια περιέγραφε τη λαχτάρα που πήραν οι γιατροί όταν την είδαν με τα αίματα. “Έχω άλλάξει δυο ψυχολόγους, ο τελευταίος επειδή όταν μιλούσαμε τα μάτια μου κοιτούσαν αλλού, με ρωτούσε συνέχεια αν βλέπω οράματα και δεν ξαναπηγα” Σε ότι κι αν αναφέρονταν είτε για την ώρα είτε για το πως έκλαιγε στο σκοτάδι και τη κοκαίνη, τα τόνιζε όλα με την ίδια βαρύτητα. Λες και δεν υπήρχε τίποτα που να της έκανε φοβερή εντύπωση. Πιο πολύ την εντυπωσίαζε το ότι ήμουν αδύνατος κάτω απο τα ρούχα παρά οποιαδήποτε πληγή στο σώμα.
Τη θυμάμαι ένα απόγευμα που τη πέτυχα μισομεθυσμένη έξω απο ένα σούπερμάρκετ και θυμήθηκε ξαφνικά ότι ήθελε να ψωνίσει. Μπήκαμε μέσα κι άρχιζε να τριγυρνάει στους διαδρόμους κατεβάζωντας ότι της ερχότανε απο τα ράφια ενώ εγώ την ακολουθούσα απο απόσταση για να τη καμαρώνω σε όλο της το μεγαλείο. Μείναμε μέχρι που τη ψιλοκόλησε ένας κωλόγερος και μετά απο κάμποση φασαρία τη κοπανήσαμε χωρίς να έχουμε ψωνίσει τίποτα. Ύστερα, πήγε και κάθησε στη στάση του τραμ, έχωντας ασυναίσθητα γείρει το κεφάλι στα μαζεμένα χέρια της σε μωρουδίστικη στάση ύπνου, περίμένωντας πότε θα ξεμεθύσει. Την άλλη μέρα το πρωί μου είπε πως την είχε χωρίσει ο φίλος της.
Μύριαμ. Περπατούσε ανάμεσα στο κόσμο για να φερει τα ποτά απο το μπαρ και αυτόματα τραβούσε τα βλέμματα του περίγυρου. Μια κοιτούσα τότε εκείνη, με τα μαλλιά της ίσια ως τους γοφούς, με το μαύρο φόρεμα και τις διχτυωτές καλτσες, και μια την αντίδραση των ανδρών που νιώθαν την μυρωδιά της έντονης θυληκότητας να περναει δίπλα τους. Η γιαγιά της απο την Ινδιονησία της είχε αφήσει όλη την εξωτική ομορφιά και η Ολλανδικη της καταγωγή το μέγεθος του σώματος που μεγένθυνε επικίνδυνα τη φαντασίωση.
Μύριαμ. Συνουσία της φυσης που οργάνωσε τόσο απαλά το σχεδιό της. Όσο κι αν το σκοτάδι που φλέρταρε κυριαρχούσε στο ψυχισμό της και τη κατεύθυνε προς τις ανήλιαγες σκοτεινές περιοχές, η έκφραση που τελικά έβγαζε στο χώρο, τα πραγματά της και η στάση της η ίδια, είχαν τελικά τόσο βελούδινη υφή που έκαναν το μαύρο χρώμα να χαιδεύει απαλά τις αισθήσεις μου. Το κρύο τη νύχτα πλημμύριζε τους δρόμους, οι κινήσεις της πόλης ήταν περιορισμένες, όμως το απαλό φως που έβγαινε απο το παράθυρο πριν της χτυπήσω το κουδούνι έδινε μια εστία φωτιάς που έκαιγε τη πόλη και τη παραμονή μου σ’ αυτή.
Δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο απο σένα Μύριαμ για να συμβολίσει τους κεραυνούς που πέφτανε καθώς βίωνα το μέστωμα της παλιάς τάξης, αυτής που υποδούλωνε το χαρακτήρα απο τον τρελό χορό της σε ρυθμούς κοροιδίας, τους ρυθμούς που οι ανάπηροι μόνο να περιγελάσουν μπορούσαν. Ένιωθα τη λαχτάρα του να κυλάει και να πάλλεται μέσα μου ένα απο τα ύψιστα σημάδια ότι αυτό συνονθύλεμα που με κρατάει σε μία, ακέραια υπόσταση έχει τη χάρη του φυτού που υψώνεται προς το φως. Η θεία αυτή διαδικασία της αλλαγής, το πως κάθε φορά ανατινάζομαι μέσα απο τα νεκρά κύτταρα και αντικρίζω ένα σύμπαν που χαίρεται και μόνο στη συνείδηση της ομορφιάς και της ματαιοτητάς του. Η γοητευτική πινελιά που η παράνοια δίνει στην ύπαρξη μου με σένα για έκφραση κι απολαβή.
***
Αφού πέρασα κάμποσο καιρό κολλημένος σ’ αυτή τη πόλη με τους φιλτραρισμένους φωτισμούς και τα υγρά πεζοδρόμια-κοιτώντας συχνά τις βραδιές το πως οι δυνατοί ανέμοι προερχόμενοι κατευθείαν απο τον Ωκεανό ισοπέδωναν τη χώρα-ξύπνησα το πρωί της 2ης του Απρίλη έπειτα μιας δυνατής βροχής που είχε καταβρέξει τα πάντα, έτοιμος για να φύγω. Η μέρα ήταν λαμπρή και φώτιζε ολοκάθαρα αυτό το σκυφτό περιβάλλον που θα άφηνα πίσω. Άνοιξα τη πόρτα σέρνωντας μαζί μου τη βαλίτσα και γέλασα σιγανα βλέπωντας πως αντιδρα ο καιρός στα ανάμεικτα συναισθήματα που είχα φεύγωντας. Εσυ σιγουρα κοιμόσουν, ήταν Σάββατο πρωί και δεν μπορούσες παρά να είχες ξενυχτήσει σαν ανάθεμα στην ίδια σου τη λατρεία που ήσουν.Όλο το υπόλοιπο ταξίδι παρακάτω δεν είχε τίποτα άλλο να πει. Τα δέντρα και οι σειρές απο τα σπίτια μέναν στάσιμα στις θέσεις τους κι εγώ μετακινόμουν στους δρόμους που σβήνανε τα χνάρια πίσω καθώς προχωρουσα. Ζητιάνοι όπως πάντα τριγυρνούσαν στο σταθμό ενώ αστυνομικοί περιπολούσαν την ευνομία και τάξη. Πιτσιρικάδες να χαζεύουν την κίνηση και νεαρά ζευγάρια που πάνε να δουνε την θάλλασα. Όπως πριν έτσι και μετά. Σίγουρα αυτό το μέρος θα έκανε και χωρίς εμένα. Οι επιβάτες ανεβαίνουν στα βαγόνια και κοιτάνε έξω απο τα παράθυρα με κλειστά τα στόματα και σκεπτόμενοι στο ρυθμό που το μεταφορικό μέσο κινείται. Απο τη δικιά μου πλευρά όμως τα μάτια μου βγάζουνε φλόγες των οποίων τις συνέπειες φοβάμαι, πάνω στο τεχνητό αλσύλιο του αστικού κράτους.
Τα τυχαία γεγονότα με βάπτισαν στη λειτουργία της Dementia κι έχω γίνει κοινωνός της. Όμως εσύ γλυκιά μου Μύριαμ κοιμόσουν, όπως κάθε Σάββατο πρωί. Μια κουκκίδα που παραμένει και θα παραμένει ακίνητη, κλεισμένη στο σκοτεινό δωματιό σου και ασυνείδητη των ιδιοτήτων που κουβαλάς. Το υπόλοιπο της ράτσας σου εκλιπαρεί για μια θέση στη μήτρα που γεννάει τριαντάφυλλα. Η λάσπη εγείρεται απο το έδαφος, σχηματίζει μορφή και ζητάει επιβεβαίωση του ρόλου που της δίνεται. Σε σένα όμως είναι γραμμένο ήδη στα κύτταρα το πως χρωματίζονται τα φτερά των παραδείσιων και γίνεται γλυκός ο χυμός των καρπών στα δέντρα. Κι όλα αυτά είσαι εσύ, όπως είσαι και καταδικασμένη να ξεχαστείς, να κυλήσεις μέσα απο τα χέρια σαν νερό που επιθυμεί να παραμείνει δροσερό, σαν ουσία που που μενει απαρράλαχτη έχωντας αξία μόνο στο αποτελεσμά της. Η ιερότητα σου δεν ορκίζει σε καμία αιώνια ευδαιμονία. Δοξολογάει μονάχα την υπεραξία της παροδικότητας του λεπτού και τη δύναμη που η πεζή χαρά διαθέτει, αφήνωντας την μυθοπλασία της ηδονής για τους ανέγγιχτους. Όλα αυτά είσαι σίγουρα εσύ. Άσχετα απ’ το ότι δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε μια λέξη-κι ας μην ωφείλεται στο ότι είναι σε άλλη γλώσσα. Ετσι κι αλλιώς ένα είναι το πιο σίγουρο. Οπωσδήποτε μπορείς να κάνεις και χωρίς όλα αυτά μικρή μου, ταπεινή κι ανεπίβουλη Μύριαμ.