Λάκης Φουρουκλάς 

 

Ο Λάκης Φουρουκλάς γεννήθηκε το 1970 στη Ζιμπάπουε στην Αφρική από κύπριους γονείς. Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην Κύπρο. Από τα 16 του χρόνια ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και με ραδιοσταθμούς. Εδώ και δύο χρόνια συνεργάζεται με την εφημερίδα “Αλήθεια” στη Λευκωσία, όπου διατηρεί στήλη για το Βιβλίο. Από τις εκδόσεις Γη κυκλοφορεί μια μικρή συλλογή διηγημάτων του με τίτλο “Αιώνια αγαπημένη” και η νουβέλα “Το λάθος πάθος”.


 

 

 

Το Yπόγειο

 

Αν νομίζετε ότι είμαι ένας ακόμη από κείνους τους τύπους, που δεν έχουν τι να κάνουν, και κάθονται και γράφουν την ιστορία της ζωής τους, έχετε δίκιο. Η δικιά μου ιστορία, είναι μια ιστορία υπογείων, υλικών και συναισθηματικών.

΄Ητανε τον περασμένο χειμώνα, Φλεβάρη μήνα, που ανακοίνωσα σε μια ξαδέλφη που επισκέφθηκε το υπόγειό μου, τη μακράν ηλημμένη, λίαν σοβαρήν και αμετάκλητον απόφασήν μου: “Το Μάρτη θα ερωτευτώ”.

Προφανώς δεν πήρε στα σοβαρά τη δήλωσή μου. Οι απ’ έξω, οι κοινοί θνητοί, δεν μπορούν να κατανοήσουν τις αποφάσεις του πληθυσμού των υπογείων. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι: “ Ναι, κάποιος μπορεί να καθορίσει το χώρο και το χρόνο που θα ερωτευτεί ”. Λέω το χώρο, γιατί ναι, τον είχα επιλέξει προ πολλού…τα Χανιά της Κρήτης.

Πάρα τις αρχικές της αντιρρήσεις, η ξαδέλφη μου συγκατένευσε τελικά - λες και χρειαζόταν να το κάνει - στην υλοποίηση της απόφασής μου, μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο, και μάλλον με ακράτητα γέλια όταν το ανακοίνωσε στους γνωστούς.

Εμείς οι υπογειάνθρωποι, νιώθουμε πιο έντονα απ’ τον καθένα την ανάγκη να ερωτευτούμε, να αγαπήσουμε. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, όπως είπε...εκείνος που το είπε.

 

 

Η ζωή μου εκείνο το χειμώνα, κύλησε μες στη μονοτονία. Απ’ το βράδυ ως το μεσημέρι, διάβασμα και γράψιμο, γράψιμο και διάβασμα, κανένα σινεμαδάκι ή καμιά επίσκεψη σε γνωστό, έτσι για να ξεφύγω λιγουλάκι, να ξεκουραστούνε και τα μάτια μου.

Πάλευα με τις σελίδες, έψαχνα για κρυμμένα νοήματα, γέμιζα τετράδια με σημειώσεις, μέχρι και μεταφράσεις έκανα, κι όλ’ αυτά για ένα και μοναδικό σκοπό, να καταφέρω να γράψω ένα βιβλίο.

Α, όχι δε δούλευα. Είχα δουλέψει για έξη χρόνια σε διάφορες δουλειές, αποταμιεύοντας, εν αναμονή της ιστορικής εκείνης μέρας που θα “αφυπηρετούσα”, με σκοπό να το ρίξω στη μελέτη και να γράψω, όπως λέγαν οι δικοί μου: “Την ιστορία της ζωής μου”. Τελικά τα κατάφερα στα είκοσιπέντε μου χρόνια. Παράξενη ηλικία για να βγει κανείς στη σύνταξη.

Φυσικό ήταν, από κει και πέρα να ξοδεύω τα λεφτά με το σταγονόμετρο, ελπίζοντας πως κάποτε θα κατάφερνα να γράψω κάτι καλό, που θα ’βρισκε το δρόμο για τα βιβλιοπωλεία. Τον πρώτο καιρό, μες στον ενθουσιασμό για τη συνταξιοδότησή μου, έγραφα πολύ, έγραφα παθιασμένα, σα να’ χα πυρετό, με αποτέλεσμα την παραγωγή ενός όντος εκπληκτικού έργου …σκουπιδιών!

Σαν ανυπόμονος τύπος που είμαι έσπευσα να τα παραδώσω σ’ ένα εκδότη, νιώθοντας σίγουρος ότι θα τον άκουγα να αναφωνεί με περίσσιο θαυμασμό: “ Ω, γεννήθηκε ο νέος Γκογκόλ ”. Λυπήθηκαν φαίνεται το καλάθι των αχρήστων να το γεμίσουν με τέτοια σαβούρα, και έτσι απέστειλαν πίσω το πνευματικό μου παιδί, μαζί με μια διπλωματική απάντηση για το λόγο που δεν μπορούσαν να το εκδώσουν. Εγώ στο μεταξύ, είχα αποκτήσει κάποιου είδους αυτογνωσία, έτσι παρέδωσα το πνευματικό μου παιδί στα πανφάγα απορριματοφόρα του δήμου.

Πριν περάσει πολύς καιρός, άρχισα να τη βρίσκω με την ποίηση, που όπως θα ανέμενε κανείς, με οδήγησε σε χρόνο μηδέν, στη συγγραφή ούτε λίγο ούτε πολύ, εκατόν δέκα ποιημάτων, που εγκρίθηκαν αμέσως για έκδοση… από τη χωματερή Άνω Λιοσίων.

Έπειτα απ’ όλα αυτά θα περίμενε κανείς πως θα τα’ βαζα κάτω, αλλά…όχι εγώ, αυτό δε θα το’ κανα ποτέ. Σα συνταξιούχος δε θα έπαυα ποτέ να αγωνίζομαι για τα κεκτημένα δικαιώματά μου, όπως το δικαίωμα στ’ όνειρο και την ουτοπία. ΄Ετσι εφοδιάστηκα με δεκάδες βιβλία, ξοδεύοντας μεγάλο μέρος της σύνταξής μου, με μοναδικό στόχο να μάθω να γράφω. Και ξανά για νέες απορρίψεις κινώ.

Μέχρι τότε που άρχισα να γράφω, το πρώτο μου μεγάλο μυθιστόρημα, που δεν είδε ποτέ το φως της μέρας, πίστευα πως η συγγραφή ήταν απλή υπόθεση. “ Σου έρχεται μια ιδέα, κάθεσαι και τη γράφεις, κι αυτό είναι όλο ”, σκεφτόμουνα.

Πολύ σύντομα θ’ άλλαζα γνώμη, καθώς οι τόσες ιδέες δε θα’ βρισκαν το σωστό δρόμο για το χαρτί, καθώς τίποτα απ’ όλα όσα έγραφα δε θα με άφηνε ικανοποιημένο, καθώς μια λέξη θα με κρατούσε καθηλωμένο για μια ώρα, καθώς τα σχέδια για τη ροή του κειμένου θα άλλαζαν ανάλογα με την εκάστοτε ψυχολογική μου κατάσταση.

Το “ Δικαίωμα στ’ όνειρο ” άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μες στο καταχείμωνο, κι αν όλα πήγαιναν καλά υπολόγιζα να το τελειώσω ως τον Μάρτη, οπόταν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να ερωτευτεί. Εξ ου και η περιβόητη δήλωση.

Τις πρώτες μέρες το κείμενο μου ’βγαινε εύκολα και προχωρούσα με γοργούς ρυθμούς. Δεν άργησα όμως να πάθω διανοητικό, σωματικό και ψυχολογικό μπλακ άουτ. Ξαφνικά άρχισα να νιώθω εξαντλημένος, έχασα και το λιγοστό μου ύπνο, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και πόσο μάλλον να γράψω.

Κάποια στιγμή ένιωσα επιτακτική την ανάγκη να ξεφύγω από το σκοτεινό και μουχλιασμένο μου υπόγειο. Έτσι κίνησα για τα όμορφα Χανιά, αποφασισμένος να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να ερωτευτεί. Λες κι αν συναντούσα τον έρωτα της ζωής μου θα τον απέρριπτα. Ω, πόσο μας αρέσει να βασανίζουμε τον εαυτό μας, με τις μικρές καθημερινές σκλαβιές μας. Ο Φλεβάρης δεν είχε ακόμη βγει.

Τα δύο πρώτα μερόνυχτα τα αφιέρωσα στα ιερά καθήκοντα του ύπνου, του φαγητού και της μπαρότσαρκας, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Την τρίτη μέρα είχα κιόλας συνέλθει από τη μανιοκαταθλιπτική μου - ίσως - κατάσταση, και παραδόξως άρχισα να γράφω σε καταιγιστικούς ρυθμούς. Σε τέσσερις ημέρες κατάφερα να γράψω περισσότερες σελίδες απ’ όσες είχα γράψει στην Αθήνα σε έξι βδομάδες.

Με δεδομένη την ανεβασμένη ψυχολογική μου κατάσταση και τη φοβερή παραγωγικότητα των τελευταίων ημερών, επιστρέφοντας στην Αθήνα αισθανόμουνα μια σιγουριά, πως σε λίγες μέρες θα κατόρθωνα να ολοκληρώσω το έργο της ζωής μου. Τότε μου προέκυψε το δεύτερο μπλακ άουτ.

Για δυο μήνες δεν κατάφερα να γράψω λέξη. Τα μπλοκάκια με τις σημειώσεις μου είχαν γεμίσει με αμέτρητα στιχάκια, ατάκες, ολόκληρες προτάσεις, αλλά όταν καθόμουνα να γράψω, τότε όλα έμοιαζαν να χάνονται. Σα να κυνηγούσα κάποιο όνειρο που δεν ήταν δικό μου. Τα ’βαζα με τον εαυτό μου, με την τύχη μου, με το υπόγειό μου, με την Αθήνα και τα αυτοκίνητα της. Σκυλόβριζα σιωπηλά τα τροχοφόρα και τους οδηγούς τους, που - ω αθλιότης! - δε με άφηναν να συγκεντρωθώ.

Τρεις μέρες μετά το Πάσχα βρέθηκα πάνω σ’ ένα καράβι με προορισμό το Ηράκλειο. Ένιωθα την ανάγκη να κάνω μιαν επίσκεψη στον τάφο του Καζαντζάκη. Λες κι αυτή, θα με βοηθούσε στην έμπνευσή μου.

Στο δρόμο προς τα Χανιά ένιωσα τη γαλήνη να επιστρέφει αγάλι αγάλι στην ψυχή μου. Κάτι τα τοπία που περνούσαν με ταχύτητα εξήντα χιλιομέτρων μπρος απ ’το νυσταγμένο μου βλέμμα, κάτι η απομάκρυνση από την Αθήνα, κάτι η Άνοιξη που αποφάσισε επιτέλους να μας τιμήσει με την παρουσία της, ένιωσα μεμιάς να ξανανιώνω.

Έφτασα στα Χανιά λίγο πριν το μεσημέρι, κι επειδή βαριόμουνα να ψάξω για δωμάτιο πήγα στο ίδιο ξενοδοχείο, που με φιλοξένησε την τελευταία φορά που ήμουνα εκεί.

Σαν σε ιεροτελεστία, διάβασα την εφημερίδα μου και μετά κοιμήθηκα. Κι ήταν ένας ύπνος βαθύς, δίχως όνειρα. Σαν ξύπνησα το βράδυ, μου φάνηκε πως ξημέρωνε για μένα, μια καινούρια μέρα.

Η υπαρκτοανύπαρκτη, τότε, ανάγκη μου για αλκοόλ με οδήγησε εκείνη τη νυχτιά σε κάποιο μπαράκι. Εκεί, ανάμεσα σε ρέγγε αποχρώσεις και κλάσικ ροκ αναμνήσεις, ανάμεσα σε μπύρες και σφηνάκια, γνώρισα εκείνη. Ήτανε το πιο όμορφο, το πιο δροσερό βράδυ του Απρίλη, κι εκείνη ένα νυχτολούλουδο που άνθιζε και με προσκαλούσε, σε ένα κόσμο μαγικό, ήχων, μυρωδιών και χρωμάτων.

Μαύρα, μακριά σγουρά μαλιά, μυταρίκι, μαύρο φανελλάκι, ξεβαμμένο μπλου τζιν, κι ένα βλέμμα - λες - θανατηφόρο, ειρωνικό, βλέμμα σκορπιού. Μια Femme Fatale. Κι όλα αυτά, απ’ τη μέσα μεριά του μπαρ.

Ποτέ μου δεν το περίμενα ότι θα συμπαθούσα τόσο την…μπύρα. Κι ούτε ότι θα πήγαινα σ’ ένα μπαράκι, και θα παράγγελνα τις μπύρες τη μια πίσω από την άλλη, μόνο και μόνο για τη γλυκειά απόλαυση του να βλέπω κάποια, γλυκά, να μου χαμογελά. Και τι χαμόγελο! γιομάτο ζωή και αινίγματα.

Δε μιλήσαμε καθόλου εκείνο το βράδυ. Παρέμεινα μονάχα σαν ηλίθιος να την κοιτάω διακριτικά, ερευνητικά, σα μαγεμένος, μ’ εκείνο το αποβλακωμένο βλέμμα θαυμασμού που δεν κρύβεται εύκολα, όσο φευγάτο κι αν είναι.

Άλλη κοίταγα, άλλη ποθούσα και με κάποια άλλη μιλούσα. Έπιασα την κουβέντα με μια αυστραλέζα φίλη της που έμενε στην ελληνική συνοικία της Μελβούρνης. Είχαμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα, όπως τη μόνιμη ανάγκη για φυγή και ταξίδια, την αγάπη μας για την ποίηση, τη μελέτη των ανθρώπων, το κυνήγι της ουτοπίας. Ακόμη και τα λάθη μας ήταν πανομοιότυπα.

Παραδόξως είχαμε πάρα πολλά να πούμε, τόσα πολλά να εξομολογηθεί ο ένας στον άλλο. Μιλήσαμε για την παντοτινή μοναξιά, για το θάνατο των κοντινών και αγαπημένων μας, τις κοπάνες από την καθημερινότητα, τα σχέδια για το μέλλον…Για όλα αυτά τα μικρά κι ανθρώπινα, που συζητούν δύο άγνωστα μεταξύ τους άτομα, διαφορετικής καταγωγής, που πολύ πιθανόν να μη συναντηθούν ξανά ποτέ στη ζωή τους.

Εκείνο το βράδυ, με λίγη βοήθεια απ ’το πιοτό, είχα ανοίξει το βιβλίο της ψυχής μου. Μίλησα σε κάποια άγνωστη, που ούτε το όνομα της δε μπορώ να θυμηθώ - ίσως να μην το έμαθα ποτέ - για το παρελθόν και τα λάθη μου. Συμφώνησα μαζί της πως: “ Ό,τι έγινε έγινε και έχει πια τελειώσει, κι ό,τι όλα όσα σε πλήγωσαν στο παρελθόν, σε κάνουν πιο δυνατό ”. Όλα είναι καλά - είναι; - γιατί όλα σε βοηθούν να μάθεις, να κατανοήσεις τη ζωή και τα μυστήριά της.

Το φιλοσοφήσαμε πολύ, κάτι που δε συμβαίνει και πολύ συχνά, ανάμεσα στους θαμώνες σ’ ένα μπαράκι, και παρόλο που ένιωσα πως στο πρόσωπο εκείνης της γυναίκας, βρήκα μια αδελφή ψυχή - παραδόξως - την άλλη, τη φίλη της, σκεφτόμουνα σαν πήγα για ύπνο μια ώρα πριν το χάραμα. Ο ύπνος μου ήταν γαλήνιος, ανέμελος, και δίχως όνειρα. Όνειρα τουλάχιστον που να μπορούσα να θυμηθώ.

Ξόδεψα το επόμενο πρωινό σε μια απ’ τις καφετέριες στο ζεστό λιμανάκι, πίνοντας καφέ, διαβάζοντας εφημερίδα, παρακολουθώντας τα σύννεφα να πηγαινοέρχονται κατά βούληση στον ουρανό, κρυβοφανερώνοντας τον ήλιο, και τους ξένους τουρίστες ν’ απολαμβάνουν μια βόλτα με άμαξα ή το English Breakfast τους, παραδίπλα.

Κατά το μεσημέρι επέστρεψα στο ξενοδοχείο κι άρχισα να γράφω. Όλα, τότε φάνταζαν τόσο ξεκάθαρα μέσα στη σκέψη μου. Κι οι λέξεις, οι γραμμές, οι σελίδες, ακολουθούσαν βιαστικά η μια την άλλη. Συνέχισα να γράφω με αμείωτους ρυθμούς μέχρι το βράδυ. Όταν το συγγραφικό μου ντελίριο, έφτασε επιτέλους στο τέλος του, ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να πάω στο μπαράκι, δηλαδή σε κείνην.

Άρχισα να τριγυρνώ με αργόσυρτα βήματα στην παλιά όμορφη πόλη. Περπάτησα μέχρι το φάρο, διακόπτοντας άκομψα τα ερωτοτροπήματα τριών ζευγαριών. Τουλάχιστον εκείνοι ήταν με το άλλο μισό του εαυτού τους. Εγώ ακόμη το έψαχνα. Κι όσο το έψαχνα τόσο και ο χρόνος δεν κυλούσε. Γύρισα πίσω στο λιμανάκι και κάθησα σε μια καφετέρια προσπαθώντας να πείσω τους δείκτες του ρολογιού να κινηθούν λίγο πιο γρήγορα. Κι όσο τους κοίταγα, τόσο πιο αργοκίνητοι γίνονταν.

Χαμογελούσε όλο μου το είναι, καθώς έμπαινα σε κείνο το μπαράκι, το πιο ωραίο απ’ όλα. Αλλά, εκείνη δεν ήταν εκεί. Ένιωσα να πέφτω από τα σύννεφα και ταυτόχρονα να χάνω το έδαφος το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Λες και θα μπορούσαν αυτά τα δύο να συμβούν την ίδια ώρα. Ήτανε βραδιά ξεκούρασης για κείνη. Μετά από λίγο έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται γιατί…: “ Γιατί να νιώθω έτσι για κάποια που δεν ξέρω; Γιατί τη σκεφτόμουνα πριν πάω για ύπνο, κι η εικόνα της ζωγραφίστηκε στη σκέψη μου μόλις ξύπνησα το πρωί;...Γιατί; ”. Ακόμη δεν έχω καταλάβει τι ήταν εκείνο που με έκανε να την προσέξω, κι αν αλήθεια άξιζε της προσοχής μου. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ήρθε σαν καταιγίδα στη ζωή μου και παρέσυρε πολλά στο πέρασμά της.

Καθώς τα διάφορα γιατί ταλάνιζαν τη σκέψη μου, προσπαθούσα να την αποβάλω από το ψυχολογικό μου κόσμο. Κι ενώ το έκανα ένιωθα σίγουρος, πως αν μου ζητούσε ποτέ να τα παρατήσω όλα και να πάω να ζήσουμε μαζί, θα το έκανα. Θα το έκανα, δίχως δεύτερη σκέψη, χωρίς να ρωτήσω τον εαυτό μου για τα λογικά πως και γιατί, που μας σκλαβώνουν. Θα θυσίαζα ό,τι είχα και δεν είχα για ένα της μόνο χαμόγελο, για μια ευκαιρία, για μια μόνο ευκαιρία, να την κάνω δικιά μου, να γίνω δικός της, αν υπάρχει κάποιος ή κάτι που θα μπορούσαμε να πούμε δικό μας.

Όλα θα μπορούσαν να συμβούν εκείνο το βράδυ, αν ήταν εκεί. Αλλά δεν ήταν. Έτσι αποφάσισα να πιω, να πιω μέχρι λιποθυμίας. Τι είναι εκείνο το κάτι που οδηγά τον άνθρωπο από τη μια στιγμή στην άλλη στα όρια της τρέλας;

Δοκίμασα όλα τα είδη ποτών. Έπινα και μιλούσα με την αυστραλέζα. Δε θυμάμαι για τι μιλούσαμε. Κάπου μέσα στη μέθη μου την άκουσα να λέει ότι ήταν το τελευταίο βράδυ της εκεί. Δε θα την ξανάβλεπα ποτέ. Σίγουρα η τελευταία εικόνα του εαυτού μου που άφησα στη μνήμη της δεν ήταν η καλύτερη. Ήταν η εικόνα ενός ανθρώπου που υποφέρει, χαμένος στις ονειροφαντασίες του, ενός ναυαγού που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τη στεριά του. - Don’t drink yourself away μου είπε, αποχαιρετώντας με. Διέκρινα μια θλίψη, ένα οίκτο στο βλέμμα της. Σα να αποχαιρετούσε μια καταδικασμένη ψυχή. Το βλέμμα εκείνο ακόμη με στοιχειώνει.

Σαν ξύπνησα το πρωί ένιωσα το κεφάλι μου βαρύ σαν αμόνι. Η στιφή γεύση του πιοτού ήτανε έντονη στη γλώσσα μου. Προσπάθησα, μάταια, να ξανακοιμηθώ. Ένιωθα βελόνες να διαπερνούν κάθε τόσο το κεφάλι μου.

Σηκώθηκα, πλύθηκα, βγήκα έξω, πήρα την εφημερίδα μου και κίνησα για κάποια καφετέρια. Ο ουρανός του νησιού, νιώθοντας τον πόνο μου, ήτανε θλιμμένος και σε λίγο άρχισε να χύνει άφθονα τα δάκρυά του, δάκρυα - ίσως - που δεν μπορούσα να χύσω εγώ.

Τέσσερις ώρες στην καφετέρια, ισάριθμοι φραπέδες, διάβασμα εφημερίδας, μπόλικη βροχή, άφαντοι τουρίστες, άδειες σκέψεις. Έφτασε το μεσημέρι και ο πονοκέφαλος έφυγε ψάχνοντας για νέο θύμα. Περιέφερα για πολύ ώρα τη θλίψη μου στους δρόμους της πόλης, που μετά την μπόρα άρχισε να βρίσκει ξανά τους γνώριμους, πλην βρεγμένους ρυθμούς της.

Καθώς περπατούσα, οι τόσες στεναχώριες μου φάνηκαν να φεύγουν βιαστικά, όπως τα σύννεφα στον ουρανό - κυνηγημένα από τον άνεμο. Δεν υπήρχε πια για μένα υπόγειο, δεν ήξερα ποια ήταν, που ήταν η Αθήνα. Δε σκεφτόμουνα το βιβλίο που προσπαθούσα να γράψω, ούτε τις αμέτρητες μικρές και μεγάλες, σημαντικές κι ασήμαντες, απογοητεύσεις μου. Ο ουρανός είχε γίνει πια τόσο γαλανός, τόσο γαλήνιος, κι εκείνη, το ουράνιο τόξο του, το ουράνιο τόξο μου. Η καρδιά μου ήταν σαν τις ανθισμένες κερασιές, κι εκείνη ο μόνιμος - πια - και μόνος επιθυμητός επισκέπτης, η Άνοιξή μου. Έτσι, δίχως λόγο και αιτία η ευτυχία ξεχείλισε από μέσα μου και με παρέσυρε σε δρόμους φανταστικούς, τόσο μακρινούς, τόσο κοντινούς.

Μόλις γύρισα στο ξενοδοχείο ξάπλωσα αμέσως για να κοιμηθώ. Η ανυπομονησία μου για να τη συναντήσω όμως ήταν τόσο μεγάλη, που δεν κατάφερα να κλείσω μάτι. Πήρα να διαβάζω την ιστορία της ερωμένης του βασιλιά, Μίνα Λώρι, ένα λιλιπούτειο βιβλιαράκι. Σαν το τέλειωσα, ένιωσα τα μάτια μου να σφαλνούν από μόνα τους και παραδώθηκα αμαχητί στη γοητεία του ύπνου.

Όταν ξύπνησα είχε ήδη πάει δέκα και δεν ήξερα κατά πόσο χρειαζόμουνα πρόγευμα ή δείπνο. Αντικρίζοντας το πρόσωπό μου στον καθρέφτη, αντιλήφθηκα ότι το ξύρισμα ήταν πιο επείγον.

Λίγο μετά τις έντεκα βρισκόμουνα καθισμένος σ’ ένα σκαμπό, απέναντί της, πίνοντας μπύρα και προσπαθώντας να μάθω την “ιστορία της ζωής της”. Ήτανε μια μεγάλη συνομιλία, μετ’ εμποδίων, συνοδευόμενη από πολλά σφηνάκια. Την άκουγα έχοντας τα μάτια μου αδιάκριτα καρφωμένα στα δικά της, κάτι που δε φαίνονταν να την ενοχλεί. Όλα πάνω της έκπεμπαν μια μυστηριώδη ενέργεια. Πόσο όμορφη φάνταζε στο διερευνητικό, βαθύ μου βλέμμα! Τι γλυκό που ήταν το χαμόγελό της, το γιομάτο ειρωνεία!

Εκείνα τα μάτια ήταν εκεί για να τα κοιτάω εγώ, εκείνα τα χέρια για να τα αγγίζω, εκείνα τα χείλη για...για να τα…Ονειρομαγειρέματα, μιας άγρυπνης φαντασίας. Κι όμως, κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει πόσο πολύ ποθούσα να φιλήσω τα χείλη εκείνα, τα άγνωστα, λες και έκρυβαν τη λύση κάποιου μεγάλου μυστηρίου. Η επιθυμία μέσα μου άναψε σαν κερί, για να γίνει μετά, πυρακτωμένος, άσβεστος πόθος. Ήθελα να ριχτώ στην αγκαλιά της, να τη γεμίσω με φιλιά, να της ομολογήσω τα πρωτόγονα, πρωτόγνωρα αισθήματα που γέννησε η παρουσία της μέσα μου. Κι ας με απέρριπτε, κι ας με περιγελούσε, κι ας μου έλεγε πως δε θα ήθελε να με ξαναδεί ποτέ μπροστά της. Φτάνει να την είχα αγγίξει, να την είχα φιλήσει. Τουλάχιστον έτσι θα αντίκριζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και - ίσως - να ’νιωθα ευτυχισμένος, γιατί αυτά τα χείλη είχαν φιλήσει τα τέλεια χείλη, γιατί αυτά τα χέρια είχαν αγγίξει τα τέλεια χέρια…Γιατί όλα φαντάζουν τέλεια στα μάτια κάποιου που αγαπά;

Την έβλεπα για μια βδομάδα κάθε βράδυ. Λόγο το λόγο, πιοτό το πιοτό, της είπα όλα όσα θα μπορούσα ποτέ να πω σε κάποια για τη ζωή μου, ουσιαστικά τα πάντα. Μου’ πε κι εκείνη τα δικά της. Μιλήσαμε πολύ για τα ταξίδια μας, και για μακρινούς εξωτικούς πολιτισμούς, για τη μοναδική μαγεία της περιπλάνησης.

Όμως όσα κι αν είπα, όσα κι αν ήπια, δεν μπόρεσα ποτέ να αναφερθώ στο θέμα. Το Θέμα. Εκείνο που μ’ έκαιγε. Αλλά, είμαι σίγουρος πως το διάβασε στο βλέμμα μου, το τόσο ένοχο, που αντίθετα με τα χείλη λέει πάντα εκείνο που νιώθει η καρδιά. Η αλήθεια είναι πως οι γυναίκες πάντα ξέρουν, κι ας μην το δείχνουν.

Η βδομάδα εκείνη έφυγε σαν όνειρο, βιαστικά, φτερουγίζοντας στο χώρο και στο χρόνο. Χάρηκα μέρες γιομάτες ζωή. Τα βράδυα ξοδεμένα με τη γυναίκα που αγαπούσα, χωρίς η ίδια να το ξέρει, τουλάχιστον όχι επίσημα, δίχως να το ’χω καλά καλά αντιληφθεί κι εγώ ο ίδιος. Αργά κάθε πρωί έπαιρνα να γράφω. Κι έγραφα ολημερίς, χωρίς σταματημό. Έγραφα κι απολάμβανα την ένταση, τη χαρά της συγγραφής. Μα, μόλις κατάφερα να τελειώσω το βιβλίο, ένιωσα απίστευτα άδειος, και κάπου βαθιά μέσα μου θλιμμένος. Ήτανε σα να είχα χάσει ένα κομμάτι από τον εαυτό μου, σα να μεγάλωσα ένα παιδί, που τώρα έφευγε και με άφηνε στην αιώνια μοναξιά, σα να είχα ένα θησαυρό - τον πιο πολύτιμό μου - και τον είχα χάσει. Αν και τότε, εκείνη ήταν ο θησαυρός μου. Μα και εκείνη θα την έχανα, έστω και προσωρινά - κι ας μην ήταν ποτέ στ’ αλήθεια δική μου - αφού έπρεπε να φύγω.

Της είπα πως θα την έβλεπα ξανά σε δυο μήνες, αποφασισμένος να τη βγάλω με νερό και ξερό ψωμί όσο χρειαζόταν, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσω τη δίψα του να βρεθώ ξανά κοντά της.

Στο καράβι για τον Πειραιά αισθανόμουνα θλιβερά κι ασυγχώρητα μόνος. Από μέσα μου ράγιζα, έκλαιγα σιωπηλά στο σκοτάδι του νου μου, κι όλο μετρούσα και ξαναμετρούσα τις μέρες που απέμεναν, μέχρι που να γυρίσω πάλι σε κείνη, να δω ξανά το αγαπημένο πρόσωπο, τα μάτια, τα δικά μου μάτια…

Οι εβδομάδες που ακολούθησαν ήτανε για μένα ένα μαρτύριο. Δεν μπορούσα να την αφήσω να φύγει στιγμή απ’ τη σκέψη μου. Έκλεινα τα μάτια και την έβλεπα πάλι μπροστά μου, με το ίδιο σπινθηροβόλο βλέμμα, με το ίδιο γλυκό και τόσο ειρωνικό χαμόγελο. Τριγυρνούσα σκυφτός, θλιμμένος μες στη βρωμονεφόσκεπη Αθήνα, κι όλο και περίμενα, ευχόμουνα, πως από στιγμή σε στιγμή θα ερχότανε από το πουθενά και θα ριχνότανε γιομάτη αγάπη και πάθος στην αγκαλιά μου, που τόσο επιθύμησε να κρατήσει σώμα γυναίκας.

Το υπόγειο το χρησιμοποιούσα πια μόνο για ύπνο. Επισκεπτόμουνα όλους τους γνωστούς ξανά και ξανά, προσπαθώντας να σκοτώσω το χρόνο μου. Λέω γνωστούς και όχι φίλους, γιατί όπως έλεγε και ο Τζόυς: “ Η πραγματική φιλία είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί, και η ζωή είναι σύντομη ”.

Έπαιζα σκάκι με τις ώρες, περπατούσα πολύ, προσπαθούσα να κοιμάμαι όσο περισσότερο μπορούσα, αύξησα και τις ώρες τηλεχαύνωσης, παρακολουθώντας ακόμη και αγώνες μπάσκετ και ποδοσφαίρου. Έκανα οτιδήποτε, που θα μπορούσε να με βοηθήσει να σκοτώσω το χρόνο. Αλλά εκείνος αρνιότανε πεισματικά να πεθάνει!

Πήγαινα πάντοτε για ύπνο άγρια χαράματα, κι αν ήμουνα τυχερός κοιμόμουνα μέχρι αργά το απόγευμα. Εκείνες ήταν άλλωστε οι ώρες που κυλούσαν πιο αργά από όλες τις άλλες. Πολλές φορές ονειρεύομουνα...κι ονειρεύομουνα εκείνη.

Η ξαδέλφη μου, μάλλον από περιέργεια παρά από ανησυχία, με ρωτούσε τι με τσίμπησε κι άρχισα να ονειροβατώ, κι εγώ της απαντούσα ότι ερωτεύτηκα ένα δελφίνι. Ντολφίν ήταν το όνομα της γαλλίδας.

Τα βράδυα, εκείνα τ’ αξημέρωτα βράδυα, πόση μοναξιά με πλημμύριζε, και πόνος! Τόσος πόνος! Έβλεπα ένα ζευγάρι να φιλιέται στην τηλεόραση και δάκρυζα. Αντίκριζα τα ζευγαράκια στους δρόμους και ζήλευα. Και τότε έβρισκα διέξοδο στη σιωπή. Καθόμουνα, στο σκοτάδι και τη σκεφτόμουνα - τότε μου φάνταζε πιο προσιτή η εικόνα της. “ Θα με σκέφτεται άραγε καθόλου; ”, ρωτούσα τον εαυτό μου. “ Όχι ”, μου απαντούσε.

Όχι...όχι, δε θα με σκεφτόταν. Δε σήμαινα το παραμικρό για κείνη. Έπρεπε να το πιστέψω, να το…χωνέψω. Απλά κορόιδευα τον εαυτό μου. Ποιος ήμουνα εγώ, που ήθελα ντε και καλά να διεκδικήσω την αγάπη της; Ένα δαχτυλάκι να κούναγε, δέκα άντρες θα έτρεχαν ξοπίσω της. Ποτέ μου όμως δεν έπαψα να κυνηγώ το άπιαστο και την ουτοπία.

“ Είσαι ένα μεγάλο μηδενικό, ένα τίποτα για κείνη. Εξάλλου ούτε κι εσύ την αγαπάς. Δεν την ξέρεις καν. Είναι απλά μια γυναίκα, που βρέθηκε μπροστά σου σε κάποιο σταυροδρόμι της ζωής σου. Αυτό είναι όλο. Ίσως και να πήρες λάθος δρόμο. Δεν την αγαπάς... ”. Αυτά έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου, και περιμένα να τα πιστέψει.

Κι όμως την αγαπούσα, εκείνη τη μεγάλη μου άγνωστη, και κάθε στιγμή, κάθε ώρα, κάθε μέρα που περνούσε, ένιωθα όλο και πιο σίγουρος γι’ αυτό. Στη δίνη της μοναξιάς και του έρωτα, έψαχνα από κάπου να πιαστώ. Το’ ριξα στο ποτό. Το κρασί έγινε ο πατέρας και εξομολογητής μου, κάτι σα μια και μοναδική συνταγή πρόσκαιρης ευτυχίας.

Κάθε μέρα, όλη μέρα έβγαζα σεριάνι τη θλίψη μου στους δρόμους, και τα βράδυα την έπνιγα στο κοκκινέλι, την τάιζα ξερό ψωμί. Θέ μου, πόσο πολύ ήθελα τότε να τη μισήσω! Γιατί να μας πονάει πάντα τόσο, εκείνο που μας κάνει ευτυχισμένους;

Η οινοποσία μου κράτησε για δυο ολόκληρες βδομάδες. Ευτυχώς όμως, έχω κάπου μέσα μου τη δύναμη να κόβω μεμιάς όλες τις κακές συνήθειες, γιατί αλλιώς δεν ξέρω που θα μπορούσε να με οδηγήσει εκείνη η παρεκτροπή.

Σιγά σιγά άρχισα να ξαναβρίσκω τους παλιούς μου ρυθμούς. Έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα. Διάβαζα πολύ, αλλά δεν έγραφα. Δεν είχα όρεξη να γράψω για τίποτα και για κανένα, εκτός από κείνη. Όσο κι αν το ήθελα, που δεν το ήθελα, δε θα μπορούσα ποτέ να τη διώξω από το υποσυνείδητό μου, να της κάνω έξωση από την καρδιά μου. Θα’ ταν ίσως ασήκωτο το βάρος της απουσίας της, απ’ της ψυχής μου το υπόγειο. Ήταν η έμπνευσή μου, κι ας μην έγραφα τίποτ’ άλλο, παρά ηλίθια στιχάκια και σημειώσεις.

Είναι παράξενο το πως, ένα άτομο που ξέρεις τόσο λίγο, μπορεί να σημαίνει τόσα πολλά για σένα! Να νιώθεις πως ο κόσμος όλος, ορατός και αόρατος, περιστρέφεται γύρω από το πρόσωπό του. Και εκείνο το πρόσωπο, να είναι τόσο μακρινό, που να μπορείς να το δεις μονάχα με τα μάτια της φαντασίας.

Έτσι την έβλεπα, με την από μέσα μου όραση. Κάθε φορά που σταματούσα για μια στιγμή το διάβασμα κι έκλεινα τα μάτια για να ξεκουραστώ ήταν εκεί. Κάθε φορά που ανέβαινα περπατώντας στο Λυκαβητό, για να απολαύσω εκείνο το τόσο σιωπηλά μοναχικό, κοκκινωπό ηλιοβασίλεμα του νέφους - ακόμη και στην Αθήνα το ηλιοβασίλεμα είναι κάτι το μαγικό - ήταν εκεί. Και κάθε φορά που της έγραφα ατέλειωτα γράμματα, αλλά και ερωτικές εξομολογήσεις, που δε θα τις διάβαζε ποτέ, ήταν εκεί. Επειδή την ήθελα εκεί.

Διάβαζα, θυμάμαι,εκείνες τις μέρες την Άννα Καρένινα, και γραμμή τη γραμμή, σελίδα τη σελίδα, ανακάλυπτα εκεί μέσα κομμάτια απ’ τη δικιά μας ιστορία. Δεν το’ βρισκα πια παράξενο που ερωτεύτηκα, που αγάπησα παράφορα μια γυναίκα, που ουσιαστικά ποτέ μου δε γνώρισα.

Άρχισα σιγά σιγά να ξεχωρίζω τα δύο εγώ μου, που ήταν - γιατί όχι; - σαν το άσπρο και το μαύρο της σκακιέρας. Της σκακιέρας όπου παίζεται το παιχνίδι μεταξύ της καρδιάς και της λογικής. Η ζωή μας εξαρτάται από το πια θα κάνει πρώτη ματ.

Στη δικιά μου τη σκακιέρα, έκανε ματ η καρδιά. Την τελευταία βδομάδα του Μάη, μέρα Τετάρτη, βρέθηκα πάνω σ’ ένα μεγάλο καράβι με προορισμό την Κρήτη, τα Χανιά. Καθισμένος στο κατάστρωμα προσπαθούσα να δω το όνειρό μου να με πλησιάζει. Δε θα μπορούσα να μείνω κοντά της περισσότερο από δύο βράδυα.

Νοίκιασα ένα δωμάτιο της κακιάς ώρας, μιας και δεν μπορούσα να βρω χειρότερο, ή μάλλον φθηνότερο. Ο ελάχιστος ύπνος των τελευταίων ημερών μου βγήκε σε καλό, αφού κοιμήθηκα σαν αρκούδα σε χειμερία νάρκη, απ’ τις οκτώ το πρωί, μέχρι και το βράδυ.

Στις δέκα ακριβώς βρέθηκα στο μπαράκι. Ήμουν ο πρώτος πελάτης κι - ίσως γι’ αυτό - ο πιο ευτυχισμένος. Πιο ευτυχισμένος από τους απόντες. Πώς φτερούγισε από χαρά η ψυχή μου, μόλις την είδα! Πώς γέμισε ολόκληρό μου το είναι, η μεγάλη ιερή ανατριχίλα του έρωτα, μόλις μου χαμογέλασε! Ναι, ήταν και κείνη χαρούμενη που ήμουν εκεί. Το διάβαζα τόσο καθαρά στο πρόσωπο, στο χαμόγελό της, στο βλέμμα της που πετούσε φωτιές.

Της έδωσα δειλά το χέρι μου σε μια τυπική χειραψία. Φοβόμουνα, ο αιώνια δειλός, να την αγκαλιάσω. Φοβόμουνα, μήπως και τη χάσω, κι ας μην ήταν στ’ αλήθεια δική μου. Φόβοι του τύπου: “ Ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει ”, δυστυχώς, με στοίχειωναν συχνά...Δειλός...Πάντα ήμουνα δειλός στις σχέσεις μου με τις γυναίκες που αγάπησα. Ποτέ δεν μπόρεσα να τους εκφράσω στα ίσια τα συναισθήματά μου.

Αρχίσαμε την κουβέντα μας με τα τυπικά, πως είσαι, τι κάνεις, κι άλλα τέτοια κουφά. Πόσο μισούσα τον εαυτό μου εκείνες τις ώρες! Πόσο τον έβριζα! Θυμόμουνα τα λάθη μου και τα λάθος πάθη μου, κι από μέσα μου ένιωθα να καίγομαι. “ Πες της τα ρε. Τι ντρέπεσαι; Πες της τα, μια κι έξω, να τελειώνει… ”, με ξεκούφαινε η φωνή της συνείδησής μου. Αλλά εγώ, και πάλι δεν τολμούσα. Φοβόμουνα τόσο πολύ την απόρριψη. Δεν πίστευα καν αυτό που διάβαζαν τα μάτια μου μέσα στα δικά της. Ακόμη και η διαίσθησή μου, που ποτέ δεν πέφτει έξω, μου βροντοφώναζε πως όλα θα πάνε καλά, αλλά εγώ, δεν έπαιρνα από λόγια. Δεν ήθελα να χάσω το όνειρο. Κάλιο ένα μικρό όνειρο, παρά μια ακόμη απογοήτευση, σκεφτόμουνα.

Ξοδέψαμε τα δυο βράδυα μιλώντας για όλα και τίποτα. Παρακολουθούσα την κάθε της κίνηση, το κάθε μικρό χαμόγελο, την κάθε γκριμάτσα, το ανοιγόκλειμα των ματιών. Πόσο ζήλευα όταν έβλεπα κάποιον άλλο να της μιλά! Ποιος του έδινε το δικαίωμα; Γιατί της μιλούσε; Γιατί δε μίλαγε με κάποια άλλη; Και κείνη, εκείνη γιατί του μιλούσε;

Παραλογιζόμουνα…Κι όμως, μ’ όποιον κι αν μιλούσε, ό,τι κι αν έκανε, κάθε τόσο γυρνούσε προς το μέρος μου και μου’ ριχνε μια φλογισμένη ματιά, ένα γλυκό χαμόγελο. Τότε ο κόσμος όλος χάνονταν, η μουσική - κι αυτή - σταματούσε, και σ’ ολόκληρο το σύμπαν δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο, κανείς άλλος, παρά μονάχα εκείνη κι εγώ, κι ο νιογέννητος έρωτας. Γιατί δεν της μίλησα; Γιατί δεν της ομολόγησα τη λατρεία μου; Ίσως και κείνη αυτό να περίμενε. Θαρρώ θα ρωτώ για πολύ καιρό ακόμη τον εαυτό μου αυτά τα γιατί.

Μια στιγμή μονάχα έφτασα μιαν ανάσα πριν την μεγάλη εξομολόγηση. “ Θέλω κάτι από τη ζωή σου ”, της είπα. Σα με ρώτησε τι, είδα το βλέμμα της να φωτίζεται. Ωστόσο για μια ακόμη φορά τα λόγια της ψυχής δε μπόρεσαν να βρουν το δρόμο για τα χείλη, και παρέμειναν τα δόλια στη φυλακή τους. “ Ένα τσιγάρο ” της απάντησα.

Τη μέρα που θα έφευγα την περάσαμε μαζί. Περπατούσαμε και μιλούσαμε, τρέχαμε κι όλο γελούσαμε. Μια μέρα όνειρο που ευχόμουνα να μην περάσει ποτέ. Τα όνειρα όμως, όπως κι όλα τα πράγματα στη ζωή, κάποτε φτάνουν κι αυτά στο τέλος τους. Την ώρα του αποχαιρετισμού την αγκάλιασα το ίδιο δειλά, όπως δυο βράδυα πριν είχα αγγίξει το χέρι της. Της είπα πως μάλλον δε θα την ξανάβλεπα. Της ευχήθηκα καλό ταξίδι στη ζωή και καλή τύχη, όπου κι αν την έβγαζε ο δρόμος της στη συνέχεια. Σε τρεις μήνες η Κρήτη θα’ τανε για κείνην παρελθόν. Της έγραψα τη διεύθυνσή μου σ’ ένα χαρτάκι, ζητώντας της, αν το ήθελε κι η ίδια, να μου στείλει μια κάρτα απ’ τον επόμενο προορισμό της.

Αφήνοντάς την διέκρινα κάποια αμηχανία και ανείπωτη θλίψη στα μάτια της. Το βλέμμα της έμοιαζε ικετευτικό, κι από τότε στοιχειώνει τα όνειρά μου. Εκείνο το θλιμμένο βράδυ έκλαψα πολύ, έκλαψα πικρά για την αγάπη που έχανα, για την αγάπη που δεν τόλμησα να κάνω δική μου.

“Έχει δικά της σχέδια στη ζωή, διαφορετικά όνειρα από σένα. Μαζί σου θα χανόταν, και θα έχανε και όλα όσα είχε ποτέ ονειρευτεί”, έλεγα στον εαυτό μου, και μετά προσπαθούσα να τον κάνω να το πιστέψει. Όπως τον είχα πείσει πως δε θα την ξανάβλεπε ποτέ. Τα σύννεφα της μοναξιάς έπεσαν και πάλι βαριά, σκεπάζοντας με πόνο τα όνειρά μου.

Στο καράβι ένιωθα σα ναυαγός στην έρημο του χρόνου, που όλο φεύγει και μ’ αφήνει μόνο. Προσπαθούσα να πετύχω το αδιανόητο, να σβήσω απ’ το μυαλό μου την ανάμνησή της. Πόσο νωρίς, πόσο πολύ νωρίς ήταν για να προσπαθήσω να κλείσω μια ανοιχτή, ματωμένη με δάκρυ πληγή! Είχα για μια ακόμη φορά αυτοτραυματιστεί ψυχολογικά.

Το ποτάμι της σκέψης με γύρισε πίσω στο πιο μακρινό παρελθόν, και μ’ έφερε αντιμέτωπο με άλλους χαμένους έρωτες, που - όπως κι αυτός - ίσως να μην υπήρξαν στ’ αλήθεια ποτέ. Τότε άρχισα να γράφω για τα λάθος πάθη μου. Ήθελα να βγάλω όλο εκείνο το συσσωρευμένο πόνο από μέσα μου, εκείνη τη διαιωνιζόμενη θλίψη. Ήθελα να ξεφορτωθώ μια για πάντα, τα φαντάσματα από το παρελθόν, που δε με άφηναν στιγμή να χαρώ τη ζωή.

Πόνο, θλίψη, ανακούφιση, αυτά αισθανόμουνα καθώς ξαναζούσα όλα όσα με είχαν πληγώσει. Πόνο γιατί έξυνα τις πληγές. Ανακούφιση γιατί της απέθετα πάνω στο χαρτί αδειάζοντας ένα μέρος της καρδιάς μου, στο οποίο θα μπορούσε ίσως κάποτε να εισβάλει η χαρά.

Ο ήλιος ανέβαινε δειλά δειλά, χωρίς να βιάζεται, αναψοκοκκινισμένος, από τη θάλασσα, καθώς το καράβι έμπαινε στο λιμάνι του Πειραιά.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά αισθάνθηκα κάτι σαν ανακούφιση μόλις κούρνιαξα και πάλι μέσα στο υπόγειό μου. Εκεί ένιωθα ασφαλής. Ασφαλής από τον εαυτό μου και από τους άλλους. Κανείς δεν μπορούσε να εισβάλει στον ψυχωτικό μου χαρακτήρα, όσο βρισκόμουνα στο “ δικό ” μου έδαφος.

Η πρώτη βδομάδα μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα πέρασε ασυνήθιστα γρήγορα και ευχάριστα. Κοιμόμουνα από νωρίς το πρωί μέχρι και το μεσημέρι, μετά βυθιζόμουνα στο μαγικό κόσμο των βιβλίων μέχρι και το βράδυ, οπόταν πήγαινα επισκέψεις σε γνωστούς, ψάχνοντας για φίλους. Παρακολουθούσα πάρα πολύ τηλεόραση, πήγαινα στα θερινά τα σινεμά μ’ αγιόκλημα και γιασεμί, κι αγόραζα όλο και περισσότερα βιβλία.

Η ευδαιμονία μου ωστόσο δεν κράτησε και πολύ. Τα φαντάσματα από το παρελθόν άρχισαν και πάλι, τα δόλια, να με κυνηγάνε - γιατί από τα φαντάσματα του έρωτα δεν είναι εύκολο να ξεφύγει κανείς. Η μεγάλη γνωστή και άγνωστη, ο πικρός, γλυκός, ανέκφραστος έρωτάς μου, άρχισε να εμφανίζεται και πάλι στα όνειρά μου. “Τη μια μου χαμογελά, την άλλη μου κλείνει το μάτι, την άλλη δακρύζει με πόνο”, έγραψα κάπου, σε κάποιο χαρτί. Ίσως τελικά να μην σε αφήνουν, να μη σε εγκαταλείπουν ποτέ, οι έμμονές σου ιδέες. Εκτός κι αν καταφέρεις να τις αντικαταστήσεις με άλλες.

Μπήκα σε μια νέα φάση, πόνου, κατάθλιψης, μοναξιάς και...παραλογισμού. “ Πρέπει να την ξεχάσεις. Πρέπει να την ξεχάσεις. Πρέπει να την ξεχάσεις ”. Εύκολο είναι να ξεχάσεις πως να ζεις, πως να αναπνέεις;

Το φευγάτο βλέμμα επέστρεψε και πάλι στο πρόσωπό μου. Όλοι μου φαίνονταν αφόρητα πληκτικοί. Όλα ανούσια. Άρχισα να μισώ τον τρόπο ζωής όλων όσοι με περιέβαλλαν. Τόσο τακτικοί, τόσο πολύ προβλέψιμοι! Περισσότερο μισούσα τον εαυτό μου, γιατί έκανα παρέα μαζί τους. Κατά βάθος όμως ήξερα πως εγώ ήμουνα ο φταίχτης, κι αυτοί τα θύματά μου. Το διέξοδό μου στο αδιέξοδο, που - εγώ - τόσο περίτεχνα είχα δημιουργήσει για τον εαυτό μου.

Δεν έπρεπε να μένω μόνος ούτε στιγμή. Δεν μπορούσα να μείνω μόνος. Πίστευα πως αν είχα κάποια παρέα θα μπορούσα να την ξεπεράσω. Φανταζόμουνα πως θα μπορούσα να ξεγελάσω και τα ίδια μου τα αισθήματα. Ω, πόσο σίγουρος ήμουνα λίγες μέρες πριν πως δε θα την ξανάβλεπα ποτέ! Πόσο σίγουρος ήμουνα όταν της το έλεγα! Ποιον προσπαθούσα να πείσω λέγοντας εκείνο το μεγάλο άθλιο και συνάμα αθώο ψέμα; Εκείνη ή τον εαυτό μου;

Τόσο πολύ μισούμε τελικά τον εαυτό μας, που θέλουμε να τον βασανίζουμε και να τον τιμωρούμε, μέχρι να φθάσει στο σημείο της κατάρρευσης;

Τρεις ακριβώς βδομάδες, μετά το “στερνό” αντίο, βρέθηκα απάνω στο καράβι του Νίκου Καζαντζάκη με προορισμό την πόλη του. Γιατί μου φάνηκε τόσο μακρινό εκείνο το ταξίδι; Γιατί άργησε να ξημερώσει εκείνη τη μέρα; Ο ήλιος του Ηρακλείου μας χάρισε μια βασιλική ανατολή. Καμιά σχέση με την μπαρουτοκαπνισμένη του Πειραιά.

Η διαδρομή με το λεωφορείο μου φάνηκε ατέλειωτη. Καταριόμουνα τον εαυτό μου, που δεν πήρα το καράβι που πήγαινε κατευθείαν στα Χανιά. Τα τόσο μαγευτικά τοπία της κρητικής φύσης φάνταζαν στα μάτια μου μουντά. Πήγαινα να δω τον ήλιο μου, τον θηλυκό μου ήλιο, που μονάχα εκείνος θα μπορούσε να μου χαρίσει φως, χρώμα, ομορφιά.

Στα Χανιά πήρα ένα καλό δωμάτιο με θέα το λιμανάκι, σε αρκετά χαμηλή τιμή. Ο ιδιοκτήτης υπέθεσε ότι έψαξα κι αλλού, κι ας του είπα πως η δικιά του ήταν η πρώτη πόρτα που κτύπησα. Ακόμη μια απόδειξη ότι η αλήθεια δε γίνεται ποτέ εύκολα πιστευτή. Αλλά τουλάχιστον μου βγήκε σε καλό. Έκλεισα το δωμάτιο για μια βδομάδα. Θα ξόδευα ό,τι είχα και δεν είχα για να είμαι κοντά της.

Κοιμήθηκα, ως νωρίς το βράδυ. Σαν ξύπνησα η κίνηση στους δρόμους και στις καφετέριες ήταν στο φόρτε της. Εκατοντάδες άτομα κάθε ηλικίας πηγαινοέρχονταν με βήμα περιπάτου. Ο ήλιος βρισκόταν προς τη δύση του. Οι καμπάνες τριών εκκλησιών κτύπησαν ταυτόχρονα τραγουδώντας πως η ώρα πήγε εννιά. Η νύχτα άρχιζε, κι ήμουνα σίγουρος πως για μένα θα ’ταν σημαδιακή.

Ντύθηκα και βγήκα στο δρόμο μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στης ψυχής τα χείλια. Δεν άργησα όμως, κατά ένα περίεργο τρόπο, να νιώσω να θρονιάζεται μέσα στην ψυχή μου η μελαγχολία. Μελαγχολία ή φόβος;

Ίσως να φοβόμουνα πως αυτή τη φορά δε θα διέκρινα εκείνη τη φλόγα στα μάτια της. Ίσως φοβόμουνα πως κάποιος άλλος θα είχε εισβάλει στη ζωή της. Ίσως να φοβόμουνα και την επόμενη μέρα. Όμως, αυτή τη φορά ήμουνα αποφασισμένος να κάνω το μεγάλο βήμα, να της ομολογήσω τον έρωτά μου. Θα της τα έλεγα όλα και μετά θα δεχόμουνα τις ευχάριστες ή, ίσως, τις δυσάρεστες συνέπειες.

Μερικές φορές τα λόγια αδυνατούν να περιγράψουν κάποια συναισθήματα, κάποιες λίγο πολύ οδυνηρές καταστάσεις. Βρήκα το μπαράκι κλειστό και μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Πόνο, θλίψη, οργή, απογοήτευση…, τι ακριβώς ένιωσα εκείνη τη στιγμή, δεν μπορώ στ’ αλήθεια να πω. Εκείνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως δεν ένιωσα ποτέ ξανά τόσο συντετριμένος στη ζωή μου.

Μόλις συνήλθα απ’ το σοκ ζήτησα από κάποιο που δούλευε σε γειτονικό μπαράκι να μου πει τι είχε συμβεί. Η ιδιοκτήτρια είχε χρεωκοπήσει και το πούλησε, αλλά για την Ντολφίν δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα.

Τον άφησα, έτσι, σαν κάποιος χαμένος στον εφιαλτικό ονειροκόσμο του, χωρίς να του πω καν ένα ευχαριστώ. Πήγα στο δωμάτιό μου, ρίχτηκα στο κρεβάτι και πνίγηκα στους λυγμούς. Τα δάκρυα έρρεαν καυτά, ανέλπιδα, καυτά από τα μάτια μου. Ζούσα ένα έρωτα φαρμακερό, δίχως αύριο, ένα έρωτα καταδικασμένο στην αποτυχία, ένα έρωτα χωρίς το αντικείμενό του. Και όλα αυτά, γιατί υπήρξα δειλός, ασυγχώρητα δειλός.

“ Αν της μιλούσα τότε, ίσως όλα τώρα να’ τανε αλλιώς. Ίσως τώρα να βρισκότανε εδώ στην αγκαλιά μου. Ίσως να δακρύζαμε μαζί και να στεγνώναμε ο ένας τα δάκρυα του άλλου. Ίσως αυτή εδώ τη στιγμή να της χάιδευα το πρόσωπο, τα μαλλιά. Ίσως να μοιραζόμασταν της αγάπης τα φιλιά. Ίσως... ”. Δε θα μπορούσε ποτέ κανείς να με μισήσει τόσο όσο μισούσα εγώ τον εαυτό μου, εκείνη τη στιγμή. Μια αγάπη πέθαινε πριν καλά καλά γεννηθεί. Εκείνο το βράδυ το ξόδεψα στις θύμισες και το δάκρυ.

Πέρασα ολόκληρο το υπόλοιπο της διαμονής μου στα Χανιά, τριγυρνώντας σε ντίσκο και σε μπαράκια, πίνοντας αμέτρητα ποτά, ψάχνοντας για κείνην, τη μοναδική μεγάλη μου αγάπη, τον έρωτα που χάραξε βαθιά, ανεξίτηλα τον ψυχικό μου κόσμο.

Κοιμόμουνα ελάχιστα, διάβαζα πολύ λίγο, κι όλο τριγυρνούσα στους δρόμους, τα στενά και τα σοκάκια της πόλης. Στο τέλος, το μόνο που κατάφερα ήταν να μάθω τα πάντα γύρω από τα Χανιά, μια γνώση δίχως την οποία θα μπορούσα να ζήσω. Αλλά δεν ήμουνα καθόλου σίγουρος αν θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς εκείνην, των ονείρων μου το όνειρο.

Για μια ακόμη φορά στο καράβι για τον Πειραιά. Μόλις λίγες ώρες πριν, η επιχείρηση: “ Ψάχνοντας απεγνωσμένα την Ντολφίν ”, έφτασε στο τέλος της. Ένα ακόμη χαμένο ταξίδι στο κυνήγι του ονείρου, θα ’λεγε κάποιος. Όχι εγώ. Εξάλλου, είναι χιλιοειπωμένο, εκείνο που μετρά είναι το ταξίδι κι όχι ο προορισμός. Αν μη τι άλλο απ’ όλη αυτή τη θλίψη βγήκε και κάτι, μια μικρή ιστορία. Ίσως μετά από πολλά χρόνια να τη διαβάζω και να γελώ ή να δακρύζω. Ο χρόνος απαλύνει τον πόνο. Εκείνο που απομένει, είναι μια πικρόγλυκη ανάμνηση. Και η ανάμνηση που θα μου μείνει απ’ αυτόν τον μονόδρομο έρωτά μου, θα ’ναι ευχάριστη. Η Ντολφίν μου έδωσε χαρά, χαρά για τη ζωή, κι ας μην το κατάλαβε ποτέ, κι ας μην το μάθει ποτέ.

Τώρα, που κάθομαι μοναχός με τις θύμισες μου εδώ, στο άδειο κατάστρωμα, μες στ’ άγρια μεσάνυχτα, με το κρύο αεράκι να μου δροσίζει το πρόσωπο, και να μου ξυπνά τις αισθήσεις, σκέφτομαι και πάλι εκείνην. Που να βρίσκεται άραγε τούτη την ώρα; Τι να κάνει; Θα ’ναι ευτυχισμένη;

 

Τα σχέδια, οι στόχοι, οι άνθρωποι, όλα, πάνε κι έρχονται. Η ζωή μόνο φεύγει και πίσω δεν κοιτά. Την τελευταία εβδομάδα έζησα έντονα. Μες στην απελπισία μου έζησα την κάθε στιγμή. Κατάλαβα τη σημασία της στιγμής... Αν δεν ανέβαλλα συνεχώς την πιο “σημαντική στιγμή”, ίσως τώρα να μη βρισκόμουνα σ’ αυτό το καράβι, ίσως να μην έγραφα αυτά τα λόγια. Αν…

 

“ Όπου και να ’σαι, με όποιον και να ’σαι αυτή την ώρα, εύχομαι να περνάς καλά, να χαίρεσαι τη ζωή, να χαμογελάς. Ποιος ξέρει; ίσως κάποια μέρα να συναντηθούμε και πάλι, ίσως θυμηθούμε τα παλιά, κι όλα εκείνα που δε ζήσαμε μαζί, ίσως να γελάσουμε και να δακρύσουμε, κι ίσως φτάσουμε μαζί στην κορυφή του βουνού της ευτυχίας, ίσως ζήσουμε εκείνο που λένε αγάπη, ίσως πάρουμε τη ζωή σαν ένα όνειρο, ίσως ξεφύγουμε απ ’τα φρικτά προσωπικά μας υπόγεια της μοναξιάς και του πόνου, ίσως αγγίξουμε τον ουρανό, ίσως ζωγραφήσουμε τον προσωπικό μας παράδεισο... ”.

 

Κάποιοι λένε:“ Όσο ζω ελπίζω ”.

Εγώ λέω: “ Όσο ζω ονειρεύομαι ”.

 

[email protected]