Μιχάλης Μενεγάκης 

Γεννήθηκε στην Κρήτη το 1979

 

 

 

(Στο δέντρο της ανάγκης)

 

Ποιος είναι Εκείνος που κοιτά μα δε δίνει σημάδια της ύπαρξής του; Ποιος είναι Αυτός που με πόνο στη καρδιά εξιστορεί περιπέτειες για μέρη που δε θα θελε να φτάσουμε; Γιατί να συμβαίνει αυτό; Γιατί να’ μαστε στη σκιά της δύναμης που προτείνει ελευθερία και δρόμους που ποτέ δε βαδίσαμε; Ξέρω πως δε πρέπει πια να σκέφτομαι, γιατί αυτό είναι το μέρος Εκείνου? το μέρος όπου οι απαντήσεις είναι άχρηστες, γιατί δεν υπάρχουν ερωτήσεις. Ας μείνω λοιπόν εδώ, να παρατηρώ αυτό που βλέπω κι αυτό που υπάρχει για μένα, τίποτα άλλο.

Και βλέπω ένα τεράστιο δέντρο, με μεγάλα, φορτωμένα με φύλλα κλαδιά, να κρύβουν τον ήλιο και να αναρωτιέμαι· γιατί δε μ' αφήνουν στα μέρη που έχω συνηθίσει μα πάντα με σπρώχνουν σε κάτι καινούργιο, κάτι που συνήθισα να λεω πρωτοποριακό;

Και κουνάνε απ' τον άνεμο τα κλαδιά και χαϊδεύουν σκληρά όλο μου το σώμα, με κάνουν να εξαρτώμαι απ’ αυτά, να νιώθω όλο και περισσότερο αναγκαία την ύπαρξη τους, να γίνομαι παιδί τους.

Και αφού γίνω παιδί τους, νιώθω πιο θαρραλέος, όλο και περισσότερο έτοιμος να υπερβώ τη κυριαρχία των κλαδιών που με κρατούν δέσμιο της ανάγκης να τα ακολουθώ παντού· να με οδηγούν σε δρόμους νέους. Και κάνω την προσπάθεια, πιάνομαι απ' το μεγαλύτερο κλαδί που βρίσκω μπροστά μου, ν' ανέβω ψηλότερα, να φτάσω εκεί που κανείς δεν έφτασε, κανείς απ’ τον εαυτό μου.

Κρέμομαι, μα το κλαδί σπάει, και μένω εκεί, σε ένα ακόμα χαμηλότερο σημείο να ψάχνω τρόπο ν' ανέβω ψηλότερα· να υπερβώ το δέντρο και την κυριαρχία του· το δέντρο της ανάγκης.

Να πιαστώ απ' το κορμό δε μπορώ, είναι μεγάλος για μένα και ποτέ έτοιμος να με δεχτεί. Μα μόνο αυτό βλέπω, να πατώ στα κλαδιά που θρέφουν την ανάγκη μου και όλο ψηλότερα να φτάνω…(Στη σαίτα του τίποτα)

 

Είμαι ακόμα εδώ, πιασμένος στο δέντρο της ανάγκης, μπροστά απ’ τον υπολογιστή και σκέφτομαι τα μέρη που θα’ θελα να φτάσω. Και συλλογίζομαι πόσα ακόμα θα θελήσω και ανατριχιάζω από ευτυχία. Ανατριχιάζω απ’ την αίσθηση της δυστυχίας που θα φύγει με κάθε μου επιτυχία.

Και βλέπω μια σαίτα από χαρτί, να μπαίνει απ’ τη σχισμή της μπαλκονόπορτας και να προσγειώνεται στο τραπέζι αυτό, κάτω απ' την οθόνη που στοργικά δέχεται τα λόγια μου.

Και μπαίνει ανάμεσα στα γράμματα και μ' αγάπη τα φιλά, τους δίνει χρώμα, τα εμψυχώνει μ’ όλο της το σώμα.

Μα εκείνη η σαίτα δεν υπάρχει, είναι η φαντασία μιας χαράς· μια ακόμα οπτασία του συναισθήματός μου, μια ακόμα ελπίδα στη μικρή μακρόχρονη ζωή μου.

Ας εισπνεύσω λοιπόν τη σαίτα, ας τη νιώσω στα πνευμόνια μου να δίνει ζωή, με χαρά να με γεμίζει δύναμη.

Δεν είναι τίποτα εκείνη η σαίτα, το ξέρω. Δε μου δίνει σκέψεις, δε μου δίνει ορμή, δε μου δίνει φιλία, δε μου δίνει αγάπη, δε μου δίνει τίποτα. Γι' αυτό και γω νομίζω πως μου τα δωσε όλα, μου χάρισε τη γνώση της απροσδιόριστης ευτυχίας, τη δύναμη να περπατήσω σε μέρη απάτητα, στα μέρη που δε θα βλεπε κανείς, στο τίποτα, στη γη της υπέρβασης, στη γη της άγνωστης χαράς που όλοι πια ζητάμε· στη γη που με κάνει να ονειρεύομαι... το ουράνιο τόξο.

 

(Το ουράνιο τόξο)

 

Εκατοντάδες έως χιλιάδες μορφές αιωρούνται γαλήνια κατευθυνόμενες προς το μεγάλο πολύχρωμο ουράνιο τόξο. Το σώμα τους είναι πανομοιότυπο με εκείνο των ανθρώπων, μα χωρίς βάρος, εξαϋλωμένο και γκριζογάλανο. Οι μορφές δε σκέφτονται, απλά αιωρούνται προς τα χρώματα, τα χρώματα είναι η μόνη τους ελπίδα. Αν παραμείνουν μονόχρωμα και παραμυθένια θα χαθούν, πρέπει να αποκτήσουν χρώμα. Το ουράνιο τόξο γεννιέται στο μικρό καταρράχτη δίπλα στο πράσινο λοφάκι. Όμως η πηγή του, μοιάζει να’ ναι μίλια μακριά. Μόνο οι μορφές στον ουρανό, χιλιάδες μέτρα πάνω απ’ τη γη φαίνονται. Και δεν υπάρχουν σύννεφα, τα σύννεφα δίνουν τη ζωή τους στο ουράνιο τόξο? τα σύννεφα, είναι το ουράνιο τόξο.

Τα πρώτα πνεύματα που φτάνουν κοντά του, περνούν από μέσα του, όλα αυτά όμως φαίνονται από πολύ μακριά. Κανείς δεν ξέρει ότι οι μορφές καταβροχθίζουν το ουράνιο τόξο, μα κάθε μία που το διαπερνά, απορροφά μέρος της ύλης του.

Σιγά σιγά το ουράνιο τόξο εξασθενεί, το μέγεθος του παραμένει ίδιο, όμως τα χρώματά γίνονται ολοένα και ποιο ψυχρά. Οι μορφές περνώντας μέσα από τα χρώματα, παίρνουν ζωή μα ολοένα και λιγότερο η κάθε μία. Το ουράνιο τόξο χάνεται· οι τελευταίες μορφές έχουν σχηματίσει κύκλο και γαλήνια τον κλείνουν, χιλιάδες μέτρα πάνω από τη γη και την πηγή του ουράνιου τόξου. Έχουν φτάσει πολύ κοντά μα δε σταματούν, η μια διαπερνά την άλλη και η μορφή που σχηματίζουν γίνεται συνεχώς φωτεινότερη. Το φως έχει γίνει εκτυφλωτικό και μία απίστευτα φωτεινή ακτίνα εκτοξεύεται στο τέρμα τ’ ουρανού εξαφανίζοντας τη μορφή απ’ την οποία προήλθε. Ολόκληρη η κορυφή του ουρανού έχει αποκτήσει εκτυφλωτικό φως. Το φως συγκεντρώνεται ξανά σ’ ένα σημείο του ουρανού και η ακτίνα φωτός επιστρέφει με μεγάλη ταχύτητα στο μικρό καταρράχτη δίπλα στο πράσινο λοφάκι. Ένα νέο ουράνιο τόξο γεννιέται με πολλά φωτεινά χρώματα που φτάνει τη κορυφή του ουρανού. Εκατοντάδες έως χιλιάδες μορφές αιωρούνται γαλήνια κατευθυνόμενες προς το μεγάλο, πολύχρωμο ουράνιο τόξο. Το σώμα τους είναι πανομοιότυπο με εκείνο των ανθρώπων, μα χωρίς βάρος, εξαϋλωμένο και γκριζογάλανο…

 

(Στην κορυφή του ουρανού)

 

Εδώ στέκομαι ξανά, στη κορυφή του ουρανού, στα είκοσι χιλιάδες πόδια, κοιτάζοντας χιλιάδες μορφές να αιωρούνταν γαλήνια προς τον μεγάλο, κατάμαυρο ουράνιο τόξο. Το αεροπλάνο προσπαθεί να με πείσει πως πετάμε, πως βρίσκομαι μέσα του, μα ξέρω, ξέρω πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Η γη μου έγινε ουρανός και ποτέ ξανά δε θα πατήσω το πόδι μου στο χώμα. Ποτέ, γιατί τώρα ξέρω τις συνέπειες κάθε προσγείωσης· καταλήγει στην παιδική χαρά των πνιγμένων καρδιών.

Εδώ στέκομαι, στην κορυφή του ουρανού και πετάω, ή μάλλον αιωρούμαι, κάτω από τη μεγάλη λαμπερή πόλη της Αυστρίας, που πάντα θα είναι εκεί, στα όνειρά μου, σύντροφος της κάθε μου ελπίδας· να μου θυμίζει πως η ζωή είναι ψηλά και ποτέ χαμηλά.

Το όνειρό μου ξανά δεν έγινε πραγματικότητα, γιατί; Ρωτάω με δάκρυα στα μάτια, απορροφημένος στη σκέψη του χαμού της· ενός χαμού άδικου, τόσο άδικου.

Είμαι λοιπόν εδώ, στα είκοσι χιλιάδες πόδια, ανάμεσα στο διάστημα και τη μεγάλη φωτισμένη πόλη. Τρεις η ώρα τα χαράματα να ανασταίνω τη ζωή που μέσα μου φωλιάζει, ετοιμάζοντας τη λύτρωσή μου, τη μεγάλη καταστροφή της καταστροφής μου.

 

(Η μεγάλη καταστροφή)

 

Όλα είναι έτοιμα για τη μεγάλη καταστροφή. Πρέπει πάση θυσία να εξαφανίσουν τη μικρή τους πόλη. Ποτέ δε κατάφεραν να δουν πέρα απ’ τον αφανισμό της μικρής πόλης και η ιδέα της καταστροφής γρήγορα έγινε η μόνη αποφυγή της πραγματικότητας, το συνεχές ναρκωτικό τους. Πως είναι δυνατόν να πιστεύουν όλοι σε ένα σύστημα τόσο ηλίθιο, τόσο καταστρεπτικό; Πρέπει γρήγορα να καταστρέψουν την καταστροφή, να στραφούν εναντίον του οτιδήποτε παρακμάζει τη μικρή πόλη και ταυτόχρονα τον ίδιο τους τον εαυτό. Άλλωστε αν κάποιος είναι ελεύθερος πως μπορεί να θέλει την ελευθερία; Την ελευθερία τη θέλουν τα φυλακισμένα μυαλά, εκείνοι είναι οι ευεργέτες μας? όλοι οι κακοί που ποτέ δεν ένιωσαν ελευθερία. Μόνο εκείνοι τη θέλουν πραγματικά γιατί τη στερούνται.

Το μικρό σπίτι στην κορυφή του λόφου φαντάζει αλλόκοτο από δω πάνω. Εκεί είναι το στρατηγείο της μεγάλης καταστροφής. Ο πύραυλος είναι έτοιμος, και το κουμπί είναι έτοιμο. Ο στρατηγός της μεγάλης καταστροφής με μίσος πατάει το κουμπί και ο πύραυλος φεύγει. Ο πύραυλος πέφτει και όλοι πεθαίνουν. Μαζί κι εκείνοι. Τότε η ελευθερία έρχεται. Έρχεται, μα δε βρίσκει κανέναν.

 

Και αφού δε βρίσκει κανέναν μένω εδώ, να αναζητώ τη σωτηρία μου από κάτι καινούργιο, από τη ζωή με ένα άλλο άτομο. Και το μόνο μας εμπόδιο, μια γυάλινη γέφυρα…

 

(Η γυάλινη γέφυρα)

 

Βρίσκομαι πολύ ψηλά, στέκομαι στη μύτη ενός βουνού. Από κάτω σύννεφα, πολλά σύννεφα. Τόσα πολλά ώστε η βουνοκορφή μου μοιάζει να φυτρώνει από αυτά. Και ακριβώς δίπλα μου εσύ, σε μία άλλη κορυφή που γεννιέται κι αυτή απ’ τα ίδια σύννεφα. Είσαι τόσο κοντά μα τόσο απρόσιτη. Βλέπουμε κι οι δυο τη γυάλινη γέφυρα που ενώνει τις δύο κορυφές όμως κανείς δε τολμά να περάσει απέναντι. Μπορεί να θρυμματιστεί σε χίλια κομμάτια και να βρεθώ στην άβυσσο, να βρεθείς στην άβυσσο, σ’ αυτό που είναι κάτω από τα σύννεφα.

Ο ουρανός πάνω απ΄ τις κορφές μας είναι γεμάτος μαύρα σύννεφα και βροντούν. Κατακόκκινες αστραπές πετούν και πάνε παντού, διαπερνάνε το κορμί μας, μας κάνουν αδύναμους, ανέτοιμους. Η γυάλινη όμως γέφυρα στέκεται εκεί, ατάραχη· για κάποιο λόγο υπάρχει μα είμαστε σίγουροι, ίσως σπάσει αν προσπαθήσουμε να την περάσουμε.

Η γέφυρα δεν έχει τίποτα για να πιαστείς, είναι ένα απλό μονοπάτι. Δε θα ‘ναι γέφυρα σκέφτομαι, κάτι άλλο θα ‘ναι και θα σπάσει αν προσπαθήσω να πατήσω πάνω της. Ναι, σίγουρα έτσι είναι, νομίζω. Και αναρωτιέμαι, τι να σκέφτεσαι εσύ για όλα αυτά, εσύ, στην δίπλα βουνοκορφή. Ίσως να μ’ έχεις ξεχάσει τώρα, πώς να με θυμάσαι όταν είμαι τόσο κοντά, μα τόσο απρόσιτος; Θα είμαι για σένα μέρος του τοπίου.

Τα πάντα μένουν ίδια, τα σύννεφα που γέννησαν τις βουνοκορφές που στεκόμαστε, οι αστραπές που μας πληγώνουν. Όλα είναι μέρος του κόσμου, εκτός από τη γυάλινη γέφυρα. Εκείνη στέκει εκεί, μυστηριώδης κι ανεξερεύνητη. Αδύνατο να κατανοήσω το λόγο της ύπαρξής της. Έντονα σκέφτομαι να την περάσω και ας χαθώ, τι έχω να χάσω; Τίποτα. Να προχωρήσω;

 

Κι η απάντηση σου δεν αργεί…

 

“Σε ένα τοπίο αδιατάραχτο και αστιγμάτιστο από αλλαγές βρίσκεται η γυάλινη γέφυρα…ήρθε σε μια στιγμή χωρίς πολύ σκέψη…ήρθε για να ενώσει δυο βουνοκορφές…τι φέραμε να ενώσει τις βουνοκορφές…

Είναι η γέφυρα γυάλινη ακόμα και γι ‘αυτό φοβόμαστε να τη διασχίσουμε..

Κι όμως η γέφυρα μπορεί να μας αντέξει…όταν την περάσεις, το μόνο που μπορεί να σε εμποδίσει και να σε κάνει να κινδυνεύσεις να χαθείς είναι η αβεβαιότητα…πρέπει να είσαι βέβαιος και να θες να έρθεις…αν όντος θες να την περάσεις όσα χρειάζεσαι για να νιώσεις ασφάλεια στο πέρασμα εμφανίζονται…μπορεί όμως και να μη χρειάζονται…αν μπορείς να νιώσεις κάτι που να σε κάνει να θέλεις να περάσεις απέναντι φτάνει…η γέφυρα είναι δικό μας δημιούργημα και δεν εξαφανίζεται όσο τη θέλουμε εμείς να υπάρχει εκεί…

…το μόνο που χρειάζεσαι είναι να νιώθεις κάτι…”

 

Μα εγώ αυτό που νιώθω…

 

…Είναι πως το γυαλί υπάρχει, υπάρχει γιατί είναι μπροστά μου, είναι γύρω μου. Είμαι μέσα στη γέφυρα, μέσα στο υλικό της, μέσα στο γυαλί, και όμως… Και όμως δεν ξέρω αν θα με αντέξει αν και βρίσκομαι μέσα στη γέφυρα. Πρέπει να βγω απ’ τη γέφυρα, να γυρίσω στη πραγματικότητα, στην κορυφή του βουνού, στον κόσμο μας, στην ευκαιρία μου. Στην ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσω. Γιατί νιώθω πως πρέπει να περάσω απέναντι και να σε συναντήσω. Και όμως, είμαι αναγκασμένος να χάνω αυτό που θέλω γιατί η γέφυρα φαντάζει ετοιμόρροπη από δω πάνω, αδύναμη, εχθρική. Και ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, η γέφυρα είναι μέρος της φαντασίας μου, μόνο οι βουνοκορφές υπάρχουν, η γέφυρα γεννήθηκε για να δώσει ελπίδα στη μίζερη πραγματικότητα των κορυφών του συννεφιασμένου τοπίου, σ’ όλα αυτά που πρέπει ν’ αλλάξουν. Η γέφυρα είναι άχρηστη, το μόνο που κάνει είναι να σπαταλά το χρόνο μου. Δε πρέπει να υποφέρω άλλο, να σκέφτομαι αν σπάσει ή όχι, Πρέπει να φέρω τα δυο βουνά κοντά. Ναι, αυτό πρέπει να κάνω. Δε μπορώ να αλλάξω κάτι που δεν υπάρχει, πρέπει να αλλάξω ότι υπάρχει, τις βουνοκορφές, τα σύννεφα, τους κεραυνούς, τα πάντα. Και να φέρω τα δυο βουνά κοντά. Και όταν τα φέρω κοντά, τότε θα ξέρω, θα ξέρω αν σ’ αγαπώ, αν ποτέ η γέφυρα υπήρξε και αν ποτέ θα έσπαγε. Η γέφυρα είναι τα δυο βουνά μαζί, εμείς μαζί…

 

Τα δυο βουνά έγιναν ένα, η συνάντηση έγινε και η γυάλινη γέφυρα έπεσε, μαζί και οι αμφιβολίες για την αντοχή της. Τώρα έγινε τόσο απλό μα και τόσο αβέβαιο το μέλλον από την διογκωμένη εσωστρέφειά μου…

 

(Εσωστρέφεια)

 

Είσαι πάνω στο κεφάλι μου πλέον. Σε νιώθω, σε αισθάνομαι, είσαι ανάμεσα στις τρίχες μου, στις τρίχες του κεφαλιού μου. Και φοβάμαι, φοβάμαι πως ποτέ ξανά δε θα ξανανιώσω καθαρά τα μαλλιά μου. Ποτέ. Γιατί είσαι εσύ κει πάνω, στα πρώην καθαρά μαλλιά, και τα λερώνεις. Εσύ, που νόμιζα πως είσαι η μόνη ελπίδα για τη σωτηρία μου. Εσύ, που πάντα σε νόμιζα κοντά μου, έτοιμη να με βοηθήσεις, να μου δώσεις δύναμη. Είσαι λοιπόν εκείνο που περίμενα ή για πάντα θα κρύβεσαι γελώντας πονηρά πάνω απ΄ το κεφάλι μου, χωρίς να μπορώ να σε δω, χωρίς να μπορώ να σε διώξω όταν θέλω; Είσαι λοιπόν ακόμα εδώ; Εδώ στον κόσμο μου, στη ζωή μου, στη ζωή που θα ‘φτιαχνες, στη ζωή που θα ‘κανες δική σου, στη ζωή που θα μοιραζόμασταν; Όμως τώρα πια λυπάμαι, κλαιω στη σκέψη σου γιατί όλα αυτά ήταν ψέμα, ήταν μια ηλιαχτίδα που πέρασε μέσα στο κελί μα δεν έφτασε να το φωτίσει. Λίγο νερό στο ποτήρι που δε φτάνει να με ξεδιψάσει. Αχ και νασουν όπως σε ‘χα φανταστεί, όπως ήσουν τότε. Ίσως να’ ταν καλύτερα να με κοιτάς από κει, απ’ την απέναντι βουνοκορφή και γω να ονειρεύομαι, να κάνω ταξίδια με το μυαλό για σένα, και συ να’ σαι δική μου, μόνο δική μου και απρόσιτη. Τώρα πλέον είναι απλό, πρέπει κάτι να κάνω γιατί τίποτα δεν είναι μοιραίο, όλα είναι όπως εμείς τα βλέπουμε και όχι όπως είναι. Εμείς τα βλέπουμε κι εμείς τα αλλάζουμε. Είμαι λοιπόν ανήμπορος μπροστά σου, θύμα των συγκυριών και της κακίας ή μήπως όλα αυτά είναι ένα μεγάλο ψέμα, η ψευδαίσθηση μιας πρώην μιζέριας; Ναι λοιπόν, θα σε κρατήσω κοντά μου γλυκιά μου αγαπημένη κι ας είναι τόσο δύσκολο, και ας είμαι τυλιγμένος στο μεδούλι απ’ τα κόκαλα γoνιών χαμένων φίλων, και ας είμαι μικρός μπροστά στη παντοδυναμία της απογοήτευσής, και ας είσαι μέσα σε προβλήματα, που είναι σεβαστά και αγαπημένα, μικρή μου. Είμαι λοιπόν εγώ που σου μιλώ ή αυτός που θα’ θελα να είμαι; Τι να πω; Προσπαθώ, γιατί σε αγαπώ.

 

Ευτυχώς τα μάτια μου ήταν πέτρινα κοιτώντας τα μαλλιά μου…

 

(Πέτρινα μάτια)

 

Τα μάτια του ήταν πέτρινα κοιτώντας τη μικρή του ερωμένη. Το βράδυ εκείνο το μάτια του σταμάτησαν να είναι πέτρινα και έγιναν ακόμα πιο σκληρά, έγιναν ατσάλινα και γυαλιστερά. Τα ατσάλινα μάτια του, έβλεπαν την μικρή του ερωμένη και την ερωτεύονταν, την ερωτεύονταν τόσο πολύ που γέμιζαν με δάκρυα που δεν έβρισκαν διαφυγή και έμεναν εκεί, πίσω απ' το ατσάλι των ματιών του. Η μικρή όμως ερωμένη δεν ήταν ότι χειρότερο θα μπορούσε να του τύχει. Ήταν αυθόρμητη και υποχωρητική συνάμα. Είχε ένα ιδιαίτερο τρόπο να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις του ατσαλιού του και ήταν ανελέητες. Συχνά οι επιθέσεις ήταν σφοδρές μα ποτέ ικανές να τους φέρουν σε ιδανική σύγκρουση.

Ώσπου μια μέρα φόρεσε ξανά τα ατσάλινα μάτια του και της επιτέθηκε. Ευτυχώς η αφορμή ήταν αρκετά δυνατή και η ερωμένη αρκετά σταθερή ώστε η σύγκρουση θρυμμάτισε τα ατσάλινα μάτια του· τα κομμάτια έπεσαν στο πάτωμα και τότε τα δάκρυα βρήκαν την ευκαιρία να ξεγλιστρήσουν και να δείξουν τι συνέβαινε πριν. Μα κι η κοπέλα έβαλε τα κλάματα και αυτή τη φορά φάνηκε στα γυμνά του μάτια τι συνέβαινε, τι θ' άπρεπε να ξέρει μα είχε απωθήσει.

Και τότε είδε, κατάλαβε, είδε πως τα γυμνά μάτια της κοπέλας έλεγαν την αλήθεια πριν. Πριν που εκείνος νόμιζε πως η κοπέλα φορούσε ατσάλινα μάτια. Πλέον έβλεπε την αλήθεια τη προσωρινή, την αλήθεια που μπορεί ν' αλλάξει, όμως είναι αλήθεια και αυτό του φτάνει.

Τα ατσάλινα μάτια ήταν τα δικά του, τα μάτια που έκλειναν το στόμα της εμπιστοσύνης. Μα πλέον δεν είναι εκεί, δίνοντας τη θέση τους σε μια ένωση...

 

(Η ένωση)

 

Ο γαμπρός στέκεται κρυστάλλινος μπροστά απ' την νύφη. Η νύφη στέκεται κρυστάλλινη μπροστά απ' το γαμπρό. Πανέμορφοι κι οι δυο, δε βλέπουν την ώρα της συνάντησής. Έτοιμοι εδώ και καιρό για κείνη τη συνάντηση, ανυπομονούν.

Ο πατέρας του κρυστάλλινου γαμπρού από καιρό ετοιμάζει το γιο του. Είχε αγοράσει το ακριβότερο κρύσταλλο που βρήκε στην αγορά και το γυάλιζε διαρκώς, μέρα με τη μέρα· ώσπου ο γαμπρός έγινε πανέμορφος, και κρυστάλλινος. Η μητέρα της νύφης ετοιμάζει κι αυτή χρόνια τη κόρη της. Είχε αγοράσει ένα τυχαίο κρύσταλλο και δε το γυάλιζε ποτέ. Όμως διαρκώς έπειθε τη νύφη πως το κρύσταλλό της είναι πεντακάθαρο, πανέμορφο. Έτσι, και η νύφη έγινε πανέμορφη, γυαλιστερή και κρυστάλλινη.

Εκεί στέκονται λοιπόν, η νύφη και ο γαμπρός, αντιμέτωποι, έτοιμοι ο ένας να ενωθεί με τον άλλο, ανυπόμονοι. Κοιτά ο γαμπρός τα κρυστάλλινα μάτια της νύφης και την έχει υπνωτίσει. Η νύφη κοιτά το γαμπρό με τα δικά της μάτια και τον έχει υπνωτίσει. Και τότε, ο ένας ορμά στον άλλο. Η ορμή είναι τόσο μεγάλη, η σύγκρουση τόσο ισχυρή, που τα δύο σώματα σπάνε, σπάνε και γίνονται χίλια κομμάτια.

Τα σώματα τους εμφανίζονται. Έχουν ακόμα κάποια κομμάτια κρυστάλλου πάνω τους μα πλέον είναι ολοφάνερα, δε μπορούν να κρυφτούν πίσω απ' την ομορφιά του κρυστάλλου.

Τι πρέπει να κάνουν πλέον έχει παραμείνει μυστήριο και για τους δυο. Μήπως θα πρέπει να μαζέψουν τα κομμάτια τους, να παραμείνουν έτσι, να φτιάξουν ένα νέο σώμα και για τους δυο τους, ένα σώμα ή κάτι άλλο;

Ένα τεράστιο ερωτηματικό κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Είναι τόσο μεγάλο και τόσο βαρύ - φτιαγμένο από ατσάλι - που υπάρχει κίνδυνος να πέσει και να τους πλακώσει. Ξέρουν πως πρέπει να το κρατούν και μετά να δώσουν απάντηση.

Μα δε καταφέρνουν να το στηρίξουν. Με δύναμη πέφτει πάνω τους και τους ντύνει, γίνεται ένα με το σώμα τους· το τελευταίο μεγάλο εμπόδιο της κοινής ζωής τους, το μόνο όπλο του ενός για τον άλλο· μια μεταλλική στολή για τον κάθε πολεμιστή.

 

(Οι δυο πολεμιστές)

 

Εκείνη η βουνοκορφή είναι πολύ ψηλή, περνά τα σύννεφα, ξεπερνά το τέρμα τ’ ουρανού. Εκεί, στη στενή κορυφή στέκονται αντιμέτωποι οι δύο μεταλλικοί πολεμιστές, ο άντρας κι η γυναίκα. Και οι δυο με ορθάνοιχτα τα μάτια, ακονισμένο το μυαλό, να συλλογίζονται πως θα επιτεθούν ο ένας στον άλλο.

Ο άντρας βλέπει καθαρά τη γυναίκα, είναι αδύναμη μπροστά του, κατώτερη. Και η ίδια το ξέρει, οπότε το μόνο που πρέπει να περιμένει είναι κάποια ύπουλη κίνηση από το γεμάτο ανασφάλειες και προβλήματα ον που στέκεται μπροστά του, τη γυναίκα. Τι έχει να φοβηθεί από κάποια που ήδη αναγνωρίζει την ανωτερότητα του;

Όπως ο άντρας, έτσι κι η γυναίκα τον βλέπει πολύ καθαρά. Είναι φανερό πως νιώθει ανώτερος απ’ αυτή και κάνει το παν για να της το δείξει. Βλέπει πως εκείνος νομίζει πως η ίδια έχει αποδεχτεί την κατωτερότητά της και αυτό σκέφτεται θα είναι το μεγάλο της ατού για την πάλη που έρχεται. Είναι φανερό για κείνη πως τελικά η ίδια έχει τη δύναμη και συνεπώς τη νίκη στα χέρια της.

Ο άντρας αποφασίζει να χτυπήσει πρώτος. Συγκεντρώνει στο μυαλό όλες τις ατέλειες που βλέπει στη γυναίκα και απομονώνει κάθε άλλη σκέψη. Το μεταλλικό σώμα του φουσκώνει, δυναμώνει από την ικανοποίηση για το πόσο κατώτερη είναι η γυναίκα και με δύναμη τη χτυπάει στους ώμους.

Η γυναίκα δεν αντέχει το χτύπημα και βρίσκεται στο κενό· να πέφτει, όλο να πέφτει. Τότε ο άντρας νιώθει το κενό μέσα του. Είναι το κενό που άφήσαν πίσω οι σκέψεις για την κατωτερότητα της γυναίκας. Εκείνες δεν υπάρχουν πια οπότε πλέον έχει καταλάβει. Θα πρέπει να φέρει πίσω τη γυναίκα, να της δείξει τι αισθάνεται.

Χωρίς δεύτερη σκέψη ενεργοποιεί την πυραυλοκίνητη στολή του και πετάει κάθετα προς το κενό, με την ελπίδα να επαναφέρει τη γυναίκα στη κορυφή. Ευτυχώς τα καταφέρνει. Την προλαβαίνει κάπου στα μισά του δρόμου να πέφτει ανήμπορη και ευγενικά την αγκαλιάζει ανεβάζοντάς τη προς τη κορυφή.

Εκείνη στέκεται όπως είχε σταθεί πριν, εκείνος στέκεται όπως είχε σταθεί πριν και πλέον σκέφτεται πόσο ευτυχισμένοι θα γίνουν τώρα, πλέον όλα είναι φανερά, παραδείσια και για τους δυο.

Η γυναίκα σιγουρεύεται για τις σκέψεις που είχε. Ο άντρας απέδειξε με τις πράξεις του το πόσο ανασφαλής είναι στην πραγματικότητα και πως τελικά η ίδια έχει τη δύναμη. Εκείνος, πάντα θα την υπηρετεί στο τέλος.

Και χωρίς δεύτερη σκέψη συγκεντρώνει τον εαυτό της στην κατωτερότητα του άντρα και την εις βάθος ανωτερότητά της, αδειάζοντας το μυαλό της από οτιδήποτε άλλο. Φουσκώνει δυναμώνοντας το μεταλλικό της κορμί μ’ αυτές τις σκέψεις και με τεράστια ορμή χτυπά τον άντρα στη κοιλιά. Εκείνος ανήμπορος να αντιδράσει μέσα στην ευτυχία του, βρίσκεται να πέφτει κάθετα στο κενό.

Η γυναίκα μένει εκεί νιώθοντας τρόμο να την κυριεύει. Είναι το κενό που άφησαν πίσω οι σκέψεις για την κατωτερότητα του άντρα. Έχει καταλάβει και πρέπει να φέρει πίσω στην κορυφή τον άντρα.

Χωρίς δεύτερη σκέψη πυροδοτεί του πυραύλους της στολής της και με τεράστια ταχύτητα κατευθύνεται προς το κενό και τον άντρα που πέφτει. Κάπου εκεί στα μισά του δρόμου τον βρίσκει και ευγενικά τον βάζει στην αγκαλιά της.

Αργά και σταθερά κατευθύνεται προς τη βουνοκορφή μετά τα σύννεφα, μετά το τέρμα τ’ ουρανού και εκεί τον αφήνει. Τον αφήνει και μένουν εκεί, να στέκονται ο ένας αντίκρυ του άλλου όπως ήταν πριν, μα αυτή τη φορά είχαν κι οι δυο τις ίδιες σκέψεις, την ίδια ψυχή, το ίδιο σώμα.

Κι οι δυο ταυτόχρονα, βγάζουν από πάνω τους τις μεταλλικές στολές και τις πετούν στο κενό. Μένουν απογυμνωμένοι, ειλικρινείς ο ένας απέναντι του άλλου και αγκαλιάζονται. Αγκαλιάζονται τόσο σφιχτά, με τόσο πάθος, που το ένα σώμα που σχηματίζεται αρχίζει να λάμπει.

Και μένουν εκεί, στην ίδια βουνοκορφή, αποκομμένοι απ’ το δέντρο της ανάγκης, νιώθοντας τη σαίτα του τίποτα να τους ντύνει, φωτίζοντας το τέρμα τ’ ουρανού σε άλλους ταξιδιώτες.

 

Η σαίτα του τίποτα, μού σπρώχνει μακριά τον εαυτό, να βρω τα πράγματα που αγάπησα και τώρα αναζητώ. Να γνωρίσω καλύτερα τη ζωή μου, τη μικρή κι ασήμαντη που έκανε το παν να δείξει το αντίθετο με αφορμή, ένα άδειο μπουκάλι...

 

 

Μιχάλης Μενεγακης

[email protected]

(Το κείμενο έχει συνέχεια το υπόλοιπο βιβλίο. Αναμένεται να εκδοθεί όταν έρθει η ώρα να γίνει κάτι τέτοιο.)