Βαγγέλης Μπέκας
Ο Βαγγέλης είναι 25 ετών και ζεί στη Θεσσαλονίκη...
Ζωτικό Ψεύδος
Τι;! Γιατί σ’ αγαπώ;!… Σε μια φράση;!… Εεεε… Όχι, όχι αυτό είναι αδύνατον! Αν θες πράγματι να μάθεις το λόγο που σ’ αγαπώ, κάνε υπομονή και άκου όσα έχω να σου πω… Έλα τώρα, δε θέλω να δυσανασχετείς. Θες ή δε θες;!… Αφού λοιπόν θες, σώπα και άκου…
Ήταν που λες καλοκαίρι, τελευταία μέρα των καλοκαιρινών διακοπών στα Χανιά, παρέα με τον Πέτρο. Τελευταία μέρα μακριά από το άγχος και την πίεση της δουλειάς, μα δεν είχα πάρει οριστική απόφαση ακόμη. Μπάνια, ξενύχτια, αξιοθέατα, που καιρός για κουβεντούλα με τον αχώριστο φίλο, τον εαυτό μου…
Ήταν ίσως η πιο ζεστή μέρα του Αυγούστου, κι ήμασταν ξάπλα, πλάι στο κύμα, φωνές, γέλια, πειράγματα έπιαναν τα αυτιά μου από τριγύρω, μα εμείς αμίλητοι. O ήλιος λάβα, ένοιωθα τα μελίγγια μου να καινε και… σφήνες πέρναγαν στο μυαλό μου. Σφήνες απ’ τις μέρες που με περίμεναν, καθισμένο για δέκα και πλέον ώρες πίσω από ένα γραφείο. Μπρος μου χαρτιά, χαρτιά, χαρτιά, μια το τηλέφωνο, μια οι πελάτες να με διακόπτουν και ‘γω να χαμογελώ υποκρινόμενος κατανόηση στις ηλίθιες ερωτήσεις τους.
«Ναι, κύριε. Μάλιστα, κύριε. Όπως νομίζετε, κύριε. Αεί στο διάολο παλιό μαλ...», μουρμούριζα σε κάθε αποχώρηση τους. Και ο διευθυντής, συνεχείς παρατηρήσεις, για το αποτυχημένα υποκριτικό ενδιαφέρον προς τον εκάστοτε πελάτη.
‘Κείνη την ώρα που ήταν όλα κουβάρι στο νου μου, και το γαλάζιο άρχιζε να γκριζάρει μπρος μου, ο Πέτρος με σκούντηξε.
-Έλα, σήκω… Ώρα για βουτιά!
-Βαριέμαι, του είπα κοντά κοφτά, εκνευρισμένος που με διέκοψε απ’ το συλλογισμό μου. Αν δε τα ξεδιάλυνα, αν δεν έπαιρνα μια οριστική απόφαση εκείνη την ώρα, τότε πότε;
-Ντάξει Κωστάκη…, μου είπε με νόημα κι αφού σηκώθηκε, έτρεξε σα δεκαπεντάχρονος και βούτηξε στη θάλασσα. Τον έβλεπά να μου κουνά το χέρι και να με καλεί να πάω κοντά του, με παιδιάστικες προσφωνήσεις του τύπου: «Έλα πασά μου στο θείο Πέτρο…», και μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι.
Πήρα ένα περιοδικό στο χέρι, το ‘φερα μπρος στα μάτια μου και τον αγνόησα παντελώς. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση. «Ή τώρα ή ποτέ!», σκέφτηκα και προσπάθησα να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη.
Από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα… Αλλά γιατί έτρεχα, γιατί βιαζόμουν τόσο; Σίγουρα ήθελα να… γευθώ όσα περισσότερα μπορούσα. Μόλις όμως συνειδητοποίησα ότι οι άλλοι γύρω μου, ζητούσαν ακριβώς το ίδιο και ήταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή, να μου τ’ αρπάξουν μέσα απ’ τα χέρια, υποκρινόμουν. Υποκρινόμουν ότι δεν ήθελα, ότι ήθελα, ότι άντεχα, ότι κουραζόμουν, ότι μισούσα, ότι αγαπούσα… Κι όλα αυτά για να ζήσω καλύτερα…
Μμμμ… νομίζω βρισκόμουν στη Κρήτη, στα Χανιά… Τον ξέρεις τον Πέτρο, μόλις αντικρίσει θηλυκό, «αρρωσταίνει». Να σου λοιπόν, δυο ξανθές σκανδηναβές, ξάπλα σε στρώματα θαλάσσης, έπλεαν πλάι του. Ηλιοκαμένα καλογυμνασμένα κορμιά, ξεκουράζονταν απ’ τα παιχνίδια στην άμμο και περίμεναν υπομονετικά τον Πέτρο να τα «γλεντήσει»… Ναι τον Πέτρο, μόνο τον Πέτρο. Εγώ έπρεπε να πάρω μια απόφαση…
Ο ήλιος καυτός μου ‘ψηνε το κεφάλι και σφήνες, γκρίζα ξεφτισμένα όνειρα, για καριέρα, λεφτά, καταξίωση, sex… θόλωναν το νου μου. Τρέξε, αγόρασε, υποκρίσου… Σκηνές καθημερινές, στεγνές, θαμπές, άνοστες…
Ναι λοιπόν, το πήρα απόφαση! Το μεθεπόμενο πρωί που θα επέστρεφα στη δουλειά… ούτε κουστούμι, ούτε γραβάτα, με φόρμες θα πήγαινα. «Να νοιώθω άνετα ρε αδελφέ. Όχι να ‘χω εκείνη τη θηλιά στο λαιμό, για να υπακούω καλύτερα, πιστός σα σκύλος.». Φανταζόμουν τη σκηνή και χαμογελούσα όλο μίσος και κακία. «Γεια χαρά νταν μόρτες!». Έτσι θα «μπούκαρα» στο γραφείο. Όπως ο Παράβας σε κείνη την αξέχαστη ελληνική ταινία.
Φανταζόμουν τα μούτρα του Καπλάνη, του αρχηγλήφταρου και δεξιού χεριού του φασίστα του διευθυντή. Σίγουρα θα έτρεχε να τον ειδοποιήσει. Θα με πλησίαζε: «Γιατί άργησες; Γιατί είσαι ντυμένος έτσι;…». Θα του πρόσφερα ένα γαρίφαλο, μοβ μελιτζανί –στεφάνι από δαύτα θα στείλω στη κηδεία του- κι ύστερα θα του ‘φερνα το καλάθι τον αχρήστων, «καπέλο». Το χα δει σε τόσες ταινίες… Ήθελα επιτέλους, να το κάνω πράξη. « Ναι κύριε φαταούλα, παραιτούμαι! Δεν τα ‘χω ανάγκη τα μεγαλεία σας...» Σαν τώρα θυμάμαι, το καθημερινό παραμυθάκι του: « Πάνω από όλα η καριέρα σας, πάνω απ’ όλα η εταιρία! Κάθε πώληση είναι μάχη! Κάθε πελάτης, εχθρός που πρέπει πάση θυσία να κερδηθεί!...»
Το χα πάρει απόφαση θα γύρναγα στο χωριό που γεννήθηκα. Εγώ μόνος με τα χώματα, τα δέντρα, τα βράχια, τα πουλιά… Έχω ένα μικρό κτήμα, θα φύτευα πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια, ζαρζαβατικά και λουλούδια, πολλά λουλούδια…. Τότε θα φίλιωνα επιτέλους με τη γη και το γκρίζο θα χρωματιζόταν πάλι…
«Ο Πέτρος, που είναι ο Πέτρος;…», σκέφτηκα γυρνώντας πίσω απ’ τα όνειρα. Γύρισα το κεφάλι δεξιά, αριστερά, τίποτα. Μόνο απέραντο γαλάζιο που γκρίζαρε και κάπου-κάπου κόρνες, στριγκλιές, βρισιές του αύριο…
Ξάφνου τον άκουσα να μιλά απότομα σε κάποιον. Γύρισα το κεφάλι, ήταν πίσω μου στο beach bar. Δίπλα του, η μία από τις δύο ξανθές που σου ανάφερα πριν από λίγο. Κάθονταν πλάι-πλάι στο bar και έπιναν μπύρα, μα κάποιος μεγαλόσωμος τύπος είχε στριμωχτεί ανάμεσα στα δυο σκαμπό και προσπαθούσε να ψιθυρίσει κάτι στην κουκλάρα, -ναι όντως ήταν κουκλάρα- που τα «‘χε βρει» με το Πέτρο. Ο Πέτρος κατακόκκινος, τον έπιασε απ’ τον ώμο και του γρύλισε στ’ αυτί. Εκείνος γύρισε προς το μέρος του και με μια σπρωξιά, τον εκσφενδόνισε 5-6 μέτρα μακριά, ανάμεσα σε θαμώνες και τραπέζια. Τότε είδα το βλέμμα του. Το θυμόμουν καλά, εκείνο το γυάλινο βλέμμα. Το προηγούμενο Σαββατόβραδο, έπαιζε το ρόλο του κλειδοκράτορα, στο Club Privilege…
Ο Πέτρος σηκώθηκε γρήγορα-γρήγορα, έτρεξε κατά πάνω του και τότε δέχθηκε μια σπρωξιά, τι σπρωξιά!… Η ξανθιά καλλονή δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Να βάλει τα κλάματα ή μάλλον τα γέλια. Χαμογέλασε! Ναι, ήμουν σίγουρος ότι χαμογέλασε. Σηκώθηκα βιάστηκα, άρπαξα μια ξύλινη ρακέτα από χάμω, έτρεξα προς το μέρος του και την κατέβασα στο σβέρκο του, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι, είναι μια ασπροφορεμένη νοσοκόμα να ανοίγει τη τηλεόραση, στο δωμάτιο του ιατρικού κέντρου όπου νοσηλευόμουν. Θηρίο ο κύριος με το γυάλινο βλέμμα! Θηρίο αλλά δε δίστασα, αγάπη μου! Απολογισμός του ηλίθιου ηρωισμού μου; Τρία σπασμένα πλευρά, ένας ραγισμένος καρπός, ένα μαυρισμένο μάτι και μια διάσειση, πλυντήριο το κεφάλι μου… Δέκα μέρες αναρρωτική άδεια στο ύπερλουξ ξενοδοχείο, εεεε… εντάξει νοσοκομείο, αλλά τι νοσοκομείο;… Κι αυτό, χάρη της ιδιωτικής μου ασφάλισης. Επειδή έτρεχα, αγόραζα, υποκρινόμουν, θα έλεγα, αρκετά επιτυχημένα όλα τα προηγούμενα χρόνια...
Οι μέρες πέρασαν. Νομίζω ήταν Τρίτη μεσημέρι. Το επόμενο πρωί θα έπαιρνα εξιτήριο και πίσω στη δουλεία. Η νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο και άνοιξε πάλι το μαύρο κουτί που ήταν τοποθετημένο αντίκρυ μου, να με κοιτά στα μάτια. Ήταν ώρα ειδήσεων. Μια μαύρη ψιψίνα, νομίζω τη λέγανε Jina, ναι σίγουρα Jina, το ‘χε σκάσει απ’ την υπερήλικη αφεντικίνα της και είχε σκαρφαλώσει σε ένα πελώριο δένδρο. Είχε εγκλωβιστεί σε ‘κείνο το δένδρο. Και όλη η Ελλάδα , τι λέω μπορεί κι όλος ο κόσμος, παρατηρούσε με κομμένη την ανάσα, τις απέλπιδες προσπάθειες των ανδρών της πυροσβεστικής να τη σώσουν. Κι ύστερα ήρθαν κι άλλες τέτοιες ειδήσεις και παράθυρα… «δικαστικών μεγάρων» κι ύστερα διαφημίσεις και το κεφάλι μου πλυντήριο, πλύση εγκεφάλου…
Όλα μαύρα ήταν αγάπη μου. Όλα ένα τίποτα.
Το σκεφτόμουν απ’ τη Παρασκευή κι ήταν Τρίτη μεσημέρι. Ο Πέτρος είχε να φανεί δυο, τρεις μέρες. Δεν άντεχα άλλο. Η νοσοκόμα μπήκε ξανά στο δωμάτιο, άνοιξε τη τηλεόραση, όλα τα κανάλια -τα γύρισε όλα- είχαν τους αχώριστους φίλους μου, τις διαφημίσεις. Τους μοναδικούς φίλους που ενδιαφέρονταν για μένα πραγματικά! Ένοιωθα να με κοιτούν από παντού, να με παραμονεύουν… Ένοιωθα να με πλησιάζουν, ναι, ναι άκουγα τα τακ-τακ των τακουνιών τους στο πάτωμα και πλησίαζαν, πλησίαζαν… με ήθελαν δέσμιο, με ήθελαν δικό τους!…
Πανικοβλήθηκα! Πετάχτηκα έξω απ’ το δωμάτιο χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω. Στη νοσοκόμα είπα, πως θα πήγαινα μια βόλτα να πάρω λίγο αέρα, να ξεμουδιάσω. Ήμουν στον πρώτο, μέχρι τη ταράτσα, είχα τέσσερα πατώματα ακόμα. Πλησίασα στο ασανσέρ ασθενών, κατειλημμένο. Προχώρησα λίγο πιο πέρα, στο άλλο που εξυπηρετούσε τους επισκέπτες, χαλασμένο. Η σκέψη μου θολή, η απόφαση αμετάκλητη. Δεν άντεχα άλλο, έπρεπε να δώσω ένα τέρμα. Έσφιξα τα δόντια και ξεκίνησα να ανεβαίνω τις σκάλες. Κάθε σκαλί και μια γκρίζα, άνοστη σκηνή της ζωής μου. Στο τέταρτο όροφο σταμάτησα να ξαποστάσω. Μη ξεχνάς ήμουν άρρωστος άνθρωπος. Θυμάσαι;!… Σίγουρα ήμουν κατακίτρινος…
Γύρισα το κεφάλι, σε απόσταση δέκα βημάτων απ’ τις σκάλες, καθόσουν μόνη και περίμενες το γιατρό. Έκανα να ανέβω το επόμενο σκαλί, ξαναγύρισα, σε κοίταξα και ‘κείνη την ώρα γύρισες και συ. Το βλέμμα σου… Ένας λόγος να θέλω να ζήσω! Πήγα να κάνω ένα ακόμα βήμα στη σκάλα.... Όχι, όχι, έπρεπε να τολμήσω! Στεκόμουν δέκα βήματα μακριά από ‘κείνο το πλάσμα, που με κοίταγε, σα να μου ‘λεγε: «Αν πέρασες τυχαία, τράβα το δρόμο σου. Αν σε έστειλε η μοίρα, κόπιασε, είμαι εδώ και σε περιμένω…».
Σε πλησίασα. Θυμάσαι τα αδέξια βήματά μου, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, πορεία προς την ελευθερία, αγάπη μου. Και εσύ είχες στα σπλάχνα σου, τούτο το πλασματάκι, που τώρα κοιμάται στην αγκαλιά σου. Είχες αποφασίσει να το «σκοτώσεις», γιατί τι αξία είχε η ζωή του, μπρος τη δική σου… μπρος τη δική σου καλοπέραση…
Μη σκύβεις το κεφάλι, μάτια μου. Τα ίδια σου είπα τότε, τα ίδια σου λέω και τώρα. Μα ‘κείνη τη μέρα, δεν έσωσες μόνο το Στέφανο, τον γιο εκείνου του τιποτένιου που σε παράτησε. Έσωσες και ‘μένα. Σίγουρα θα αναρωτιέσαι, πως και δε σου είπα τίποτα, για τη… μικρή περιπέτειά μου. Θυμάσαι;! Σου είχα πει για εκείνο το δήθεν ατύχημά. Πως αλλιώς μπορούσα να σε πείσω, να δώσεις ζωή σε κάτι, όταν εγώ ο ίδιος δεν αναγνώριζα την αξία της. Όταν μονάχα χάρη σε ‘σένα γεύθηκα την αξία της...
Τώρα πια νομίζω πως έχεις την απάντησή σου. Γι αυτό σ’ αγαπώ! Γιατί χάρη σ’ εσένα γνώρισα τον έρωτα, το μόνο πράγμα που έχει τον τρόπο, να κάνει το μαύρο, άσπρο, την κηδεία, γιορτή. Σ’ αγαπώ γιατί αγάπησα τη ζωή μου, γιατί σώθηκα, γιατί το γαλάζιο είναι γαλάζιο, το χαμόγελο αληθινό, η ψυχή μου ξέχειλη χαρά, ελπίδα για το αύριο. Κι αν θες να ξέρεις, εσύ κι η ζωή μου είστε για μένα το ίδιο, σιαμαία αδελφάκια. Όσο για το γιο του εχθρού μου. Σιαμαίος με τη ζωή μου κι αυτός. Κοίτα τον πως κουρνιάζει στη αγκαλιά σου. Σαν μικρό αγγελούδι…
Μα πώς να μη μοιάζει με αγγελούδι, όταν η μητέρα του… Αυτά τα μάτια σου, τα καστανά σπινθηροβόλα μάτια σου, τα χείλη σου, ο λαιμός σου, τα μακριά μαλλιά… όλα αγιασμένα, όλα τέλεια!…
Μα… Τι είναι αυτό;!
Σσσσσστ… Τους ακούς;!
Ναι, ναι, πίσω από κείνο το μεγάλο καθρέπτη! Άκου!…
Πάλι μας κορόιδεψαν… Δήθεν πως θα μας άφηναν, πέντε λεπτά να τα πούμε μόνοι...
Οι αλήτες!
Ξέρω πως βρίσκεστε εκεί πίσω και μας παρακολουθείτε! Ακούτε τομάρια;!… Ζηλεύετε τιποτένια σκουλήκια! Φθονείτε την ευτυχία μας και θέλετε να τη γκρεμίσετε! Τι σας ζήτησα;!… Να μείνω για λίγο μόνος με τη γυναίκα μου και το γιο μου!
Αλλά έπρεπε να το υποψιαστώ... Ένα δωμάτιο με ένα τραπέζι, δυο καρέκλες και ένα πελώριο καθρέπτη μονάχα, ήταν ύποπτο… Ευτυχώς όμως, προδοθήκατε! Άκουσα τους ψίθυρούς σας! Τους άθλιους ψίθυρούς σας!… Ναι ξέρω καλά τι λέγατε μεταξύ σας, κρυμμένοι εκεί πίσω!…
Μ’ ακούτε;!
Τώρα θα δουν οι ξεδιάντροποι, θα σπάσω το καθρέπτη κι ύστερα τα κεφάλια τους. Να μ’ αυτή την καρέκλα…
Να!… Να!… Να!… Άτιμοι! Από ατσάλι φτιαγμένος ο καθρέπτης, άθραυστη η ψευτιά σας!…
Ακούς εκεί πως σκοτώθηκαν;!…
Η Μαρία κι ο Στέφανος ζουν και βασιλεύουν!!!
Νάτοι, στέκουν μπροστά σας! Αλλά πως να τους δείτε… Σας έχει τυφλώσει η ζήλια! Ο φθόνος για τον έρωτα, την ευτυχία μας…
Μ’ ακούτε γουρούνια;!… Εκείνο το βράδυ δεν ήταν μαζί μου στο αυτοκίνητο! Ήταν σπίτι και με περίμεναν, να γυρίσω απ’ του Πέτρου… Μπορεί να είχα πιει λίγο παραπάνω, αλλά ήμουν μόνος στ’ αμάξι… Η μόνη ζημιά ήταν εκείνο το σαράβαλο, έγινε παλιοσίδερα, μα… η Μαρία κι ο Στέφανος δεν ήταν μαζί μου στ αμάξι, σας λεω, με περίμεναν σπίτι!
Ακούω τα βήματα των μπράβων σας που πλησιάζουν στο διάδρομο… Τομάρια!
Ακούτε, τι σας λέω;!…
Α, να τα πουλάκια μου! Οι νταήδες ντυμένοι στα λευκά… Θα το πω μια και τελευτάια φορά, προσπαθήστε να καταλάβετε! Εκείνο το βράδυ, οδήγαγα μόνος! Κανείς δεν έπαθε τίποτα! Η Μαρία κι Στέφανος ήτανε σπίτι και με περίμεναν! Καλά δε τους βλέπετε;!… Κι οι δυο πεσμένοι στα γόνατα, ικετεύουν να μη με πάρετε μακριά τους… Στα φάρμακα, στις ενέσεις, στο άσπρο δωμάτιο…
Μ’ ακούτε εσείς, πίσω απ το μεγάλο καθρέπτη;!…
Εκείνο το βράδυ οδήγαγα μόνος… ολομόναχος!!!…