Εύη Οικονομίδου 

 Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη, μέχρι τα 18 της έζησε στην Καστοριά, μετά στα Γιάννενα από όπου πήρε το πτυχίο της Φιλοσοφικής. Ζει πλέον στην Αθήνα. Ονειρεύεται κι αυτή, όπως όλοι οι άνθρωποι...Θα ήθελε να έχει όχι μια ζωή, αλλά πολλές ταυτόχρονα...έτσι για πλάκα. Ακολουθήστε την στις ποιητικές διαδρομές της. Άλλωστε,το ταξίδι είναι αυτό που μετράει κι όχι τόσο το αποτέλεσμα. Πιστεύει ότι συχνά μέσα από την απογοήτευση ανθεί ο πιο λαμπρός ήλιος και η κατάφαση ζωής. "Ναι" πρέπει να λέμε στη ζωή ό,τι κι αν συμβαίνει. Το γέλιο και το χιούμορ είναι η συνταγή για να περνάμε καλά, λέει,...και το πιστεύει. Γιατί γράφει; Για να επικοινωνεί με τον κόσμο και για να μοιράζεται αυτά που σκέφτεται, αυτά που νιώθει...έτσι για πλάκα...

 

 

Αντιπερισπασμός

 

Αυτοκτόνησα σήμερα εκούσια

Πνίγηκα

Η θάλασσα  με ξέβρασε σε άγονο νησί

Ξέφυγα

Από την άδηλη μέρα τόσο ρευστά

Σχεδόν ηδονικά

Παίρνοντας μαζί αγαπημένους ποιητές

Να επιτείνουν το παραμιλητό με τα ξωτικά

Οι νάνοι με βλέπουν σκεπτικοί

Αγγίζουν την ουτοπία και διακτινίζονται

Σε σαπφείρινους γαλαξίες

 

 

 

Γλίτωσα

Από την αχλή του συρφετού

Έγινα ρευστή και αόρατη σαν αύρα

Μπαίνω στο σπίτι και με σκοτώνω πάλι

Είναι συνειδητοποιημένη ενέργεια πια

Κοιτώ πλάτες σηκώνομαι σε σύννεφο

 

 

 

Αναστήθηκα ποιήτρια ακούσια

Νέος προορισμός

Νέες ευθύνες...

Έκκληση για βοήθεια.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μοναξιά

 

Η μοναξιά είναι γρανιτένιος τοίχος

που  ξερνάει νεκρά μωρά.

Καιροφυλακτεί να δοκιμάσει

-φαρμακερό φίδι- τις αντοχές σου.

Φοβάμαι να κοιμηθώ

μη τύχει και ονειρευτώ

συντρίμμια της ζωής μου

και τρομάξω.

Φοβάμαι μη συναντήσω

τις  πλάνες ελπίδες στο διάβα μου

και ξεσηκωθώ, και αναθαρρέψω.

Φοβάμαι ό,τι φοβάμαι.

Η αϋπνία  είναι για τους καταραμένους

αιώνια  καταδίκη.

 

 

Σκληρή μοναξιά

μη  με υπνωτίζεις

στο λίκνο του παραλόγου

Γιατί πάντα με τραβάς στο μέρος σου,

όπως  έλκεται το έντομο από το φως;

Ποια καταχθόνια μελωδία

ηχεί  στο πέρασμά σου;

 

Αλλά ξέχασα

-οι ήρωες σου ξαναβγάζουν νέο συκώτι-

για να τους το μαγαρίζεις

ξανά και ξανά…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παγωνιά

 

Το εσωτερικό μου τοπίο

πάγωσε από έναν

ανελέητο χειμώνα.

Πνιγηρή η  ατμόσφαιρα-

η  ζέστη μας καταβροχθίζει

Είναι αργά για παντομίμες

και αυτοσχεδιασμούς

 

 

(Να’ χει συνοχή το ποίημα

ή όχι;)

 

 

Προσπάθεια να ξεφύγει

η  θηριώδης φύση μας

από την αναπόδραστη  Ανάγκη

και το Φόβο

θεοί της σηψαιμίας

Ω, ίαση……

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ουτοπία

 

Ζητούσε ευγένεια να δώσει

και να πάρει

για να δει το ουράνιο τόξο.

Σχημάτιζε σε αστραφτερά υφάσματα

το περίγραμμα της καλοσύνης

έτσι από συνήθεια ή από πίστη στον άνθρωπο

 

Ήθελε να πάρει και να δώσει

όπως κάνουν τα παιδιά

παίζοντας ολόκληρες ώρες

στην αλάνα της αθωότητας

φορώντας στα μαλλιά

άσπιλα λευκά άνθη

του Μαγιού

 

Οι άνθρωποι

του έμπηξαν στην σάρκα

σκληρά αγκάθια από ρόδα ευγενικά.

“Για το καλό του”, είπανε

πως γίνεται η κίνησις αυτή.

Σαν το Χριστό εδέχθη όλο

το μαρτύριο.

Ο πατέρας του είπε

να το υπομείνει με περισσή καρτερία.

Έτσι ήταν το θέλημά του.

Διαπομπεύτηκε από τον όχλο

δίχως αντίρρηση

 

Οι μύθοι, τα θρησκευτικά

μιαν ουτοπία.

Ποιος πατέρας που αγαπά

το τέκνο του

επιτρέπει να πραγματοποιηθεί

τέτοια απροκάλυπτη αναισχυντία

σε βάρος αθώου;

 

Ουτοπία η καλή πλευρά του ανθρώπου.

Οι θεοί έχουν πεθάνει προ πολλού

-η αποκαθήλωσίς των έγινε.

Στη θέση τους πάντα ήταν κάτι

χωρίς σχήμα και υπόσταση

σκοτεινό και αιμοβόρο

σαν τα αιμοδιψή βάθη των ψυχών μας

 

Ας μιλήσουμε καλύτερα για άλλα θέματα….

 

 

 

 

 

 

 

Οι απαιτήσεις μιας σελίδας

 

Κενή η σελίδα σε κοιτά

Θέλει να την ταξιδέψεις

Μα εσύ

Το μόνο που δίνεις

Κραυγή και στάχτες

Από μια ζωή καθηλωμένη

Σε αναπηρικό καρότσι

 

 

Ας πάει αλλού

Να ζητιανέψει

Να διεκδικήσει

Ρίμες και πλουμιστές φράσεις.

 

  

Εσύ δεν αντέχεις άλλο

Το χιόνι που σου δίνει να τρως

Να σου θυμίζει

Τον καιρό των παγετώνων

Που κατοικοεδρεύουν

Πού αλλού;- στο άγονο τοπίο σου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κρατώ το σχήμα της λύπης

 

Ποτέ δεν θέλω

Να μου ξεφύγει

Το σχήμα της λύπης

Ως λάβαρο

Στους νυχτερινούς λαβύρινθους

Των εμμονών μου

 

Η λύπη

Όχι το αντίθετο

Της χαράς

Μα σαν πικρό φάρμακο

Για τις διαψεύσεις

Σαν μάθημα ζωής και σοφία

 

Λύπη για τα ταξίδια

Που δεν θα κάνω

Τις πολιτείες

Τις απρόσιτες για μένα

Τα βιβλία που θα αφήσω

Δίχως να διαβάσω

Λύπη για την μοίρα του ανθρώπου

Για το αναπόφευκτο τέλος

 

Αδράχνω κομμάτια χαράς

Να τα έχω ως ενθύμιο

Στον δρόμο προς την αιωνιότητα

Να τα δείξω στον δήμιο

Με τον μαύρο μανδύα

Ίσως και να μου επιτρέψει

Να κοιτώ το κόκκινο των λουλουδιών

Για πάντα

 

Μα πάνω απ’ όλα

Φυλάω προσεκτικά

Την ιερή πίκρα μου

Όλη μου τη ζωή

Αραξοβόλι η ψυχή μου

Ψάχνει

Μα ξέρω καλά

Πως όταν το βρει

Δεν θα το θέλει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στέρεψα

  

Κοιτώ το καθρέφτη μα μάτια δεν βλέπω

Μόνο ουλές αιμάτινες και έναν λύκο

Να οδύρεται στην απομόνωση

Το σκοτάδι τιμαλφές με χτυπά ανελέητα

Σαν να μην υπήρξα ποτέ

Σαν πάντα να ήμουν στη φορμόλη κρατημένη

Αμπαλάρισμα φτηνό δώρο σε κακορίζικο θεό

Και τώρα υπομένω κόχες στέρφες

Πόσο θα΄θελαν ν΄ανθίσουν

Βλαστάρια ευτιχίας να αποκτήσουν

Μα τώρα...τίποτα

Μα τώρα...νέκρα

 

 

Αποδιοργανώθηκα τόσο τέλεια,τόσο οργανωμένα

Τα κομμάτια μου θρύψαλα έγιναν

Κι εγώ το χάρηκα νέηλυς στο πουθενά

Που κι αυτό είναι τόπος

Λίγο δυσεύρετος

Μα είναι..

Κι εκεί νιώθω πανδαμάτειρα σιγουριά…

Όπως κατά την προ της γέννησής μου ανύπαρκτη περίοδο..