Ρεβέκκα Παυλίδου 

 Η Ρεβέκκα Παυλίδου είναι μαθήτρια. Ζει στη Λεμεσό, στην Κύπρο. Η ποίηση είναι ο αγαπημένος της σύντροφος εδώ και χρόνια. Την ταξιδεύει, την κάνει να ονειρεύεται!

 

 

 

Όνειρα …με φτύνουν κι αυτά.

Τις νύχτες που ξεψυχάω ,

με στοιχειώνουν ανθρώπινες κραυγές.

Σκοτάδι στην άβυσσο και στα μάτια σου.

Φοβάμαι την όψη σου.

Μη τρομάζεις απ’ τα χρώματα

είναι αθώα χαμόγελα.

Το ξέρω ραγίζει η ψυχή σου απ’ το κλάμα.

Νιώσε με, είμαι πολύ κοντά.

Κοίτα! Ξεθωριάζουν τα χρώματα.

Σβήνει η λάμψη σου.

Φοβάμαι.

Σε ψάχνω, σε χρειάζομαι.

Σε βλέπω δίχως σκιά..

Χάνεσαι σε λίγα λεπτά

Παραξενεύομαι. Μένω ακίνητη να σε περιμένω

περιμένω.. Περιμένω…

Λυγίζει το βλέμμα μου,

εσύ πουθενά !

Σκέφτομαι πως λείπεις και απογοητεύομαι ..

Μου λείπεις

Σ’ ακούω να κλαις

Σε φιλάω γλυκά . Σ’αποχαιρετώ …

 

Είσαι νεκρός τώρα από μέρες,

σου μοιάζει το χρώμα του ουρανού.

Θλίψη δε χωράει στη ψυχή μου…

Είναι που την πήρες κι αυτή μαζί σου φεύγοντας..

 

Τα πιο όμορφα μονοπάτια τα διαβήκαμε μαζί

σ’ ένα ατέλειωτο ταξίδι μες τ’ όνειρο ..

Κι ήταν τόσο υπέροχα που η νύχτα μύριζε χρυσάνθεμα..

 

Ήμουνα όμορφη κάποτε..

Φορούσα στα μαλλιά στεφάνια από λουλούδια

και κράταγα στα μάτια μου τη λάμψη σου..

Χαμογελούσα κάποτε..

Ρουφούσα με πάθος κάθε μου όνειρο

κι ένιωθα όμορφα τόσο ζωντανή.

Τώρα γλιστράω στο τίποτα..

Θάβομαι κάτω από σωρούς περιφρονήσεις

και τραγουδάω με το κλάμα των πουλιών..

Τώρα φοβάμαι την άνοιξη.

Έζησα για ’σένα και τώρα ξεψυχάω για να σώσω εμένα…

 

Είναι ο χρόνος που με γεμίζει με απορίες

κι είναι η απουσία σου που με πονά

κι είσαι εσύ το πιο παράξενο όνειρο

που στην όψη μου μεταμορφώνεται σε εφιάλτη..

Κι είναι η σιωπή σου που με καιει..

κι είσαι εσύ ένα χαμόγελο στο κλάμα μου..

κι είσαι μαζί και δυστυχία και φως..

κι είναι η θλίψη μου κομμένο αγριολούλουδο

κι είναι η ματιά σου ένας μαύρος οιωνός

που με στοιχειώνει..

κι είσαι εσύ ζωή κι είσαι εσύ θάνατος..

κι είσαι εσύ η ίδια μου η ψυχή…

 

Αλλάζω πρόσωπα για σένα,

Τα φώτα της νύκτας μου χαρίζουν κάποια χλωμάδα

Τα μεσάνυκτα φοράω το κόκκινο χαμόγελο και βγαίνω

Το πρωί, το μαύρο με στοιχειώνει από παντού.

“Παράξενη” θα πουν οι περαστικοί.

Διψάω για λίγο χρώμα στα μάτια μου.

Εκλιπαρώ για τη λύτρωση.

Άσχημα τα δάκρυα, μου χαλούν το προσωπείο.

Άλλο πρόσωπο στη μούρη, προστασία.

“Παράξενη” θα πεις.

Βαραίνουν τα βλέφαρα απ’ το πόνο.

Βασανισμένο πρόσωπο, πότε θα σβήσεις;

Φτάνει πια! πόσες αλλαγές;

Μη με στοιχειώνεις καημένε.

Δε θα τα καταφέρεις.

Σ’ έχει προλάβει ο ύπνος…

 

Κι η μοναξιά μας, είναι το μόνο

που έχει παραμείνει ακόμη δικό μας.

Η τόση μοναξιά που δε χωράει στις ανθρώπινες ψυχές,

στις δικές μας ψυχές…

 

Σιωπή, σιωπή..

Πόσο όμορφη είναι η σιωπή.

Αχ, πόσο όμορφα είναι τα μάτια σου..

Όχι, μην κλαις , όχι τώρα, μη!

Θα μου χαλάσεις το όνειρο!

Λυγμοί, λυγμοί..

σιωπή, ξανά σιωπή.

κι εσύ όλο δακρύζεις.

Πάει η ζωγραφιά. μούσκεψες.

Καταραμένε ύπνε τι με καλείς;

Δε με βλέπεις που ονειρεύομαι;

Όχι πια…

 

Βουρκωμένη ψυχή φτάνει πια!

Άγγιξες πάτο, θα βυθιστείς.

Τίποτα πια δε σε λυτρώνει.

Μονάχα ένα χαμόγελο απ΄ τη θλίψη σου μ’ αγγίζει,

και μ’ ανυψώνει σε αιώνιους ουρανούς

Βουρκωμένη ψυχή, σβήνεις.

 

καιν τα όνειρα τα βράδια που με κυκλώνει η μοναξιά…