Μαρία Ψωμά
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1962 και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, γράφω όποτε έχω χρόνο αλλά και όποτε δεν έχω... Σήμερα ζω και εργάζομαι στην Αθήνα… Διαβάζω δε πολύ, πάρα πολύ, αγοράζοντας πάντα το κάθε βιβλίο και ελπίζοντας πως μια μέρα θα καταφέρω να δημιουργήσω μια ιδιωτική δανειστική βιβλιοθήκη. Απέχω όμως ακόμη πολύ…Γράφω κυρίως μικρά διηγήματα, αφηγήματα και ιστορίες… Άρθρα μου και χρονογραφήματα έχουν μπει σε περιοδικά και εφημερίδες.
ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ.
Πρέπει να είναι αρχές Μαίου.......
Καθόμαστε, σκασμένες στα γέλια, στο παγκάκι μπροστά στη θάλασσα, δίπλα στο πάρκο του Βασιλικού θεάτρου, λίγο πιο κει απ’ τον Μέγα Αλέξανδρο... Συντροφιά ανάμεσά μας, μια τεράστια σακούλα πασατέμπο.
Εδώ και ώρα προσπαθείς να μου μάθεις να τραγουδώ σωστά το «Σ’ ακολουθώ...».
Λες έναν στίχο...... Επαναλαμβάνω παράφωνα εγώ από πίσω σου, πνιγόμαστε στα χάχανα!.... Συγχρόνως, φτύνουμε τσόφλια βιαστικά γύρω-γύρω και.... πιάνουμε τον σκοπό πάλι από την αρχή.... Είμαι ανεπίδεκτη μαθήσεως. Δεν έχω μουσικό αυτί. Δυσκολεύομαι πολύ να πιάσω τον σωστό τόνο. Όσο δυσκολεύομαι τόσο στριφογυρίζω ανυπόμονα μέσ’ τα χάλια μου, γυρεύω εκτόνωση.
Εσύ έχεις ιώβεια υπομονή. Χάρη σ’ αυτήν τα καταφέρνεις πάντα. Εκεί κι εκεί! Δεν ξεχνιέσαι! Μόλις πάω να χαλαρώσω να σου πιάσω κουβέντα, με σκουντάς να με επαναφέρεις.........
- Έλα! Σταμάτα να μασουλάς! Πάμε πάλι!, μου λες μ’ εκείνη την απαλή μειλίχια φωνή σου που ποτέ δεν μπόρεσα να της αντισταθώ, να της πάω κόντρα...
Συμμαζεύομαι πάραυτα. Σκουπίζω τα χείλη μου, σιάζομαι στη θέση μου, τεντώνω τον λαιμό μου, στυλώνω τα μάτια με προσήλωση στο πρόσωπό σου......
Όλα τα χρόνια του σχολείου τραγουδούσες στη χορωδία πρώτη φωνή. Απ’ τις δυο μας είσαι ο ειδήμονας. Πρέπει να σ’ ακούσω αν θέλω να παρουσιαστώ αξιοπρεπώς στις εξετάσεις...... Βλέπεις, δεν μου φτάνουν όλα τα άλλα που κάνω, θέλω να σπουδάσω και ηθοποιός!
Εσύ φυσικά, σαν γνήσια καλλιτεχνική φύση, εγκρίνεις και επαυξάνεις. Το έχεις πάρει προσωπικά. Κι όταν βάζεις έναν σκοπό τον πετυχαίνεις πάντα. Δουλεύεις με τον χαρακτηριστικό σου τρόπο, αθόρυβα, σταθερά κι αποφασιστικά, χωρίς εξάρσεις, χωρίς μεγάλα λόγια και....... τσουπ!, ένα πρωί φτάνεις στο τέρμα νικήτρια!
Πάμε λοιπόν πάλι!
- Σ’ ακολουθώ στην τσέπη σου κυλάω...
- Σ’ ακολουθώ, στην τσε.............
Δεν αντέχω! Η πονηρή σου έκφραση με γαργαλάει! Ξεσπάμε για άλλη μια φορά σε γάργαρα γέλια! Ο κόσμος γύρω μας γυρίζει και μας κοιτάει! Τώρα που είναι το αστείο, δεν ξέρω ακριβώς να προσδιορίσω......
Παύση! Δεν πάει άλλο! Ανάβουμε κι οι δυο «More Mendol», που τα έχουμε αγοράσει ρεφενέ, να πάρουμε ανάσα, να ξεκουράσουμε λίγο τους μυς της κοιλιάς....
Το θερμόμετρο χτυπάει 19 κλεισμένα και άνοιξη. Η ζωή είναι ωραία! Έχουμε βαλθεί τα μάγουλά μας να συναγωνιστούν το βαθύ ροζ απ’ τις τριανταφυλλιές που ανθίζουν πλάι μας....
Εσύ τελειώνεις με πολύ κέφι και αφοσίωση το πρώτο έτος της αρχιτεκτονικής. Εγώ είμαι μια ενθουσιώδης μαθητευόμενη δημοσιογράφος στη «Μακεδονία». Στο μυαλό μας ζουζουνίζουν δεκάδες ιδέες, επιθυμίες τρελές. Τις συζητάμε με πάθος, ξαναμμένες, με πολύ βουητό, ξένοιαστες κι ανάλαφρες! Μπροστά μας το άγαλμα του στρατηλάτη πάνω στον περήφανο Βουκεφάλα, δείχνει τον δρόμο. Είναι άραγε μια ζωή αρκετή για να κάνουμε αυτά που θέλουμε;
Για δευτερόλεπτα η σκέψη πετάει πίσω στην πρώτη γυμνασίου, τότε που σε ξεχώρισα ανάμεσα στις 33 άγνωστες, έτσι ζουμπουρλή, αφράτη, άσπρη και φεγγερή που ήσουνα, με τα μαλλιά πάντα τραβηγμένα αλογοουρά. Ολόκληρη η παρουσία σου υποσχότανε χαρακτήρα σπαθί κι ας μιλούσες ελάχιστα. Συνειδητοποίησα πως με αποδέχτηκες σαν φίλη, όταν μήνες μετά στο μεγάλο διάλειμμα, έκοψες το μισό από εκείνο το λαχταριστό παραφουσκωμένο σάντουιτς με σαλάμι και μπόλικο βούτυρο που έφερνες κάθε μέρα και το μοιράστηκες μαζί μου.......
Θυμάμαι τη σκηνή.... Γυρίζω και σε χαζεύω..... Γεμίζω γλύκα.....
- Λουλίτσα μου, καλή!, μου βγαίνει αυθόρμητα απ’ το στόμα και σου σφίγγω το χέρι.
Σουφρώνεις τη μύτη σου ναζιάρικα.........
Δεν είναι αυτό το όνομά σου. Αναστασία, σε λένε. Έτσι σε αποκαλώ μόνο εγώ, από τότε... Κανείς άλλος δεν τολμάει να το χρησιμοποιήσει. Στ’ αγαπημένα μου πρόσωπα μ’ αρέσει πάντα να δίνω υποκοριστικά εντελώς δικής μου έμπνευσης. Θαρρείς βάζω βούλα κτήτορα επάνω τους..
Απ’ τις δυο μας εσύ είσαι η καλλίτερη. Σου βγάζω το καπέλο. Εγώ είμαι τσαλαβούτας. Αντάρτης. Αιθεροβάμμωνας. Λίγο απ’ όλα. Εσύ, μυρμηγκάκι συστηματικό, που όταν έχει δουλειά να κάνει δεν αποξεχνιέται από δω κι από κει... Όλο προσπαθώ να σε παρασύρω, σε σπρώχνω σε σκανταλιές να δοκιμάσουμε. Με τραβάει σαν μαγνήτης το απρόοπτο, το ριψοκίνδυνο. Δεν τη βρίσκω όμως μονάχη. Σε θέλω παρέα..... Στην αρχή, χρειάζεσαι χρόνο να μετρήσεις τα πράγματα, καθυστερείς. Μετά όμως, έτσι και πάρεις φόρα γίνεσαι βασιλικότερη του βασιλιά!
Όπως τώρα με τις εξετάσεις μου στην σχολή Κρατικού Θεάτρου. Είναι το μεγάλο μας μυστικό! Η πιο φοβερή ζαβολιά μας! Όταν σου πρωτοείπα την πρόθεσή μου, δεν αντέδρασες. Το πέρασες έτσι, χωρίς αρνητικά ή θετικά σχόλια. Σου κάκιωσα κι εγώ, δεν συνέχισα. Μετά όμως από δυο μέρες σιωπής ήρθες κουνάμενη σινάμενη με χαμόγελο θριάμβου στα χείλη και το τραγούδι ήδη επιλεγμένο στην τσέπη! Είχες μάλιστα καταρτίσει και πρόγραμμα για το πότε θα κάνουμε πρόβες!
- Πρέπει να είμαστε βέβαιες για την επιτυχία!, μου δήλωσες σοβαρή.
Πόσο μ’ αρέσει που πιστεύεις σε μένα! Με στηρίζεις θαρρείς και πρόκειται για σένα! Με τη δική σου πίστη για δύναμη κάνω τα διπλά! Μακάρι να πήγαινε το χέρι μου στη ζωγραφική να σε βοηθούσα κι εγώ λιγάκι! Σ΄ αυτό όμως σου τη βγαίνω συστήνοντάς σε παντού σαν ζωγράφο. Όταν το λέω κοκκινίζεις, μαζεύεσαι, χάνεις τα λόγια σου μα, δεν πτοούμαι! Σε κάθε ευκαιρία το επαναλαμβάνω! Άλλωστε είμαι σίγουρη με το χέρι που έχεις, πως πολύ σύντομα θα καμαρώνω το όνομά σου στις αφίσες των γκαλερί και στις εγκωμιαστικές κριτικές των ειδικών!
Φέτος η άνοιξη μας μπήκε φουριόζα κι εμείς ακολουθούμε την ταχύτητά της. Χορεύουν λεύτερες οι καρδιές μας πάνω στα τσιτωμένα μπουμπούκια, στο χλωρό δροσερό χορτάρι, στα τρυφερά φυλλαράκια που πυκνώνουν τις τάξεις τους στα κλαδιά, στον αφρώδη ελαφρό κυματισμό που φέρνει το αεράκι της. Ανέμελη, μας σπρώχνει απαλά να βγάλουμε τις δυνάμεις μας σεργιάνι. Στο πέρασμα του θροίσματός της ξεσκεπάζει τα όνειρά μας, τα σχηματοποιεί. Παίζοντας, προσθέτει χρώμα, όγκο, σκιές....
Φανταζόμαστε την έκπληξη στα πρόσωπα των δικών μου όταν θα τους ανακοινώνουμε ότι πέρασα στην σχολή και κάνουμε πάρτι από τώρα! Φόβος δεν υπάρχει, μόνο προσμονή...... Τεράστιο το κατόρθωμα στα μάτια μας, ν’ αψηφήσω την γνώμη τους, να τους φέρω το αποτέλεσμα τελειωμένο μπροστά τους! Το όραμα αυτής ακριβώς της στιγμής θαρρείς το κάνει ακόμα πιο θελκτικό!
Κατά βάθος βέβαια, δεν μπορώ να εξηγήσω πως εσύ η συνετή και μετρημένη δέχτηκες να γίνεις συνεργός σ’ αυτή την απόπειρα. Δεν το ψάχνω όμως γιατί πρέπει να παραδεχτώ πως τον τελευταίο καιρό όλο και πιο πολύ συναινείς με τις τρέλες μου. Όλο και περισσότερο συμμετέχεις σαν ισότιμο μέλος! Έχουμε γίνει δυάδα αχτύπητη. Παντού μαζί. Σαν τους Χιώτες.
Μου φαίνεται ότι η ώρα είναι ώριμη πια να σου ξεφουρνίσω άλλη μια ιδέα που στριφογυρνάει στο μυαλό μου:
- Πότε γεννάει η Πόπη; , σε ρωτώ ξαφνικά, στο άσχετο για την αδελφή σου, ενώ τινάζουμε τα ρούχα μας απ’ τα τσόφλια, για να φύγουμε, να πάμε για καφέ στο «Ντορέ»...... Οι πρόβες τέρμα για σήμερα. Ώρα για κουλτούρα...
- Τέλη Οκτωβρίου, νομίζω...................., απαντάς αμήχανα, με κάποια απορία.
- Πως σου ήρθε αυτό;, ρωτάς αυθόρμητα.
- Να! .......... Σκεφτόμουνα, πως θα ήθελα να βαφτίσω το μωρό. Να γίνουμε έτσι επιτέλους και λιγάκι συγγενείς!, σου λέω με στόμφο!
Αυτόματα, διαβάζω στα μάτια σου την ικανοποίηση, την χαρά απ’ τον αιφνιδιασμό!
Καθώς περπατάμε στο δρομάκι που βγάζει στην λεωφόρο, με πιάνεις σφιχτά απ’ το μπράτσο...
- Θα τους ρωτήσω και θα σου πω........, μου λες τραγουδιστά, αλλά είμαι σίγουρη πως εννοείς «έτσι θα γίνει!».
Γυρίζω και σου δίνω ένα φιλί πεταχτό στο μάγουλο.......... Τα μαλλιά σου μυρίζουν λουλούδια...... Στα καταπράσινα μάτια σου κολυμπάει η αγάπη.
Είναι ωραία η ζωή σαν ένα όνειρο! Έστω κι αν τα όνειρα κρατήσουν μια στιγμή!
Καμιά φορά τέτοια όνειρα τα θυμάσαι χρόνια μετά και παραδέχεσαι ξανά και ξανά πως μέσα απ’ τη ζήση τους μπορεί και ν’ άγγιξες την αιωνιότητα.....
Ιούλιος 2001
ΑΛΤ! ΤΙΣ ΕΙ;
“Αλτ! Τις ει;»
Το όπλο σηκώνεται, σημαδεύει............
Είναι η ψυχή μου που χορεύει μουσκεμένη στην άκρη του πέτρινου φράχτη, μου βγάζει τη γλώσσα, με προκαλεί..........................
Όρθιος, σκιάχτρο στη σκοπιά, το χνώτο ασθμαίνει κατά ριπές, θολώνει έρημη ασπρίλα.......
Γύρω σκοτάδι.........
Τα κτίρια όγκοι σκιών........... Οι ήχοι λουφαγμένοι στα κοιμισμένα σώματα.
Τρίζουν τα άρβυλα σε στάση προσοχής, αναστενάζουν στασιμότητα............
Μέσα εγώ να φυλάω το αρσενικό οχυρό του παράλογου. Έξω εσύ, κρυμμένη στη νύχτα να εξερευνάς ύποπτες γωνιές, ξαναμμένα κορμιά, αχαλίνωτο ιδρώτα πόθων.......
Άψυχο, παγωμένο το όπλο στο χέρι, ξερό εγχειρίδιο απομόνωσης......
Προβολείς ξεθωριάζουν το μαύρο αποκαλύπτοντας γκρίζους τοίχους, ψυχρά συρματοπλέγματα..
Σβησμένα στο στερέωμα τ’ αστέρια. Το φεγγάρι άφαντο. Εξουσιαστής ο παγωμένος βοριάς κατεβάζει χιονιά..........
Φαντάρος άγρυπνος φρουρός σε στρατόπεδο φυτεμένο στο μέσον του πουθενά.............
Ούτε μια ανθρώπινη κίνηση, ούτε μια φωνή, ένα και να πιαστώ, μια διαταγή να με εγκλωβίσει... Νεκρική ησυχία.
Κλεισμένος ασφυκτιώ στο απρόσωπο χακί που με λιώνει.... ελεύθερη εσύ, ξέφραγη, κάπου μοιράζεις χαμόγελα, ματιές, νεύματα, ίσως-ίσως και...........
Με κοροϊδεύει η ψυχή μου απέναντι!.. Με περιγελά.............................
Τρέμω ακούνητος, βοτσαλάκι απομακρυσμένο απ’ τη θάλασσα.. Με διάλεξες κάποτε, μ’ έκλεισες στη ζεστή παλάμη σου, με γυάλισες, με ζωγράφισες, χάραξες πάνω μου τ’ όνομά σου κι έπειτα με βαρέθηκες φαίνεται, το μετάνιωσες, με παράτησες έξω απ’ τα νερά μου.. Μικρός κι ασήμαντος, χιλιάδες τόσοι σαν κι εμένα.....
Ουρλιάζουν οι λύκοι πάνω στο βουνό. Κάνει τρελό κρύο απόψε.... Ο αέρας σφυρίζει ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά, τα λυγίζει, τα τινάζει πίσω δυνατά...... Γέρνουν εκείνα προς το μέρος μου υποτακτικά, ψιθυρίζουν ακαταλαβίστικα απειλητικά, μεταφέροντας χροιά απ’ το υπερπέραν........
Βαρύ το κράνος στο κεφάλι μου, ασήκωτο! Η στολή φυλακή, με εκμηδενίζει! Καίει το κινητό μέσ’ την τσέπη μου, ξεφτισμένος ομφάλιος λώρος με σένα... Με κρατάει ακόμα.. Μπορεί ν’ άλλαξες γνώμη, να με σκέφτηκες, μπορεί να κάθεσαι μόνη και να κλαις, να με πάρεις.............
Σέρνεται ο λεπτοδείκτης πάνω στο ρολόι... Σταμάτησε η ώρα... Μ’ αποστρέφεται, δεν λέει να γυρίσει.....
Μου βγάζει τα δόντια η ψυχή μου. Γελά χαιρέκακα.. Με σπρώχνει.... Με προγκίζει.... Με εξωθεί..... Μου δείχνει το μάταιο ξανά και ξανά.........
Φεύγω! Χάνομαι! Ακολουθώ πειθήνια τους ρυθμούς της, τους χτύπους της καρδιάς που ανεβαίνουν, όλο ανεβαίνουν......
Ζωντανεύει το όπλο, μου γαργαλάει με νόημα την παλάμη...........
Τα μάτια σου! Τα μάτια σου! Ας τα έβλεπα πάλι να με κοιτούν! Να μεταγγίζουν αγάπη! Ας ένοιωθα το χάδι σου, τη μυρωδιά σου να με τυλίγει!
Τίποτα! Μαύρο πηχτό πάνω σε μαύρο! Ανυπαρξία! Το κινητό βουβό εδώ και μέρες. Μόνο ο πατέρας παίρνει «θέλεις λεφτά;». Δεν θέλω λεφτά, ρε! Αγάπη θέλω! Μα που καιρός για λεπτομέρειες!
Τα χέρια σου! Το κορμί σου! Η ανάσα σου! Αυτά με χόρτασαν, μου δείξανε το ουράνιο τόξο. «Τέρμα! Τελειώσαμε! Δεν σε θέλω!» Τώρα τι; Πως; Γιατί;
«Αλτ! Αλτ! Τις ει;»
Είναι η ψυχή μου που χορεύει κουρελιασμένη στον απέναντι τοίχο, σχίζει τις σάρκες της, με προκαλεί..... Με προκαλεί.....
Τέρμα τα κόλπα! Εδώ και τώρα εκδίκηση!
Τράβα την σκανδάλη! Σωριάσου πρηνής να γλυτώσεις απ’ τους ανθρώπους! Να ξεφύγεις απ’ το χακί!
............................................................................................................................................................
Αυλαία η βροχή. Τα κτίρια μάρτυρες, όγκοι σκιών..... Οι ήχοι ακόμα κουλουριασμένοι στα δεκάδες κοιμισμένα σώματα. Πεταμένο το όπλο, ζεστό, μοναχική παρουσία ενέργειας.......
Μόνος προσκεκλημένος στο μοιρολόι, ο κοπρίτης. Γρυλίζει αγριεμένος. Τριγυρνά γύρω-γύρω. Ρουθουνίζει στον θάνατο.........
Η τρύπα στο κρανίο χάσκει ξέσκεπη, τη γλείφει η βροχή.. Μυαλά κόκκινα πεταμένα στο χώμα ξεπλένονται επιτέλους απ’ την απόρριψη......................
Και για την γραφή Μαριμά
Μάρτιος 2001