Χρυσούλα Στρουμπή
Δεν έχω τίποτ' άλλο να δώσω πέρα από ένα στίγμα. Το ρόλο της ζωής μου πούλεγε "παύσις" τον έπαιξα λάθος και βγήκα στο χρόνο μπροστά...
Γεννήθηκα στη Χίο και έζησα εκεί τα πρώτα μου 18 χρόνια και για αρκετά χρόνια μετά έζησα και εργάστηκα στη Θεσσαλονίκη όπου και εξακολουθώ να μένω. Έχω ένα γυιό 5 χρόνων.
(Για την αρχή)
Η παραίτηση
Απόψε δεν μπορώ να σε σκεφτώ
και υποσχέσεις απ' το παρελθόν να θυμηθώ.
Απόψε βλέπω μόνο τα συντρίμιά μου
του νου μου τη λιγοθυμιά, σπασμένα τα κοχύλια μου.
Ανάσα από Φθινόπωρο είν' η ζωή μου
σκοτείνιασε νωρίς μες την ψυχή μου.
Απόψε το κενό μου δε βαστώ να το σηκώνω μόνη μου
μα ποιός θα ήθελε το τίποτα να μοιραστεί μαζί μου.
Χάρισα λίγο χρόνο παραπάνω στο απόγευμα
είπα: όρμα στη μέρα μέσα για να μεγαλώσεις
μ' ανάστημα να κερδηθεί τόσο εύκολα και γρήγορα
δε θάτανε αλήθεια, αλλά σκιά κι' οφθαλμαπάτη.
Έτσι δεν έμεινε και άλλο για να προσμετρήσω
δεν έμεινε εχθρός κανείς για ν' αναμετρηθώ
δεν έχω άλλοθι από κανένα να ζητήσω
το χρόνο το νεκρό και πάλι θ' αντικρύσω και θα... καώ.
(Για τον έρωτα)
Το ταγκό της νύχτας
Κάτω απ' τη σκέπη τ' ουρανού και της νύχτας
διάττοντες αστέρες και χίμαιρες φώτιζαν
τ' αγγελικά κορμιά του μεσονυχτίου.
Τα ποτάμια της επιθυμίας ανταριασμένα
φώναζαν με τις μυστικές φωνές του σύμπαντος.
Λιμνούλες και πηγές της φύσης μαρτυρούσαν
με γελάκια τα κρυφά τους αστροφεγγίσματα.
Τα δάκρυα της σάρκας διαφέντευαν
τις υπάρξεις και οι ματιές
δίκοπες λεπίδες μάτωναν τις ψυχές.
Μέσα από ύμνους ηδονής
και κελαρύσματα αθωότητας
οίδα τον άνθρωπο, τον άνδρα και τη γυναίκα
με τον πόνο ζωγραφισμένο στα μέτωπα
με τα πινέλα της χαράς στ' ακροδάχτυλα και στα χείλια
να σέρνουν κάτω απ' το φως του φεγγαριού
τον πανάρχαιο χορό της ζωής.
(Για το τώρα)
Πρόσωπα
Πρόσωπα χαμένα απ' της μέρας το άγγιγμα
κρυμμένα σε γυάλινους πύργους
για να γλιτώσουν κι' απ' της νύχτας το χάδι
αισθάνομαι γύρω μου να υπάρχουν μ' έναν τρόπο.
Πρόσωπα με κανονικές ζωές ψευδαισθήσεων
κατασκευασμένα με συγκεκριμένες προδιαγραφές
τυλιγμένα επιμελώς σε ποιοτικά περιτυλίγματα
για να κρύβουν καλά πιθανές κακοτεχνίες.
Πρόσωπα συντηρημένα απ' τις άδειες ματιές
να κοιτούν αδηφάγα τις οθόνες τους
με αυταπάτες επικοινωνίας συσσωρευμένες στους εγκεφάλους
τα βλέπω με τρόμο πως αδυνατούν
ν' αγγίξουν το χνούδι ενός συντρόφου
σ' αυτόν τον κόσμο της αναλγησίας.
(Για το τέλος)
Η γιαγιά μας δεν επέθανεν ακόμη
Μια υποψία από χαμόγελο, μι' ανάσα ρόδινη στα χείλη
νύχτες αγρύπνιας και του τρόμου συμφορές μέσα στο δείλι
πώς τρέλλας ώρες αναθάρρησε ότ' είχε κατακτήσει.
Σφυγμός δεν πιάνεται στο πελαγίσιο αίμα της κυράς
ρόγχος θανάτου πάλι δεν ανέβηκε στο στόμα της πυράς
τί θες τα τώρα και τί τα ρωτάς, δε μολογιούνται.
Φωνές της λύσσας δεν ακούστηκαν στην κάμαρη την αλλαγμένη,
ήρεμη νέκρα βασιλεύει με φαρμάκια μιας ζωής είν' ιδρωμένη
χαροπαλεύει η ψυχή, μα ποιός καταλαβαίνει το γιατί.
Έζησε άραγε η σκέψη της μες τους αιώνες και στη φύση
το σώμα της, η σάρκα της βορά φριχτή σ' αγάπες και σε μίση
αλαφροπάτητη σα φάντασμα λευκό σιγοκοιμιέται.
Κάποτες ναι. Υπήρξε σαν απόδειξη πως άλλοι ζούνε τώρα το κατόπι της
μαραγκιασμένα δάχτυλα πλάσανε πρόσωπα, τροχιές από το τόπι της
μα το παιχνίδι άδοξα τελειώνει και λιγοστοί θα το θυμούνται.
(Για τη συνέχεια)
Ταξίδι
Ο χρόνος που ξεπέρασε το χρόνο
τη λήθη χάρισε στο γόνιμο το χέρι
και το μυαλό υπόδουλο στο χώρο
ξέχασε πώς να γεύετ' ένα ταίρι.
Με τα μαλλιά τα γερασμένα φωτοστέφανο
άκουσε τότε ξαφνικά τα γεγονότα
τρύπησε η ψυχή σαν το κεντρί το πέταλο
μα μες τα μάτια τρομερά ανάψαν φώτα.
Με κύματα του νου που αλλάζουν σύνορα
μεγάλο και καινούργιο ξεκινάει ταξίδι
κι όσα δεν άξιζαν χρόνων και χρόνων σύνεργα
με το χαμόγελο αφήνει πίσω του σε ρημαδιό σανίδι.