Γιάννης Θεσσαλονικιός 

Ο Γιάννης γεννήθηκε πριν από 21 χρόνια, έζησε τα όμορφα πρώτα 18 στη Θεσσαλονίκη, και από τότε που έφυγε, γυρνά σαν περίεργο παιδί την Ευρώπη


 

Οι άντρες δεν κλαίνε (τουλάχιστον όχι σε δημόσιους χώρους)

 

 

Ανατολικό αεροδρόμιο, 11 και μισή περίπου. Η πτήση μου είναι στις 7 το πρωί, όμως δεν άντεχα άλλο δίπλα της. Ευτυχώς που φεύγω, φεύγω μακριά. Είμαι μόλις δέκα λεπτά εδώ, καθηλωμένος στην “περιοχή καπνιζόντων”, μα έχω ήδη συναντήσει πολλούς γνωστούς. Σχεδόν ξέρω όλα τα κουρασμένα πρόσωπα γύρω μου. Άλλωστε δεν διαφέρουν σε τίποτα από όσους συνάντησα σε άλλα αεροδρόμια, περιμένοντας άλλες πτήσεις. Η ρουτίνα απλώνεται τριγύρω σαν τον καπνό του τσιγάρου μου. Ύπουλα. Η κοπελιά απέναντι πρέπει να είναι γερμανίδα. Την προδίδει το βλέμμα της, όχι τα ξανθά μαλλιά, ούτε το ύψος, μα η σκληράδα, η ψεύτικη αυτοπεποίθηση και η ειρωνία στο βλέμμα της. Έχω περάσει αρκετό καιρό στη Βόρεια Ευρώπη, δυστυχώς πάρα πολύ καιρό. Δίπλα της, ένα ζευγαράκι, προσφέρει επιτέλους μια αντίθεση στα κουρασμένα μάτια μου. Η κοπελιά έχει βουρκώσει, άραγε μένει ή φεύγει; Αυτός πάντως φαίνεται καλύτερα. Οι άντρες δεν κλαίνε (τουλάχιστον όχι σε δημόσιους χώρους).

Ο υπάλληλος της Olympic Catering κατάφερε να ρίξει μερικά κουτιά με αναψυκτικά στο πάτωμα. Μεγάλη υπόθεση η τακτοποίηση του ψυγείου. Βαριέται τη δουλειά του ο καημένος. Στον τοίχο δυο αφίσες, “Greece Delos” και “Greece Olympia”, θυμίζουν στους ξένους ότι κάποτε είχαμε και πολιτισμό. Τώρα έχουμε και κουλτούρα. Θα συνέχιζα να γίνομαι πικρόχολος, αλλά ένα κινητό διακόπτει τους συνειρμούς μου. “Γεια σου Παντελή, έρχομαι”, λέει χαριτωμένα η κοπελίτσα. Παντελή τυχεράκια! Το δικό της ταξίδι τελείωσε, το δικό σας μόλις αρχίζει. Κι άλλο κινητό χτυπά, μα τώρα είναι μακριά, δεν μπορώ να ακούσω το διάλογο. Τελευταία αναγγελία της “Cyprus Airways” για Πάφο. Αυτό μου θυμίζει τον αρχισυντάκτη στο περιοδικό που γράφω, ο οποίος είναι Κύπριος. Έχω αργήσει τη στήλη τρεις εβδομάδες. C’est la vie.

Είμαι στο αεροδρόμιο 7 ώρες πριν από την πτήση μου, Παρασκευή βράδυ. Είναι άραγε τόσο μίζερη η ζωή μου; Η Αθήνα είναι για μένα άγνωστη πόλη, ο μόνος λόγος που είμαι εδώ είναι η Μαρίνα. Όμως να που τελικά και αυτή αποδείχθηκε άγνωστη. Περιοχή καπνιζόντων, περίμενα να είναι πιο δημοφιλής. Μόλις δεκαπέντε άτομα μοιραζόμαστε το χώρο, μόνο εγώ έχω αναμένο τσιγάρο αυτή τη στιγμή. Η Μαρίνα μου ζήτησε να κόψω το τσιγάρο, όπως και η Nihal παλιότερα. Το έχω ελαττώσει αισθητά, άρχισα και τα lights. Δεν πρόκειται να το κόψω, Μαρίνα, το χρειάζομαι για να γεμίζω τις στιγμές που δεν είμαστε μαζί. Τις περισσότερες. Κάποτε σε ξεπερνούσα με το ποτό, άλλοτε με το γράψιμο. Πολλές Κυριακές ξέσπασα στο γήπεδο για σένα. Το τελευταίο τσιγάρο θα το κάνω όταν επιτέλους θα έχω ξεχάσει τα μάτια σου. Τώρα όμως, όσο κι αν σε έχω χάσει, δεν σε έχω ακόμα ξεχάσει.

Όσοι τυχαία περνούν από μπροστά μου, κάνοντας άσκοπες βόλτες στους διαδρόμους του αεροδρομίου, με κοιτούν περίεργα. Αν ήμουν ένας από αυτούς, υποθέτω ότι θα με παραξένευε κι εμένα η εικόνα κάποιου που έχει απλωθεί σε δυο καρέκλες και γράφει μανιωδώς σε ένα μπλε τετραδιάκι. Συνήθως οι άνθρωποι στα αεροδρόμια περιμένουν, δεν γράφουν. Από το εξώφυλλο ενός περιοδικού που αγόρασα για να σκοτώσω την ώρα μου, Ο Lennon με κοιτά κι αυτός περίεργα. John Lennon, Jim Morrison, Ernesto Che Guevara, ήρωες που γίνανε μπλουζάκια. Αλήθεια Μαρίνα, εσύ πως θα με κοιτούσες τώρα; Πως θα με κοιτούσες αν ήξερες τι γράφω για σένα; Μήπως όπως πριν από μερικές ώρες που δώσαμε το τελευταίο μας φιλί, τουλάχιστον για τους επόμενους δύο μήνες; Δεν νομίζω, τώρα υποθέτω θα έχεις πάρει ήδη τη δόση σου, θα με κοιτούσες θολά, αδιάφορα. Αχ, να ήμουν εγώ η σκόνη σου.

Ένα διαρκές μουρμουρητό γεμίζει το χώρο, συνεχόμενος ήχος χωρίς λέξεις. Ξαφνικά από τα μεγάφωνα του αεροδρομίου, ένα λαικό άσμα σπάει τη μονοτονία. Το τραγούδι μιλά για μάτια που μιλάνε. Ποιος έγραψε τους στίχους, πότε είδε τα μάτια σου; Γιατί για σένα είναι γραμμένο, αγάπη. Στο μυαλό μου έχει σφηνωθεί μια περίεργη σκέψη. Θέλω να βγάλω το δαχτυλίδι που μου χάρισες, να φλερτάρω με την κοπέλα απέναντι. Να παρατήσω το τετράδιο και κάθε προσπάθεια να καταγράψω τις σκέψεις μου για σένα. Ανάβω τσιγάρο, μόνο έτσι θα περάσει αυτή η νύχτα. Ξημερώνει Σάββατο, 22 Απρίλη. Πάει κι αυτή η μαύρη επέτειος, πέρασε. Θυμάμαι τον Τζίμη Πανούση, στο σόου του στη Θεσσαλονίκη, να στέλνει χαιρετίσματα στη νεοσύστατη χούντα του Πακιστάν, με ευχές για μακροημέρευση και καλές δουλειές κι αναρωτιέμαι αν αυτοί που γελούσαν είχαν ξεχάσει, προσπαθούσαν να ξεχάσουν ή απλά δεν ήξεραν. Μεγαλώνοντας ίσως καταλάβω.

Μαρίνα, πριν μερικές μέρες βρέθηκα στην Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο. Κάποιοι φίλοι είχαν μάθημα, παρουσίαζαν την επιλογή τους για μια εικαστική εργασία. Θέμα τους ο θάνατος, Μαρίνα. Στην ηλικία μας, στις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους, και είχαν επιλέξει το θάνατο σαν αντιπροσωπευτική έννοια της ευαισθησίας τους. Η συζήτηση ήταν άτονη, σχεδόν βαρετή και ο καθηγητής είχε πελαγώσει. Εγώ σιγοψυθίριζα απόψεις στη Νάσια που ήταν δίπλα μου. Δεν θα μιλούσα δυνατά, αν ο καθηγητής, επειδή μάλλον με έβλεπε για πρώτη φορά, μου ζήτησε να σηκωθώ και να καταθέσω τις απόψεις μου. Τι να πω για το θάνατο, Μαρίνα, χωρίς να μιλήσω για σένα; Δεν τα κατάφερα, αγάπη, συγχώρεσε με. Τα είπα όλα.

Όταν μπορούμε και κάνουμε επιπόλαια αστεία με το θάνατο, μπορούμε να καυχηθούμε ότι είμαστε ακόμα νέοι. Θυμάσε που το είχα πει αυτό σε σένα και το Σεραφείμ, ένα βράδυ που τρέχαμε ιλλιγιωδώς στο δρόμο της Χαλκιδικής; Έτσι άρχισα να μιλάω στους αγνώστους στο αμφιθέατρο, που σιγά σιγά σταμάτησαν να μιλάνε μεταξύ τους και μου αφιέρωσαν την προσοχή τους. Με κολάκεψε η απόλυτη σιγή, δε στο κρύβω. Να’ ναι καλά τα παιδιά! Μα ακόμα περισσότερο με κολάκεψε η αντίδραση τους στα επόμενα μου λόγια. Δεν μ’ ενδιέφερε να συμφωνήσουν, ήταν αρκετή η ένταση. Θυμάσαι, κάποτε στην αρχή, είχαμε κι εμείς ένταση. Πάθος. Τώρα, υποθέτω, κάτι πέθανε. Ίσως όταν μου πεις τι, να γράψω κάτι και γι’ αυτό.

Ο θάνατος, σαν δημιουργική έκφραση και συναίσθημα, μπορεί να συγκριθεί μονάχα με τον έρωτα. Αυτή μου η άποψη ήταν που ύψωσε τους τόνους. Οι περισσότεροι διαφώνησαν, αλλά μάλλον δεν κατάλαβαν. Δεν μιλούσα για την πράξη, αλλά για την αίσθηση, για όλα αυτά που μένουν όταν η πράξη είναι πια παρελθόν. Δεν μιλούσα για την εμπειρία, αλλά για την παρατήρηση, για το αποτύπωμα. Η αίσθηση του ζωοδώτη έρωτα με τι άλλο μπορεί να συγκριθεί παρά με το αντίπαλο δέος, το τέλος. Η εμμονή μου στη σύνδεση του έρωτα με το θάνατο, είναι τα απομεινάρια της σχέσης μας, Μαρίνα. Ξεπέρασα τις αντοχές μου, είπα περισσότερα από όσα είχα σκοπό. Τους είπα πόσο μου λείπεις, αλλά λίγοι το ένιωσαν αυτό, κατάφερα να το κρύψω με ρητορικά λόγια. Σύγκρινα τον έρωτα με το θάνατο, όχι γιατί με εκφράζει απόλυτα η σκέψη αυτή, αλλά γιατί απλά αυτή είναι η περίληψη μας, αγάπη. Η ξανθιά απέναντι με κοιτά και χαμογελά. Είμαι πολύ κουρασμένος για να της χαμογελάσω κι εγώ, δεν μπορώ να σηκώσω τα μάτια μου από το ντεκολτέ της.

Ισοπέδωση, ε; Να το τρίτο στοιχείο που μας χαρακτηρίζει εμάς τους δυό. Ξεπεράσαμε μαζί ανασφάλειες κι ενοχές. Μα πάντα κάπου, μερικές στιγμές πριν την ολοκλήρωση, σηκώναμε τα χέρια ψηλά και το βάζαμε στα πόδια. Κάποιος θα μπορούσε να μας πει ίσως δειλούς, αν δεν πρόσεχε το κυνικό χαμόγελο στα χείλη μας, την απόλυτη ευχαρίστηση στο βλέμμα μας. Μωρό μου, παραδέξου το, η τελειότητα δεν μας ταιριάζει. Αξίζουμε περισσότερα από αυτό. Αξίζουμε να κερδίζουμε μάχες που προκαλέσαμε οι ίδιοι. Δεν θα σε είχα ερωτευτεί ποτέ, αν δεν μοιραζόμασταν την ίδια παράνοια. Η διαφορά μας είναι μια μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια. Εγώ άντεξα, εσύ όχι. Ίσως να φταίω μόνο εγώ. Να μην σου πρόσφερα το καταφύγιο που πρόσφερες εσύ σε μένα. Ίσως γι’ αυτό εσύ να έγινες τελικά η ηρωίδα, κι εγώ ο τυχοδιώκτης. Αλήθεια πως είναι να τρυπιέσαι;

 

Είναι σχεδόν μία. Ξεκίνησα να γράφω άσχετες σκέψεις για να ξεφύγω από την ανοία της αναμονής και έχω καταλήξει σε κάτι που μου θυμίζει τα πιο προσωπικά μας γράμματα. Εκείνα του πρώτου καιρού, που έπαιζες το ρόλο της άλλης γυναίκας. Μερικές φορές πιστεύω ότι δεν θα στεριώναμε ποτέ σαν κανονικό ζευγάρι. Η μαγεία της σχέσης μας, ήταν ότι ήταν παράνομη. Η ξανθιά απέναντι συνεχίζει να με κοιτά και να χαμογελά, κραδαίνοντας νωχελικά ένα τσιγάρο. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι έχει καταλάβει πως γράφω για σένα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πιστεύω ότι εσάς τις γυναίκες δε σας ερεθίζει τίποτα περισσότερο σε έναν άντρα, από το άρωμα μιας άλλης γυναίκας. Ίσως βέβαια αυτό να ωφείλεται στην αστάθεια των σχέσεων μου την τελευταία διετία. Μάλλον γι’ αυτό σκέφτομαι έτσι. Πρέπει κάποια στιγμή να μετρήσω όλες τις ώρες που έχω περάσει σε αεροδρόμια. Χαμένες στιγμές.

Απάντησα στις ματιές της με ένα χασμουρητό, πιστεύω την έχω ξενερώσει τελείως. Μωρό μου, κόψε την ηρωίνη, σκοτώνεις κι εμένα μαζί σου. Θα σου στείλω αυτές τις σελίδες κάποτε. Σ’ αγαπώ.

 


 

 

 

Ο ξένος

 

Το σιωπηλό φθινόπωρο διάλεξε για χρόνο και για χόρο του μοναχικού του περιπάτου. Ώρες περπάτησε στο πάρκο, μη βρίσκοντας ενδιαφέρον πουθενά, παρά μόνο στη δικιά του τη σκιά. Του φαινόταν πως του χαμογελούσε όταν δάκρυζε αυτός και πάλι πως ήταν θλιμμένη όταν αυτός γελούσε. Καθώς περνούσε η ώρα, κατάφερε να διώξει όλα τα συναισθήματα από το σκαμμένο του πρόσωπο, και τη σκιά να κάνει να υποφέρει από ανοία. Όταν αυτή είδε κι απόειδε να τον παρακαλά, ν’ αλλάξει λίγο την κρύα του συμπεριφορά, γλύστρισε ανάμεσα στα δέντρα και χάθηκε για πάντα. Είχε χάσει τον τελευταίο του φίλο.

Ώρες αργότερα, καθώς το πάρκο δεν τελείωνε μα επαναλαμβανόταν, αυτός περπατούσε με τον ίδιο βηματισμό, χωρίς να νιώθει κούραση. Το γρασίδι, τα δέντρα, τα φώτα, τα παγκάκια τα είχε δει πια τόσες φορές, ώστε τίποτα καινούριο να μην έχουν να του πουν. Κι έτσι μπορούσε πια να στρέψει ολοκληρωτικά την προσοχή του στο μονοπάτι. Αν ησύχαζε κι η νύχτα, που πάντα όταν ποθείς τη σιωπή σε γεμίζει μυστικούς θορύβους, όλα θα ήταν τέλεια. Γέλασε από μέσα του, μα αν τον έβλεπες δεν θα το καταλάβαινες, τα χείλη του μείναν ασφαλισμένα. Δεν έπρεπε να γυρίσει η σκια!

Στην τσέπη του τα κέρματα τραγουδούσαν σε κάθε του βήμα. Αν πεινούσε θα έπρεπε πρώτα να μάθει σε ποια χώρα είναι και να τα μετατρέψει στο νόμισμα της και μετά να προσπαθήσει να αγοράσει φαγητό. Γιατί σίγουρα τα κέρματα αυτά δεν θα είχαν καμιά αξία, καθώς τα κουβάλησε από ένα μακρινό ταξίδι. Με τα ακροδάχτυλα του βαθιά μέσα στην τσέπη του παλτού, τα χάιδεψε στοργικά. Καθώς η μνήμη του είχε ατονίσει, όχι από τα χρόνια μα απ’ τη χρήση, μόνο αυτά του θύμιζαν πως κάποτε ήταν αλλού.

 

Έφτασε κάποτε και η στιγμή εκείνη, που ακόμα και το μονοπάτι είχε ολοκληρώσει τον προορισμό του. Πια του ήταν γνώριμη κάθε του πιθαμή, ήξερε ακόμα και τις μορφές του όταν έβρεχε, χιόνιζε ή έριχνε χαλάζι. Πεισματικά συνέχισε το δρόμο του, μη θέλοντας να πιστέψει ότι τελείωσαν όλα. Τώρα όμως οι χιλιάδες εικόνες του πάρκου που είχε αποστηθίσει τόσο καιρό, είχαν ενωθεί σε μία. Κοίταξε πίσω του και είδε πάλι αυτή την ίδια εικόνα. Σε όλες τις κατευθύνσεις, ήξερε τα πάντα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Έκατσε, έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατα και έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό.

Ο γέρος που τον πλησίαζε χρόνια τώρα, τον είχε επιτέλους φτάσει. Δεν πρόλαβε να τον δει, ειρωνικά να χαμογελά πίσω από τη σκυμμένη του πλάτη, μα μόνο τα λόγια του άκουσε, σαν αλήθεια που πασχίζει να νικήσει τα ψέμματα.

 

Όπου κι αν πήγα, ήταν καλύτερα απο εκεί που γύρισα…

 

Έκατσε λίγο ακόμα στο χώμα, και μετά σηκώθηκε και συνέχισε το δρόμο του. Λίγα λεπτά αργότερα συνάντησε μια παράκαμψη στο μονοπάτι, που δεν είχε προσέξει ποτέ άλλοτε…