Σοφία Τομαρά
Γεννήθηκε πριν αρκετά χρόνια στην καρδιά του καλοκαιριού ,ανάμεσα σε γη και ουρανό.Λάτρεψε το απέραντο γαλάζιο και τη φωτεινότητα του Σύμπαντος πού την διέπει.Μα πάνω από όλα λάτρεψε τον ίδιο τον άνθρωπο.Την μοναδική πηγή εμπνεύσεως της.Το λευκό χαρτί,η πέννα ,και αυτά τα μικρά στίγματα πού λατρεύει να επεξεργάζεται της δίνουν την δυνατότητα να ακουμπά την ψυχή της, πιστεύοντας ότι μέσα από αυτό το ατελείωτο ταξίδι της θα συναντήσει όλα τα Αστέρια του ουρανού, που μπορούν να μιλούν την γλώσσα της Αλήθειας. Miaς Αλήθειας πού πάντα θέλει και μπορεί να κυκλοφορά γυμνή.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΙΑ
Έβλεπα μέσα στα μάτια τους την απελπισία τα χέρια τους έτρεμαν και οι φωνές τους πάλλονταν μέσα σε κύματα αέρος.
Ο Αλέξανδρος και η Σοφία.
Δύο παιδιά στην αρχή της ζωής τους χαμένα μέσα στα ανεξερεύνητα μονοπάτια της καρδιάς τους.
Με κοιτούσαν και οι δυο με μια προσμονή κρεμασμένοι από τα χείλια μου,έτοιμοι να ρουφήξουν και την τελευταία σταγόνα των λέξεων μου όποιες και αν ήταν αυτές.
Δεν μπορώ άλλο ψιθύριζε εκείνος κοντεύω να τρελαθώ.
Τα υπέροχα γαλάζια μάτια του σκοτείνιαζαν παίρνοντας της αποχρώσεις της καταιγίδας. Είμαι ένας κατεστραμμένος, τι θα γίνει η οικογένεια μου;
Εκείνη με μάτια θολά πού μάταια προσπαθούσε να τα κρατήσει ανοιχτά από τα χαπάκια πού της έδωσαν οι γιατροί κάτι σιγοψιθύριζε μα χανόταν η φωνούλα της μέσα στην φασαρία της καφετέριας.
Ο έναστρος ουρανός κρεμότανε πάνω από τα κεφάλια μας και τα λιγοστά συννεφάκια ασημίζοντας έπαιζαν κρυφτό με το φεγγάρι.Το υπέροχο φωτεινό φεγγάρι πού και μόνο η παρουσία του μπορούσε να γαληνέψει και την πιο ταραγμένη καρδιά, αρκούσε μόνο να σηκώσει κανείς τα μάτια του προς το μέρος του και το Θαύμα θα γινότανε. Απορούσα πού δεν το έβλεπαν, για να είμαι πιο σαφής πιστεύω πως και οι δύο τους πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πια φεγγάρι.
Χαμογέλασα πιάνοντας το χέρι της Σοφίας.
Εκείνη απορώντας έκανε μια προσπάθεια να με κοιτάξει μέσα στα μάτια.
Τι συμβαίνει ρώτησε ανήσυχος ο Αλέξανδρος.
Ένιωσα την αγάπη για άλλη μια φορά να πλημμυρίζει, να ξεχειλίζει την καρδιά μου, και μια υπέροχη γαλήνη να βασιλεύει μέσα μου.
Μόνο Αγάπη χρειαζόμαστε, μόνον αγάπη.Η μήπως την ξεχάσατε και αυτή;
Ναι αγάπη ψιθύρισαν και δύο συνεχίζοντας τα μακρινά τους ταξίδια.
Δεν έπρεπε να προδώσω την γυναίκα μου ψιθύρισε απελπισμένος.Μα σε συχώρεσα. Απήντησε ψιθυριστά εκείνη.
Δεν το αντέχω. Θα τρελαθώ.
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Σοφίας αστράφτοντας στο φως του φεγγαριού.
Δεν αντέχεις την συχώρεση;
Ρώτησα απορημένη. Όχι το λάθος μου απάντησε εκείνος, συνεχίζοντας βλέπεις η Σοφία δάκρυσε, Θεέ μου τι να κάνω;
Για το λάθος; Ξανά ρώτησα
Με κοίταξε λες και δεν καταλάβαινε τι τον ρωτούσα. Πέρασαν δυο λεπτά και τελικά μου είπε, τι ανάγκη έχεις εσύ είσαι δυνατή, τα μπορείς όλα.
Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά στον ουρανό. Ένα συννεφάκι ήταν ακριβώς μπροστά από το φεγγάρι .Μα έφυγε τρέχοντας.
Το φεγγάρι μεγάλωνε, μεγάλωνε, κατέβαινε, κατέβαινε μέχρι πού το ένιωσα μέσα στην αγκαλιά μου.
Κοίταξα βαθιά στα μάτια τον Αλέξανδρο χαμογελώντας.
Καλέ μου τέλος του είπα, ίσως και να έχεις δίκιο.
Θέλετε λοιπόν να με ακούσετε τι έχω να σας πω, πιστεύοντας το αλάνθαστο της γνώμης μου για το πρόβλημα σας σωστά;
Συμφώνησαν και οι δύο.
Ακούστε λοιπόν δεν είμαι Θεός. Τα λάθη της ζωής μου πολλά, πικρά και αρκετές φορές χωρίς να παίρνουνε επιδιορθώσεις.
Και λοιπόν;
Μήπως για αυτό δεν ζούμε;
Για να κάνουμε λάθη;
Ναι Αλέξανδρε, για να κάνουμε λάθη. Λάθη πού όμως επιλέγουμε να κάνουμε και την συγκεκριμένη στιγμή πού τα ζούμε τα χαιρόμαστε, μάλιστα καμιά φορά ευχόμαστε να είχαμε δύο ζωές για να τα ξαναζήσουμε. Το θεωρείς άδικο όταν έρχεται η στιγμή της πληρωμής να μην την δεχόμαστε;
Ίσως γιατί πιστεύαμε ότι ποτέ δεν θα έρθει αυτή η στιγμή, η ίσως ότι δεν οφείλουμε το αντίτιμο της γνώσης στην ζωή;
Η ίσως γιατί επιτρέπονται τα λάθη σε μας, αλλά κατά περίεργο τρόπο τα καταδικάζουμε στον διπλανό μας με την ίδια ευκολία πού εμείς τα πράττουμε;
Στην ζωή μας υπάρχουν δύο πράγματα-Το αναπόφευκτο- και –Το οριστικό-
Αναπόφευκτο είναι αυτό πού είτε έτσι είτε αλλιώς θα γίνει βάση των δικών μας επιλογών και αποφάσεων.
Οριστικό είναι το μάθημα πού θα πάρουμέ από το αναπόφευκτο.
Το κατά πόσο θα μας γίνει μάθημα, το τι αποκομίζουμε και το τι αποφασίζουμε είναι αυτό πού μας περιμένει μπροστά.
Και να είσαι σίγουρος ότι θα το συναντήσουμε.
Όσο για το ότι δεν έχω ανάγκη εγώ γιατί είμαι δυνατή, να μου επιτρέψεις να σου πω πως κάθε άλλο παρά δυνατή είμαι.
Σταμάτησα να μιλάω αφήνοντας το βλέμμα μου να βυθιστεί μαζί με τα παγάκια πού βρισκόντουσαν μέσα στο ποτό μου.
Αμαρέντο Πορτοκάλι . Το αγαπημένο μου ποτό. Πάντα μου άρεσε η γεύση του πικραμύγδαλλου..Ενιωθα τα βλέμματα τους καρφωμένα επάνω μου. Έπρεπε να τους κάνω να καταλάβουν.
. Τι άραγε να ζητούν να βρουν μέσα από το νόημα των δικών μου λέξεων Πήρα μια βαθιά ανάσα και πιο πολύ απευθυνόμενη στον εαυτόν μου είπα …..Απόψε έχει Πανσέληνο.
Τους είδα να κοιτούν ταυτόχρονα προς τον ουρανό.
Δεν το είχα προσέξει είπε ο Αλέξανδρος.
Ούτε και ΄γω συμπλήρωσε η Σοφία.
Ήμουν σίγουρη γι΄αυτό,τους απάντησα όσο πιο γλυκά μπορούσα.
Ο άνεμος συνέχισα έρχεται από το πουθενά και στο πουθενά πηγαίνει.Μέσα από την πνοή του παίρνουμε τις μυρωδιές χιλιάδων λουλουδιών μα και τις στάχτες από κάποιες μακρινές φυσικές ή ανθρώπινες καταστροφές.
Άλλες φορές ρουφάμε ‘άπληστα το άρωμα του νιώθοντας να γεμίζουν τα πνευμόνια μας δύναμη και ανακούφηση.Ισως γιατί ποτέ δεν συνειδητοποιήσαμε πώς μέσα από την πνοή του ανέμου παίρνουμε τις ιστορίες της ζωής ανά τους αιώνες,πού φροντίζει να ταξιδεύει μαζί τους στα πέρατα της γης.
Να τις ακουμπά τρυφερά πάνω στις φυλλωσιές των δένδρων συνοδεύοντας το τραγούδι των πουλιών. Μα και όταν ακόμα θυμωμένος κάνει τις έρημες Καλαμιές να φυλούν το χώμα και τα χιλιόχρονα κυπαρίσσια να υποκλίνονται στο πέρασμα του,ακόμα και τότε τα μηνύματα του μένουνε ανεξήγητα.
Ρίξτε μια ματιά τριγύρω σας, με πόση αρμονία δεν είναι όλα φτιαγμένα .Αφεθείτε στην απόλυτη συνύπαρξη του Σύμπαντος. Δεχτείτε το γεγονός πως αν και σταθερό το Σύμπαν κλείνει κύκλους δημιουργίας, ζωής, ύπαρξης, με μεγάλες ταχύτητες. Το ίδιο περιμένει και από εμάς.
Αν δεν κλείσει ένας κύκλος δεν μπορεί να ανοίξει κάποιος άλλος.
Αν δεν διαβούμε το μονοπάτι πού επιλέξαμε μελετώντας ξανά και ξανά τα γεγονότα της ζωής μας, δεχόμενοι πάντα το ότι ……..
Τίποτα δεν γίνεται Τυχαία στην ζωή μας, αλλά όλα εξυπηρετούν ένα σκοπό, είναι αφύσικο και αδύνατον να περπατήσουμε ταυτόχρονα κάποιο άλλο ανεξερεύνητο μονοπάτι. Κάποια στιγμή θα βρεθούμε στο ίδιο σημείο πού ξεκινήσαμε. Όσο και αν περιπλανηθούμε συνειδητοποιώντας έντρομοι ότι τίποτα δεν μάθαμε, τίποτα δεν διδαχτήκαμε, τίποτα δεν ζήσαμε πραγματικά, φτάνοντας στο τέλος της ζωής μας.
Στο τέλος της ζωή μας μην έχοντας άλλο χρόνο μπροστά μας,είμαστε ακόμα στην αρχή ενός δρόμου πού ενώ επιλέξαμε αρνηθήκαμε να τον περπατήσουμε σωστά. Έτσι ώστε να μας δώσει την ευκαιρία φτάνοντας σε εκείνο το σταυροδρόμι της ζωής μας πού θα μπορούσαμε να επιλέξουμε το επόμενο δημιουργικό βήμα μας.
Καλός Μαχητής δεν είναι εκείνος πού έχει στο Θηκάρι του το ξίφος της ζωής, αλλά εκείνος πού γνωρίζει το γιατί το έχει, το πότε και πού θα πρέπει να το χρησιμοποιήσει.
Δειλός δεν είναι εκείνος ο πολεμιστής πού έχει την διάκριση να εγκαταλείψει ένα πεδίο μάχης πού δεν είναι δικό του, πού δεν του ανήκει. Αλλά εκείνος πού δεν δίνει τον πόλεμο του την στιγμή που η σάλπιγγα της ζωής τον καλεί.
Ο Καλός Στρατηγός γνωρίζει καλά πώς έστω αν ο εχθρός του πιστέψει ότι είναι δειλός πρέπει να απομακρυνθεί από το συγκεκριμένο πεδίο μάχης όταν επιβάλλεται να μελετήσει τις αδυναμίες του εχθρού και τα τρωτά σημεία του.
Έτσι ώστε η επόμενη επίθεση πού θα κάνει να του επιτρέψει την Κατά Κράτος Νίκη του.
Η Αλεπού χρησιμοποιεί την πονηριά της, ο Γλάρος την ικανότητα των ελιγμών στο πέταγμα του, η Κουκουβάγια την Σοφία της και ο Αετός την δύναμη του.
Ο άνθρωπος πού αρνείται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των επιλογών του κρύβεται σαν τυφλοπόντικας μέσα στα σπλάχνα της γης, για να μην βλέπει και να μην μαθαίνει μέσα από τα σφάλματα του.
Μα ακόμα και την στιγμή πού το κάνει αυτό δεν γνωρίζει καν τα φυσικά χαρίσματα του ζώου πού μιμείται.
΄Σταμάτησα απότομα να μιλώ.
Σκέφτηκα πως ίσως είπα περισσότερα από όσα έπρεπε.
Κοίταξα το ποτήρι μου, είχε μείνει λίγο ποτό πού φρόντισα μονομιάς να τελειώσω. Ένιωσα την δύναμη της Αγάπης για άλλη μια φορά να ξεχύνεται ανεξέλενχτα μέσα από την καρδιά μου και να απλώνεται σαν χρυσαφένια ομίχλη πάνω από τα κεφάλια των φίλων μου.
Παρά τις διαμαρτυρίες του Αλέξανδρου και της Σοφίας πλήρωσα τον λογαριασμό.
Ένιωθα την ανάγκη να φύγω.
Σηκώθηκα πρώτη λέγοντας Αύριο έχω αρκετή δουλειά και είδη πέρασε η ώρα πάμε παιδιά;
Ίσως να ήτανε το φως του φεγγαριού, ίσως να ήτανε το Θαύμα της αγάπης πού είδα μέσα στα μάτια τους δεν ξέρω.
Εκείνο πού ξέρω είναι πως όταν χωρίσαμε είδα αυτά τα δυο παιδιά πού τόσο αγαπώ να φεύγουνε αγκαλιασμένα και να χάνονται στο βάθος του δρόμου πίσω από τα φώτα και τα φλας των αυτοκινήτων.
Πήρα τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι.
Βασίλευε απόλυτη ησυχία στο στενό δρομάκι που περπατώ σχεδόν από τότε πού γεννήθηκα.
Σήκωσα και κοίταξα ακόμα μια φορά τον έναστρο ουρανό και το ασημένιο φεγγάρι.
Τα δάκρυα αυλάκωσαν το πρόσωπο μου.
Δυνατή ; Εγώ δυνατή;
Αν ΄ήξεραν….σιγομουρμούρισα ανοίγοντας την αυλόπορτα μου.
ΕΤΣΙ ΜΕ ΕΜΑΘΕ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ
Νιώθω την ανάγκη να προχωρώ μόνον μπροστά.
Από τότε που η Μάνα μου με έμαθε να περπατώ.
Κρατούσε μέσα στην παλάμη της το στρουμπουλό μου δακτυλάκι.
Φαντάζομαι για να με στηρίζει.
΄Ίσα τα ποδαράκια έλεγε.
΄Ίσιο το κορμάκι και να κοιτάς μόνον ψηλά, μόνον μπροστά χαρά μου.
Κοιτούσα τα τεράστια καστανά της μάτια απορώντας.
Εμένα μου άρεσε να περπατάω στα τέσσερα. Μια να πηγαίνω μπροστά και μια να πηγαίνω πίσω. Πολλές φορές να σέρνομαι με τον ποπό μου και ας λέρωνα τα δαντελωτά βρακάκια μου. Ήθελα να κοιτάω πίσω και κάτω από τα ανοιχτά ποδαράκια μου.
Τι αστείος πού φαίνεται αυτός ο τεράστιος κόσμος όταν τον κοιτάς ανάποδα.
Τι σου είπε η Μανούλα χαρά μου;
Μα τι μανία που έχουνε οι μεγάλοι άνθρωποι με τα τεράστια χέρια και τα ατελείωτα κορμιά. Ότι έκαναν το έκαναν τεράστιο…….Έτσι πού τις πιο πολλές φορές κατάφερναν να με τρομάξουν.
Ο πατέρας μου σαν έβηχε βούιζαν τα αυτάκια μου,και όταν φτερνιζότανε με έβρεχε.
Η καρέκλα μου ήταν ψηλή με ένα ποτηράκι που όταν καθόμουνα πάνω του μου έκανε σημάδι στον ποπό μου. Το κρεβάτι μου τετράγωνο με κάγκελα σαν φυλακή.
Και με έναν κακάσχημο Φασουλή να κρέμεται πάνω από το μαξιλάρι μου.
Ησυχία δεν είχε. Όταν κουνιόμουνα χαχάνιζε και πήγαινε μια δεξιά μια αριστερά. Πάνω, κάτω. Πάνω, κάτω.
Τι Μαρτύριο !.
Όμως την Μάνα μου παρ΄ ότι δεν μπορούσα να καταλάβω την επιμονή της σώνει και καλά να μάθω να περπατάω μόνον μπροστά την λάτρευα.
Κάθε φορά πού με έπαιρνε αγκαλιά, ένιωθα κάτι να πλημμυρίζει την καρδούλα μου.
Δεν φοβόμουνα τους θορύβους και τον σκύλο του Κυρ Αναστάση.
Πέρναγα τα δυό χεράκια μου τριγύρω στο λαιμό της, έχωνα το κεφαλάκι μου μέσα στα μαλλιά της και ρούφαγα αχόρταγα το άρωμα του τριαντάφυλλου και του γιασεμιού.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η Μάνα μύριζε τριαντάφυλλο και γιασεμί.
Ακόμα και σήμερα χρόνια μετά έχω αυτή την απορία.
Σήμερα αναλογίζομαι εκείνα τα χρόνια, το πώς ένιωθα, το πώς σκεφτόμουνα σε εκείνη την τρυφερή ηλικία.
Αλήθεια πόσα χρόνια πέρασαν;
Προσπέρασα Ανθρώπους, αγάπες,έρωτες, ερείπια, θεριά, κάμπους και βουνά.
Μα κάθε φορά πού νιώθω να πνίγομαι από αδικία ,άγχος, κούραση, πίκρα. Κάθε φορά πού με πληγώνουν και αιμορραγώ, προσπαθώ να πείσω τον εαυτόν μου ότι πρέπει να προχωρώ μπροστά.
Αυτό μου έμαθε η Μάνα μου.
Ακόμα και τις παγωμένες Νύχτες του χειμώνα που η βροχή και ο άνεμος λυσσομανώντας, κάνουνε παρέα με την μοναξιά μου σκέπτομαι την άλλη μέρα.
Μπροστά, πάντα μπροστά.
Ακόμα και τότε που ένιωθα απέραντη εγκατάλειψη ανάμεσα σε φίλους και οικείους, τότε πού τα δάκρυα αυλάκωναν βαθιά το πρόσωπο μου γεμίζοντας το με ρυτίδες, εγώ σκεφτόμουνα το αύριο.
Ένα μακρύ δύσβατο απρόσιτο μονοπάτι με ανοδική πορεία, στην άκρη του γκρεμού.
Γεμάτο με βράχια, πέτρες μυτερές, στενό , μονότονο και γκρίζο, πού παρ΄όλα αυτά μετά την κάθε απότομη στροφή αλλάζει το τοπίο
Γίνεται φαρδύ, άνετο, με χιλιάδες χρώματα να λαμπιρίζουν στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού, Παραδείσια πουλιά να τραγουδούν υμνώντας το νόημα της ζωής. Πασχαλιές ανθισμένες και γέρικα πλατάνια . Κρυστάλλινα ρυάκια με δροσερά νερά. Η απόλυτη ομορφιά συνύπαρξης του Σύμπαντος πού μας διέπει.
Ως πότε;
Ως την επόμενη στροφή.
Γιατί μόνον μπροστά πρέπει να προχωρώ, το έχω πια ανάγκη.
΄Έτσι με έμαθε η Μάνα μου!
΄Ίσια τα ποδαράκια!
Ίσιο το κορμί και να κοιτώ μόνον μπροστά, μόνον ψηλά.
Ψηλά το απέραντο γαλάζιο του ουρανού πού όταν τα μαύρα σύννεφα τύχει και το καλύψουν παίζοντας κρυφτό τα αστροπελέκια με τους κεραυνούς, εγώ δεν ανησυχώ, δεν τρομάζω, δεν απελπίζομαι.
Προχωρώ μπροστά γνωρίζοντας πως το απέραντο γαλάζιο είναι εκεί.
Εκεί οπού βασιλεύει ο υπέρλαμπρος ήλιος. Ένας ήλιος πού δεν σβήνει ποτέ.
Έτσι με έμαθε η Μάνα μου, πού μύριζε τριαντάφυλλα και γιασεμιά.
Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ
Κάποτε άκουσε ένα παραμύθι που έλεγαν οι άνθρωποι πίσω από το βράχο της σιωπής.
΄Ήταν η ώρα που έβγαινε σπάζοντας το κέλυφος του αυγού του.
Για μια στιγμή φαντάστηκε πώς ήταν οι γονείς του. Του ήταν δύσκολο να βγει μέσα από την αετοφωλιά του,να τρέξει για να τους γνωρίσει .Προσπάθησε να τους φωνάξει να΄ρθουν να το δούν,για να χαρούν γιορτάζοντας τον ερχομό του. Μα μόνο ένα μικρό άτονο τσιριγματάκι άκουσε να βγαίνει από το στόμα του, που και αυτό χάθηκε στο απογευματινό αεράκι. ΄Έτσι έμεινε κουρνιασμένο ,παραπονεμένο ,να τους περιμένει Κάποτε θα΄ρθούν σκέφτηκε. Τα όσα άκουγε του ήταν άγνωστα, περίεργα, πολλά δεν μπορούσε να τα καταλάβει μα συνέχιζε να αφουγκράζεται το παραμύθι των ανθρώπων.
Ξαφνικά οι φωνές άρχισαν να ξεμακραίνουν να χάνονται μαζί με τα παιδιά του ήλιου που προσπαθούσε να τα συμμαζέψει απ΄ το τρελό κυνηγητό τους πάνω στις βουνοκορφές.
Είναι ώρα πια ελάτε, θα συνεχίσετε το παιχνίδι σας στον ουρανό, θα χαιρετήσετε τα πρώτα αστέρια και το φωτεινo φεγγάρι.
Έτσι με το τελευταίο παιδί του ήλιου που χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα άρχισε να βασιλεύει απόλυτη ησυχία
. Φοβάμαι σκέφτηκε έντρομο!
Σίγουρα αυτές οι φωνές δεν άνηκαν στους γονείς του. Κανένας γονιός δεν εγκαταλείπει το αγέννητο μωρό του. Ίσα-ίσα που περιμένει με λαχτάρα να το δει, να το γευτεί, να το μυρίσει. Μ α πάνω από όλα να του χαρίσει ασφάλεια σιγουριά, γνώση και αγάπη. Να το μάθει πώς να ανοίγει τα φτερά του να πετάει ψηλά κόντρα στον άνεμο και την ταχυτητά του. Αλήθεια πώς να φαίνεται από ψηλά ο βράχος της σιωπής, αναλογίστηκε το μικρό αετόπουλο. Κρύωνε, φοβότανε ,πεινούσε.
Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει απαλά καθώς η Νύχτα άπλωνε τα πέπλα της απ΄άκρη σ΄άκρη άλλαξε το χρώμα του ουρανού και εκατομμύρια μικρά φωτάκια εμφανίστηκαν. Άλλα μικρά άλλα μεγάλα, υπήρχανε και μερικά που έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα προς τα κάτω και βούταγαν στην γραμμή που ενώνεται ουρανός και γη.
Τότε την είδε. Ήρθε και κάθισε στην άκρη του βράχου. Μεγάλη επιβλητική ΄με γυρισμένες τις πλάτες της προς το μέρος του.
Σιωπηλή, βαθυστόχαστη ,βάλθηκε να κοιτάζει το βάθος του ορίζοντα, αγνοώντας την ύπαρξη του. Η μήπως έκανε ότι δεν το είδε. Μάζεψε όση δύναμη είχε και φώναξε δυνατά πολύ δυνατά,γιατί φοβότανε πως θα χανότανε και πάλι η φωνή του στο πέρασμα του ανέμου. Μανούλα.! Μανούλα!
Τίποτα εκείνη αδιάφορη ούτε πού καταδέχτηκε να γυρίσει να το δει.
. Μανούλα μου λυπήσουμε, λυπήσου το παιδί σου
. Γύρισε απότομα προς το μέρος του ανοίγοντας τις τεράστιες φτερούγες της, κοιτώντας το στα μάτια.
Πω!Πω! Τι μεγάλα μάτια πού είχε. Πώς είναι δυνατό να φέγγουνε μέσα στο σκοτάδι.
Έτσι είναι και τα δικά μου αναλογίστηκε. Μόλις μεγαλώσω θα μπορώ να βλέπω τα πάντα μέσα στην νύχτα.
Μανούλα μου ψιθύρισε κάνοντας μια προσπάθεια για να την φτάσει. Μάταιο ήταν τόσο αδύναμο ακόμα.. Εκείνη έκανε ένα γύρο πετώντας από τον Βράχο της Σιωπής.
Τι όμορφη πού είναι η μανούλα με το φως του φεγγαριού επάνω στα φτερά της ,σκέφτηκε καθώς την είδε να στέκεται επάνω από την φωλιά του.
Εκείνη τώρα ήταν γαλήνια , ήρεμη η ματιά της γεμάτη πίκρα και πόνο ,το κοίταζε τώρα τρυφερά. Καυτά δάκρυα κύλησαν από τα δύο τεράστια μάτια της, καθώς οι θύμησες του χαμένου της παιδιού πλημμύρισαν την καρδιά της. Ήταν μπροστά σε ένα ορφανό.
Ήξερε καλά πως αν το εγκατέλειπε γρήγορα θα γινότανε τροφή των γερακιών.Και αυτά τα αθώα ματάκια έσχιζαν τα σωθικά της καθώς την κοιτούσαν απελπισμένα. Άπλωσε τις φτερούγες της κλείνοντας το μέσα στην αγκαλιά της πάνω στο μέρος της καρδιάς της.
Εκείνο ευτυχισμένο σταμάτησε το κλάμα κούρνιασε μέσα σε αυτή την γλυκιά θαλπωρή και αποκοιμήθηκε.
Όλη την νύχτα η κουκουβάγια κοίταζε τα αστέρια έχοντας σφιχτά στην αγκαλιά της το νεογέννητο αετόπουλο. Τα νυχτολούλουδα απόψε άπλωνα το άρωμα τους πλέκοντας αόρατο πουπουλένιο πάπλωμα για το καινούργιο το παιδί της Οι πυγολαμπίδες έκανα βόλτες γύρω από τον Βράχο της Σιωπής καθώς ο άνεμος μιλούσε λόγια μυστικά εξιστορώντας στην κουκουβάγια τα μυστήρια της γής.Την πήρε μαζί του στο μονοπάτι της γνώσης, όπως κάθε βράδυ ,για ένα ακόμα ατελείωτο ταξίδι..
Έτσι αγκαλιά τους βρήκαν το πρωί τα παιδιά του ήλιου απορώντας.
Οι γλάροι έστησαν δίπλα τους χορό σιγομουρμουρίζοντας των Ναυτικών τις ιστορίες.Πού και πού έριχναν κρυφές ματιές προς το μέρος τους χαμογελώντας.
Κάποιοι έλεγαν πως σίγουρα η κουκουβάγια θα το κάνει κολατσιό, η θα συμβεί το αντίθετο σαν μεγαλώσει το αετόπουλο.
Μα εκείνη με τα μάτια της κλειστά,κρατώντας σφιχτά αγκαλιά το αετόπουλο της του μίλαγε λόγια Σοφά.
Εκείνο δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η μητέρα του κρατούσε πάντα τα μάτια της κλειστά στο φως του ήλιου. Ενώ τις έναστρες Νυχτιές ήταν σπινθηροβόλα και μπορούσε να διακρίνει τα πάντα μέσα στο σκοτάδι από πολύ μακριά. Μήπως θα έπρεπε να κάνει το ίδιο.Να; κλείσει τα μάτια του στο αστραφτερό φως του ήλιου ,για να βλέπει μόνο με τα μάτια της καρδιάς του .Ετσι όπως η μάνα του πού του μάθαινε για την Σοφία του Σύμπαντος που τους διέπει . Μα εκείνο δεν φοβότανε αυτό το χρυσαφί εκθαμβωτικό φως το λάτρευε. Πολλές φορές κοιτούσε ίσα στα μάτια τον ήλιο παίζοντας παρέα με τα παιδιά του .Έπειτα δεν ήθελε να χάσει όλη τούτη την υπέροχη ομορφιά των χρωμάτων
. Όχι. Ήθελε τα μάτια του ανοιχτά.
Κάποτε ρώτησε την μητέρα του τι άλλο θα μπορούσε να του δώσει.
Ήταν μια νύχτα παγερή. Δεν χωρούσε πια στην αγκαλιά της. Ούτε μπορούσε να ταξιδέψει με την ταχύτητα του ανέμου πάνω στο γαλάζιο του ουρανού μαζί του.
Άλλωστε κρατούσε κλειστά πάντα τα δυό της μάτια,όταν εκείνος έκανε τα μικρά σύντομα ταξίδια του γυρίζοντας γρήγορα κοντά της από φόβο μην τάχα κάτι της συμβεί.
Μα ένιωθε την πίκρα να φωλιάζει σιγά-σιγά και σταθερά μέσα στην καρδιά του.
Υπήρχανε διαφορές ανάμεσα σε εκείνον και την μητέρα του .Πολλές , και μεγάλες διαφορές πού του ήτανε αδύνατον να παραβλέψει.
Ένιωθε την ανάγκη να ανοίξει τα φτερά του να παραβγεί στο πέταγμα με το Γεράκι, τους Γερανούς, τους Γλάρους. Ειδικά με τους Γλάρους και το Γεράκι μια και οι βουτιές, τα ακροβατικά και οι τεράστιες ταχύτητες ήταν τα αγαπημένα του. Είχε μάθει πάρα πολλά από τα δικά τους τα τεχνάσματα .Είχε φροντίσει να τα επεξεργαστεί τελειοποιώντας τα. Είδε αρκετούς Γλάρους στις απότομες στροφές που έκανα να τσακίζονται πάνω στα βράχια. Μα τους θαύμαζε για τις υγρές βουτιές τους μέσα στα κύματα βρίσκοντας την τροφή τους.
Εκείνος μπορούσε να κάνει βουτιές με τεράστια ταχύτητα για την δική του τροφή που συνήθως έβρισκε στις πεδιάδες. Το νερό του ήταν αδιάφορο. Θα μπορούσε βέβαια να το κάνει αλλά τα ψάρια δεν του άρεσαν καθόλου.
Κάθονταν ώρες ατελείωτες στην κορφή του Βράχου της Σιωπής παρέα με την μητέρα του κοιτώντας πέρα το τεράστιο βουνό πού ορθώνονταν πανύψηλο αγγίζοντας τον ουρανό..
Πόσο πολύ θα ήθελε να πετάξει να το φτάσει, να ξεπεράσει την κορφή του ανοίγοντας τα τεράστια φτερά του,για ένα ταξίδι μακρινό.
Μάνα! Αντήχησε σαν κεραυνός η φωνή του.
Ότι είχες να μου δώσεις μου το έδωσες. Για αυτό όσο θα ζω θα σε ευγνωμονώ. Μα πες μου Τι άλλο μπορείς να μου δώσεις:
Εκείνη γύρισε προς το βάθος του ορίζοντα δακρύζοντας. Οι κεραυνοί και τα αστροπελέκια δεν φάνταζαν πια μακριά. Κατάλαβε πώς ήρθε η ώρα. Αυτή η ώρα πού φοβότανε μεγαλώνοντας το μικρό της αετόπουλο.
Δεν είχε το δικαίωμα να το εμποδίσει.
Έπρεπε να το αφήσει να ανοίξει τα δυνατά πλέον φτερά του, για το μεγάλο της γνώσης του ταξίδι.
Τι ήτανε στο κάτω-κάτω αυτή μπροστά στο αετόπουλο παιδί της:;
Τίποτα περισσότερο από μία Κουκουβάγια
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ
Πως έγινε αυτό? Αναρωτιέμαι.Τα μάτια ξεθωριάσανε τα χείλια μου παγώσαν.
Κάπου ανάμεσα στο σήμερα στο χτες στο αύριο αναζητώντας.Τι?
Εικόνες έρχονται και φεύγουν μακριά μου.Σαν σύννεφα σκεπάζουν την ματιά μου.
Μια μυρουδιά σκεπάζει τον καθάριο αέρα της ψυχής μου.Μου είναι γνωστή.
Θαρρούσα πως εκείνα τα σκοτεινά και άθλια μονοπάτια τα είχα πια περάσει.
Πόσες φορές άραγε δεν κατέβηκα τα μονοπάτια της ψυχής μου αναζητώντας την.
Πόσες φορές δεν ρώτησα τον εαυτόν μου αν τελικά έμαθα το ποια άραγε είμαι.
Τις απαντήσεις νόμιζα πώς είχα βρεί,τις έμαθα απ΄έξω.Είπα τα λάθη τα παλιά πώς πια δεν ξανακάνω,πώς πέρασα προσπέρασα και πίσω δεν γυρίζω.
Αγάπησα τον άνθρωπο περισσότερο για τα ελαττώματα του,για την σκοτεινή μυστήρια ματία του και για το υπέροχο χαμογελό του.
Αγάπησα το Σύμπαν όλο.Τον απροσπέραστο γαλάζιο ουρανό,τα βάθη της πλανεύτρας θάλασσας,την ορμή του ανέμου και τα ουρλιαχτά του κεραυνού.
Όλα τούτα τρέχουν μέσα στο αίμα μου.Όλα τούτα είμαι εγώ.
Ένας βράχος ανάμεσα σε γη,θάλασσα και ουρανό.
Οι ρίζες μου βαθιά μέσα στα σπλάχνα του ωκαιανού,τα στήθια μου ελεύθερα στο άγκιγμα του ανέμου,και η κορφή του κεφαλιού να φτάνει τα αστέρια.
Και είπαν τα όρνεα,ας πάμε να κουρνιάσουμε να βρούμε την γαλλήνη.Ρουφώντας λίγο από την καθάρια του πηγή.Είπαν και οι σταυραετοί,ας πάμε να δώσουμε ζωή και δύναμη και γνώση,ας κάνουμε στον κόρφο του την αετοφωλιά μας.Υπάρχη τόση αγάπη.
Τα κύματα εζήλεψαν και σκέφτηκαν πώς τούτος ο βράχος τους ανήκει.
Αν έτρεχαν ολημερίς και λιόγερμα και βράδυ,ο βράχος θα ήτανε δικός του μια ζωή.
Ο ήλιος πού τις κρύες νύχτες του χειμώνα τον εφώτηζε,κάθε φορά αναρωτιόταν.
Πως είναι δυνατόν η καρδιά ενός βράχου να είναι φωτεινότερη απ΄τις δικές του αχτίδες.
Και το ολόγεμο ασημοστόλιστο φεγγάρι θαύμαζε πού το μυστήριο του βράχου ήταν πιο δυνατό και πιο παραμυθένιο από το δικό του φως.
Μέσα στα βάθη του ωκεανού αλλόκοτα παραμυθένια πλάσματα φωλιάσανε στις ρίζες του βράχου,αντλούσανε ζωή,φώς καθάριο νερό απ΄την πηγή των ματιών του.
Νύχτες ολόκληρες άκουγαν τις ιστορίες της ζωής παρηγορώντας τον.
Νύχτες ατελείωτες του εξηγούσαν τα μυστήρια του σύμπαντος πού τον διέπει
Και εκείνος ένιωθε το μεγαλείο της ζωής,γινόταν ένα με το Σύμπαν.
Τούτος ο βράχος είμαι εγώ.
Τι έγινε και πάγωσε το σώμα? Τι έγινε και μάτωσε η καρδιά μου?
΄Άραγε κατάλαβαν ποτέ τα αδέλφια μου πώς έχω και ΄γώ καρδιά.?
Ακόμα αναζητώ να βρω πάνω σε ΄κείνη την μαγική γραμμή που ενώνεται και γίνεται ένα το απέραντο γαλάζιο του ουρανού με το βαθύ μπλε του ωκεανού, ένα αστέρι.
Το δικό μου αστέρι,αυτό πού μου ανήκει και ψάχνει χρόνια να με βρει.
Μην τάχα να προσπέρασε καρδούλα μου τον βράχο?
Μην τάχα και ξαπόστασε μια κρύα νύχτα του χειμώνα?
Μην είδε το φως σου και την θέρμη σου,απόρησε δεν πίστεψε,πώς τάχα βράχος όντως εσύ να έχεις μέσα σου καρδιά,και γνώση και αγάπη?
Η μήπως τάχα εσύ ο βράχος της γνώσης,της αγάπης του φωτός,ο βράχος πού γίνεσαι ένα με το σύμπαν δεν μπόρεσες να νιώσεις το άγγιγμα του αστεριού σου ..
Πού ήρθε και προσπέρασε και συ ακόμα να το περιμένεις?
Τι άραγε αναζητάς?
Τι άραγε να θέλεις?
Νόμιζες πώς απάντησες στις ερωτήσεις της ζωής και ξάφνου βλέπεις πόσα ακόμα έχεις να ρωτήσεις.
Νόμιζες πώςόσα έμαθες ήταν αρκετά μα ένιωσες πώς άλλα τόσα περιμένεις.
Νόμιζες ότι αγάπησες αρκετά μα η καρδιά ζητάει ακόμα περισσότερη αγάπη.
Νόμιζες πως το φως ήταν αρκετό μα νιώθεις πόσο ακόμα φως έχεις ανάγκη.
Ένιωσες να γίνεσαι ένα με το Σύμπαν,μα αγακάλυψες πόσο μικρή είσαι.
Γιατί εσύ χωράς μέσα στο Σύμπαν ενώ εκείνο διέπει τα πάντα.
Δεν ξέρω καρδιά μου πράγματι τι αναζητάς μα άκου………..
Μείνε μέσα στο Σύμπαν πού τόσα αγαπάς,γίνε ένα με αυτό και άντλησε όση περισσότερη αντέχεις γνώση
Τίποτα δεν είναι αρκετό,ποτέ μην πεις ότι γνωρίζεις,ποτέ μην νιώσεις ότι ξέρεις
Απλά προσπάθησε όσο ο ήλιος θα ζεσταίνει την ματιά σου να μαθαίνεις.
Και αν νομίζεις ότι ξέρεις να αγαπάς τότε προσπάθησε στα αλήθεια να αγαπήσεις.
Μα ένα για χάρη σου ζητώ.Βράχος ψυχούλα μου να μείνεις.
Καταμεσής και γης και ουρανού,στην Λήθη να μην μείνεις...