Γαβριήλ Βαρούδης
Γεννήθηκα στις 27 Απριλίου του 1974, σπούδασα οικονομικά και αποφάσισα να κάνω το ίδιο και με την φαντασία μου.
«ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ...»
Διαδικασίες....
Που συμβαίνουν στο πίσω μέρος του εγκεφάλου σου,
Που εμφανίζονται σαν από μηχανής θεοί με τη μορφή συμπτωμάτων, Που περνούν μέσω διαθλαστικού καθρέπτη από τον κόσμο του ασυνείδητου σου, στη πραγματικότητα σου. Που είναι απλώς σκέψεις , άυλη μάζα στους διαδρόμους του μυαλού σου, Αλλά που μοιάζουν μεγάλοι όγκοι τσιμέντου και πέτρας, μόλις περάσουν τον διαθλαστικό καθρέπτη σου. Εσύ όμως έχεις μια μυρωδιά αυτών των διαδικασιών, Ξέρεις πότε συμβαίνουν. Πας να τις παρακολουθήσεις αλλά ... συμβαίνουν τόσο γρήγορα. Είναι όπως όταν προσπαθείς να πιάσεις με το μάτι τις κινήσεις ενός
ταχυδακτυλουργού,
Δεν μπορείς!!!
Έτσι και το συνείδητο σου αντιλαμβάνεται μέχρι κάποιο όριο, Ανθρώπινο.... Με όλα τα υπόλοιπα να φαντάζουν μαγικά, Σαν ένα τρυκ... Όπως το τράβηγμα του λαγού μέσα απ’το καπέλο.
«ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ»
Σε χαρτί σκληρό τύπωσα την σκέψη μου και απόψε.
Την ράντισα με το φάρμακο της αγάπης ,
μα εκείνη τίποτα.
Βγαίνει πάντοτε τραχιά και επίμονη ,
δύσκολη και αντιπαθής.
Οι τόσοι συμβιβασμοί και ο θετικός τρόπος σκέψης,
καθόλου δεν την άλλαξαν.
Αυτό είναι το DNA της ,
ωμό και σκέτο,
χωρίς στολίδια και σκιές.
Έτσι λοιπόν είναι γεννημένη.
Να υπηρετήσει το ρόλο της και τίποτα άλλο.
Να με ξυπνάει από τον λήθαργο του βολέματος,
Να μου κάνει ηλεκτροσόκ αφύπνισης
και όλα αυτά...
Όχι για μένα,
για εκείνη.
Για να επιβιώσει πρώτα εκείνη.
«ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΣΥΝΕΥΡΕΣΗ»
Σάρκες φιλήδονες και πλούσια στήθη
Φαντάσθηκες πάλι απόψε.
Στον καμβά με το χρώμα του πόθου
Και της ανομολόγητης επιθυμίας
Πάλι τα αποτύπωσες.
Τα επεξεργάστηκες , τα άγγιξες νοητά
Και τα ένοιωσες πάλι πιο κοντά σου.
Στις δύο διαστάσεις τους τα ερωτεύτηκες.
Όμως...
Ποτέ δεν τα κυνήγησες στην πραγματικότητα.
Ποτέ δεν αγκάλιασες τις τρισδιάστατες καμπύλες τους
Και ποτέ δεν γεύτηκες τους ζουμερούς χυμούς τούς.
Τα έκανες κάδρα στον τοίχο στολίζοντας τα, με την φαντασία σου. Τα κοίταξες από το παράθυρο του τελευταίου ορόφου, Που απλώς έβλεπε στον δρόμο.
«ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ»
Όταν έπεσα μέσα στο καινούργιο μου σύμπαν,
Όλα τα είδα φωτεινά ,αισιόδοξα
Καινούργιες ενέσεις ζωντάνιας
Κάρφωσα στο μπράτσο μου,
Και καινούργιες ελπίδες ζωής φύτεψα στο κεφάλι μου.
Αύξησα τον δείκτη της διάθεσης μου
Και μείωσα αυτόν της αντίληψης της πραγματικότητας μου.
Σε όλα τα πράγματα έβλεπα την αύρα ολόγυρα τους
Και κυκλοφορούσα με την διάθεση
Ενός ανοιχτού στον ήλιο πρωινού.
Χωρίς να ξεχνώ ποτέ ,να κουβαλάω πάντα στη καμπούρα μου,
την ξενοιασιά μικρού παιδιού.
Όμως...
Άτιμη γνώση και εμπειρία
Που ξεθώριασες και αυτό το σύμπαν σιγά ...σιγά.
Μέχρι το επόμενο σύμπαν ..
Έχε γεια.
«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟ ΜΠΑΡ»
Και ξαφνικά..
Έπεσε ένας άνθρωπος από τον ουρανό μέσα στο μπαρ.
Ήταν γυμνός και αμήχανος στο βλέμμα.
Τα έβλεπε για πρώτη του φορά όλα αυτά
Τα μπουκάλια, τις κανάτες, τα ποτήρια.
Άρχισε στην αρχή να τα αγγίζει ,
Μετά να τα περιεργάζεται,
Στη συνέχεια μαζί με το κολλητό του πέτσινο
Άρχισε να κολλάει και το ύφος του,
Ενώ φορώντας το φαντεζί πουκάμισο του
Φόρεσε και τον μανδύα της φτιαγμένης του φιλικότητας.
Μόλις έπιασε φιλικά από τον ώμο τον πρώτο άγνωστο
Η μεταμόρφωση του είχε ολοκληρωθεί.
Στο τέλος της παράστασης πέρασε να γλύψει το αφεντικό
Ενώ δεν ξεχνούσε στο καθε του ρεπό
Να περνάει από το μαγαζί ..έτσι
Για να δώσει το παρόν.
«ΠΑΙΞΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ»
Είσαι ο άνθρωπος αυτός ,..,
με τα κουσούρια του, κολλημένα σαν βδέλλες πάνω του.
Μάταια προσπαθεί να τα αποτινάξει.
Τινάζεται με βία προς την μια κατεύθυνση,γυρνάει απότομα προς την άλλη, αλλά τίποτα,αυτά πάλι εκεί. Σαν φωτοστέφανα εμφανίζονται τη μια στιγμή, σαν κέρατα διαβόλου την άλλη. Αισθήσεις και συναισθήματα που αυτός γνωρίζει την ύπαρξη τους, αλλά που παρόλο αυτά ,δρουν ανεξέλεγκτα,ενεργώντας αυτόβουλα και αυτόνομα. Τώρα εσύ δεν είσαι πια ο στόχος τους. Σε έχουν ποτίσει με την ουσία τους εδώ και πολύ καιρό. Έχουν γίνει και αυτά μέλη του σώματος σου. Το ένα μοιάζει με την ανοιχτή παλάμη σου, το άλλο με το μαζεμένο πόδι σου και το τρίτο με την πονεμένη σπονδυλική σου στήλη. Το ένα αντικαθιστά πολλές φορές το μυαλό σου,στο θολώνει ,το φοβίζει και κάποιες φορές στο απογειώνει. Το άλλο σαν πιεσμένο ελατήριο σε σπρώχνει ξαφνικά σε καταστάσεις πανικού και
μάταιης αιώρησης.
Το τρίτο σε τραβάει σε κάθετες διαδρομές σκακιστικής συνέπειας και τυχαίας
ανατροπής.
Χαμογέλα,..,παίξε μαζί τους.
Αρκετά μελαγχόλησες για σήμερα.
«ΠΟΥ ΤΕΛΙΚΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ ΝΑ ΑΔΡΑΞΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΡΑ»
Και απόψε κύλησε άλλη μια μέρα μέσα από τα χέρια σου
που πέρασε στο χώρο της αιώνιας αναπόλησης και της νοσταλγικής θλίψης, που όταν αρχικά σου χόρεψε θελγικά και ερωτικά την λάτρεψες ενώ όταν σου προσφέρθηκε αυθόρμητα και άδολα κοίταξες πιο κάτω.. την επόμενη μέρα. Εκείνη που σου αιχμαλώτισε σαν σειρήνα την ματιά σου και εξουσίασε σαν έμμονη ιδέα την σκέψη σου. Όμως μην ξεχνάς... η επόμενη μέρα σαν γίνει η ίδια με την σημερινή και πάψει να σου χορέυει
θελγικά και ερωτικά
και σου προσφερθεί άδολα σαν πληγωμένη γυναίκα που αποζητά στήριγμα, εσύ θα έχεις πάλι μάτια, μόνο για την επόμενη της μέρα. Τότε και εκείνη απογοητευμένη, θα πέσει στον αχανή χώρο της αιώνιας αναπόλησης και της νοσταλγικής θλίψης και για εκδίκηση, θα σου αφήσει προίκα την γλυκιά της θύμιση και τη πικρή σου μετάνοια, που τελικά δεν κατάφερες να αδράξεις και τούτη την μέρα.
«ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ»
Δεν πέρασε από το μυαλό του τίποτα.
Ούτε να απορήσει δεν πρόλαβε,
όταν αγκάλιαζε το πλήθος απ’τα κομμάτια,
που έμελλαν να γίνουν ένα με το σώμα του.
Ο άλλος όμως ;
Κοίτουσε εκστασιασμένος τον πύργο να πλησιάζει
Έβλεπε τον εαυτό του να αγκαλιάζει τον Αλλάχ.
Η προσγείωση δεν τον ένοιαξε ποτέ,
μόνο η απογείωση και η σύγκρουση είχαν σημασία.
«μην σας νοιάζει, όλα θα πάνε καλά»
είχε πει με περίσσοια ψυχραιμία
στη γυναίκα με το ξανθό παιδάκι.
Το αίμα όλων ενώθηκε μια για πάντα.