Νατάσα Ζωπίδου 

 

Το όνομά μου είναι Νατάσα και από μικρή είχα αδυναμία στα παραμύθια. Όνειρό μου να γνωρίσω τον Ευγένιο Τριβιζά, να γίνω διάσημη, να διαβάσω πολλά πολλά βιβλία, να γίνω πλούσια, να γνωρίσω τον Stephen King (άσχετο). Και για να μιλήσουμε και λίγο σοβαρά δεν είμαι καθολου σοβαρό άτομο και απορώ πως και με δέχτηκαν σ’αυτήν την ιστοσελίδα, μάλλον θα είναι παραίσθηση...


 

 

 

-Μπορώ να γράψω κάτι; Ρώτησε ο συγγραφέας.

-Παρακαλώ!μπορώ να γράψω κάτι; Ξαναρώτησε ο συγγραφέας.

Στην αίθουσα συνεδριάσεων επικρατούσε αναταραχή.Ύστερα από την αναγγελία του θέματος του καινούργιου βιβλίου του συγγραφέα.

Ξαφνικά οι φωνές έπαυσαν.Ησυχία απλώθηκε παντού και ο συγγραφέας στο γραφείο του σπιτιού του άρχισε να γράφει.

Υπήρχε κάποτε μια χώρα, όπου βασίλευε η γαλήνη, η ειρήνη και η ευημερία.Η φύση άνθιζε κάθε άνοιξη, το χιόνι έπεφτε πυκνό το Χειμώνα και η ζωή κυλούσε ήρεμα και νωχελικά. Τα βράδια των καλοκαιριών οι άνθρωποι έκαναν βόλτες στα πάρκα και τα παιδιά έπαιζαν παιχνίδια στους δρόμους. Ο χρόνος σαν διαβάτης, που δεν βιάζεται και παρατηρεί τριγύρω του, συνοδοιπορούσε με τους περαστικούς στις μεγάλες λεωφόρους.

Ήρθε, όμως, μια μέρα που δεν έβγαινε ο ήλιος, πυκνά μαύρα σύννεφα κύκλωσαν κατα μήκος και κατα πλάτος ολόκληρη τη χώρα και μαύροι καπνοί δηλητηρίαζαν την ατμόσφαιρα που δεν άντεξε για πολύ και έπεσε νικημένη στο έδαφος. Οι άνθρωποι δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν και να προετοιμαστούν για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας πρωτοφανούς τραγωδίας. Έμειναν απολιθωμένοι στις θέσεις τους τη στιγμή που κατέρρευσε η ατμόσφαιρα. Σε λίγο άρχισε η χώρα να σβήνεται από το χάρτη της γης. Πρώτα από τα νότια και συνέχιζε προς τα βόρεια. Ως το τέλος της μέρας, που δεν ξημέρωσε ποτέ, θα είχε ολοκληρωτικά σβηστεί από το χάρτη. Κάπου όμως προς το βορρά κάτι δεν πηγαινε καλά. Υπήρχε φαίνεται μια χαραμάδα στα μαύρα σύννεφα και κάτι θαμπές ακτίνες αχνοφώτειζαν το έδαφος. Ήταν όμως πολύ διστακτικές, δεν εξαπλώνονταν λίγο παραπέρα, δεν τολμούσαν να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στο χώρο. Έτσι η σιωπηρή αυτή καταστροφή συνέχιζε το έργο της, ώσπου έφτασε στο σημείο του φωτός των ηλιαχτίδων και επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει τη διαύγεια του ήλιου, παραμόνο τις ύπουλες ραδιουργίες του σκότους, άρχισε να υποχωρεί φοβισμένο από τον άγνωστο εχθρό του, από την τόση αντίθεση που υπήρχε μεταξύ τους.

Το πεδίο, λοιπόν, ήταν ελεύθερο για την αντεπίθεση του φωτός, που μόλις αντιλήφθηκε την πραγματική του δύναμη,άρχισε να οργανώνει σχέδια δράσης.

Στην αρχή έκανε μια αιφνιδιαστική και εντυπωσιακή έφοδο, που ανάγκασε τον αντίπαλο να υποχωρήσει πολύ περισσότερο και να οχυρωθεί πίσω από κάτι βουνά που έστεκαν πελώρια μες στο σκοτάδι.

Μετά άρχισε να ροκανίζει σιγά σιγά το μαύρο σύννεφο, γύρω γύρω από τις χαραμάδες για να μπορέσει να διοχετεύσει περισσότερους λαμπερούς υπερασπιστές.

Και ως τρίτη επιλογή άρχισε να ανοίγει τρύπες και σε άλλα σημεία του μαύρου και άραχνου σύννεφου πάνω από κύρια και σημαντικά σημεία για την ανάκτιση της χώρας, όπως ποτάμια και λίμνες.

Το σύννεφο υποχωρούσε σταδιακά αλλά σταθερά, δεν μπορούσε να αντέξει τόση φωτεινή πίεση. Κάπου, όμως, στα νότια, όπου βρισκόταν το αρχηγείο κάτι σιγοψιθυριζόταν, πως κάποιος θα τους βοηθούσε. Να ήταν άραγε το φεγγάρι, που θα αποστατούσε από την συμμαχία του με τον ήλιο; Το γεγονός πάντως ήταν πως σε λίγο ο ήλιος θα έπρεπε να αποχωρήσει και να αφήσει τη θέση του σ’ ένα ολόγιομο φεγγάρι, που θα διατηρούσε τα κεκτημένα ως το πρωινό ξύπνημα της επόμενης μέρας.

Το φεγγάρι, όμως, δεν βγήκε. Πρόδωσε τον ήλιο και τη συμμαχία τους για να αποκτήσει κύρος και δόξα. Το μαύρο σύννεφο το παραπλάνησε πως χωρίς τον ήλιο θα έπαιρνε την θέση που του άξιζε, τον πρώτο ρόλο, που εκατομμύρια χρόνια πριν του την είχε κλέψει ο ήλιος με πονηρό τρόπο, αναγκάζοντάς το να βγαίνει άλλοτε ολόκληρο, άλλοτε μισό και άλλοτε πάλι καθόλου.

Και επαναδραστηριοποιήθηκε το σκότος να ‘φάει’ τη χώρα της χαράς και της ζωής όσες ώρες του έδινε η νύχτα προτού χαράξει και το πιάσει ο ήλιος εξ απήνης.

Ο ήλιος, όμως, είχε πληροφορηθεί για τη στάση του φεγγαριού από μερικά αστέρια που έτυχε να βρίσκονται κοντά στις μυστικές διαπραγματεύσεις κρυμμένα ακόμα κάτω από το αχνό φως του ήλιου που έδυε και του φεγγαριού που το αντικαθιστούσε. Έτσι με μια παράνομη μεν, αναγκαία όμως δε, δυναμική επίθεση, ο ήλιος εισέβαλε στη νύχτα, κυνήγησε το σκότος, διαλύοντάς το σε ελάχιστα-μικροσκοπικά κομματάκια σκόνης, που διασκορπίστηκαν στο διάστημα και έκτοτε αιωρούνται στο σύμπαν γυρεύοντας να ενωθούν ξανά, χωρίς φυσικά να το καταφέρνουν.

Έτσι σώθηκε η χώρα από τους εισβολείς, η φύση ζωντάνεψε, οι άνθρωποι ξύπνησαν από τη νάρκη τους απορημένοι και έτρεξαν να μάθουν τι συνέβη. Κανείς όμως δε γνώριζε να τους το πει. Μόνο το φεγγάρι τόλμησε κάτι να αρθρώσει αλλά η τιμωρία του ήλιου ήταν τόσο αυστηρή που όχι μόνο δεν ξαναμίλησε το φεγγάρι, αλλά και υποχρεώθηκε να γυρίζει γύρω γύρω από τη γη για να μην μπορεί να φωτείζει αποκλειστικά κάποιο σημείο. Έπρεπε οι άνθρωποι στη γη να το βλέπουν να μικραίνει και να μεγαλώνει, να αδειάζει και να γεμίζει τμηματικά, σταδιακά γεγονός που να επισημαίνει την κατωτερότητά του και την αδυναμία του απέναντι στον πανίσχυρο και βασιλιά Ήλιο...

 

 

 


 

 

Ο πόλεμος μόλις άρχιζε.

Δεν ήταν ένας συνηθισμένος πόλεμος, ήταν κάτι το διαφορετικό. Ήταν μια προσωπική μάχη με τις σκοτεινές δυνάμεις του εαυτού του.

Στην αρχή είχε δειλιάσει και έψαχνε δικαιολογίες για την αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχομένου. Όμως κάτι μέσα του τον τυραννούσε, δεν τον άφηνε να κοιμηθεί τα βράδια, να φάει γαλήνιος το μεσημεριανό και μοναδικό του γεύμα. Η ζωή του είχε μπερδευτεί ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.

Είχε να βγει από το σπίτι του εδώ και μια βδομάδα. Κοιμόταν και ξυπνούσε με μια μόνο σκέψη να γυρίζει γύρω από το κεφάλι του. Του μιλούσε με διάφορες φωνές, που του φαίνονταν γνωστές, και πολλές φορές τον ζάλιζε σε σημείο που να πέφτει στο πάτωμα σε κατάσταση λιποθυμίας.

Έχασε έτσι μια ακόμα βδομάδα της ζωής του, όπως τόσες άλλες, πρωτού πάρει την μεγάλη απόφαση. Θα προσπαθούσε να κινηγήσει το όνειρο, να φτάσει την ελπίδα, να ανυψωθεί σε άλλα επίπεδα μέσα από τον έρωτά του γι'αυτήν.

Αυτή; Ήταν μια συνηθισμένη κοπέλα είχε, όμως, κάτι που του τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή.

Πήρε, λοιπόν την απόφαση να της ανοίξει κάθε πτυχή του εαυτού του, ακόμα και τις πιο κρυφές, εκείνες που δίσταζε ακόμα και ο ίδιος να αντικρύσει. " Ή όλα ή τίποτα" ,έλεγε, " ή θα αγγίξω την υπέρτατη ευτυχία ή θα χαθώ στο μαύρο των ματιών της".

Η ζωή του άρχισε να αποκτά τρελούς ρυθμούς και έντονες ψυχολογικές διακυμάνσεις. Με κάθε της ενθάρρυνση ένιωθε πως προχωράει ένα βήμα μπροστά, με κάθε της ματιά η καρδιά του πετούσε μακριά, αφήνοντάς τον ανήμπορο να ελέγξει τα συναισθήματά του. Προσπαθούσε να της δείξει όλα όσα έκρυβε μέσα του, όλα όσα επιθυμούσε το φως των ματιών του, που είχαν πλημυρίσει από αγάπη γι'αυτήν. Ο κόσμος του φαινόταν τόσο γεμάτος με την παρουσία της μέσα του! Ένιωθε δυνατός, έτοιμος να κατακτήσει και την πιο απόκρυμνη κορυφή αν αυτή του το ζητούσε.

Άρχισε να δίνει κομμάτια του εαυτού του, της ψυχής του, των σκέψεων και των συναισθημάτων του. Πίστεψε πως είχε τόσα πολλά να της δώσει, ώστε κάποια στιγμή θα ανοιγόταν μπροστά του η πόρτα της καρδιάς της, το μυστήριο που κρεμιόταν από τα χείλη της, μπλεκόταν στα μαλλία της και τύλιγε το σώμα της. Αυτό που είχε αγγίξει τόσες φορές με τόση ευλάβεια, εκείνες τις βουβές στιγμές πνιγμένες στο μαύρο και το κόκκινο, τότε που το πρόσωπό της σχημάτιζε συσπάσεις παρακμής, σαν να πλησίαζε το τέλος του κόσμου, κάτω από τις αχνές, φωτεινες διακυμάνσεις των κεριών, που διαγράφονταν στους τοίχους.Εκείνες τις στιγμές πίστευε πως είχε πλησιάσει το ανώτατο άκρο της ψυχικής και σωματικής του ολοκλήρωσης μαζί της.

Κι όμως, σαν σβήναν τα κεριά, σαν άναβε το φως, το πρόσωπό της ανακτούσε την γνώριμη, μα φευγαλέα εντύπωση πως του είχε ανοίξει μια μικρή χαραμάδα για να φτάσει στην ψυχή της.

Κι αυτός χανόταν μέσα σε διαδρόμους περίπλοκους, στενούς και σε ορισμένες περιπτώσεις τόσο ανυπόφορους, που λύγιζε. Η απογοήτευση τον περικύκλωνε από παντού και άρχιζε να πέφτει σ'ένα κενό χωρίς τέλος, χωρίς φως -ανήμπορος- χωρίς να μπορεί να κρατηθεί από πουθενά. " Έτσι είναι ο έρωτας", έλεγε, " πρέπει να τον αντέξω".

Άλλες φορές πάλι, όταν του μιλούσε για σκέψεις μικρές, σκοτεινές, αισθήματα απροσδιόριστα, όταν μοιραζόταν μαζί του ανησυχίες, ανασφάλειες και πίκρες, που την έκαναν να φαίνεται απροστάτευτη μπροστά του, μικρή και εξαρτημένη απ'αυτόν, τρελαινόταν! Ήθελε να την σηκώσει ψηλά, να την σφίξει στην αγκαλιά του, να τη γεμίσει με φιλιά και η δύναμη της αγάπης του να την κάνει τόσο σίγουρη και δυνατή, δυναμώνοντας τη σπίθα των ματιών της.

Όμως δεν υπήρχε σπίθα μέσα στα μάτια της, μόνο το αντιφέγγισμα της δικής του φλόγας, που φώτειζε το πρόσωπό της, τον είχε παραπλανήσει να πιστεύει πως κάθε μέρα έλαμπε περισσότερο απ' την αγάπη της γι'αυτόν.

Κι αυτός προσπαθούσε, έδινε τα πάντα, σε λίγο δεν υπήρχε τίποτα να κρατήσει γι'αυτόν, ήταν πια ένα τίποτα μπροστά της. Κι αυτή αυτάρεσκη, περίφανη, απόμακρη, να του ζητάει κι άλλα, για να θρέψει το εγωιστικό της είδωλο στον καθρέφτη του κυνισμού της.

Ήταν το τέλος;

Δεν ήξερε.

Έσπασε τον καθρέφτη, μάζεψε με προσοχή ένα ένα τα κομμάτια του, και ενώθηκε για τελευταία φορά με το ψεύτικο είδωλό της, αδιαφορώντας για τις αιχμηρές λεπίδες του, που του ξέσκιζαν τις σάρκες, καθώς χανόταν ονειροπόλα στο μαύρο των ματιών της.

 

Νατάσα...